Αποζημίωση 1,868 εκατ. ευρώ οφείλει να καταβάλει το ελληνικό Δημόσιο σε επιχειρήσεις που υπέστησαν σοβαρές ζημιές στα έκτροπα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

«Είναι ευθύνη των αστυνομικών αρχών να προστατεύουν την περιουσία των πολιτών από  βίαια επεισόδια που εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια μαζικών συγκεντρώσεων, ιδιαίτερα εάν αυτά μπορούν να προβλεφθούν», αναφέρουν οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας σε 9 αποφάσεις τους, επιρρίπτοντας ευθύνες στην ΕΛΑΣ που δεν φρόντισε να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να μην εξαπλωθούν τα επεισόδια αν και «ήταν έως και αναμενόμενο να υπάρξει μεγάλη κοινωνική αναταραχή» μετά την είδηση του θανάτου ενός νέου στα Εξάρχεια, από τις σφαίρες αστυνομικού.

Οι αποφάσεις του ΣτΕ, πέραν της σπουδαιότητας τους για τις ευθύνες όσων δεν έγιναν τη νύχτα που «κάηκε» το κέντρο της Αθήνας, ανοίγουν το δρόμο για τις αποζημιώσεις επαγγελματιών (κυρίως στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων) που βλέπουν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται σε πορείες ή συγκεντρώσεις, οι οποίες καταλήγουν σε βίαια επεισόδια.

Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ, που δημοσίευσε σήμερα τις 9 αποφάσεις του, αναφέρει στο σκεπτικό του:

«Η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βιαία επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στην διακριτική τους ευχέρεια. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν  για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη η οποία απειλείται, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψη  αυτή είναι παράνομη και συνεπώς συντρέχει η απαιτούμενη για την θεμελίωση αστική ευθύνη του Δημοσίου».

Στα διοικητικά δικαστήρια είχαν προσφύγει εταιρείες που έχουν τα γραφεία ή τα καταστήματα τους στην περιοχή γύρω από το Πολυτεχνείο και στα Εξάρχεια. Στα πρωτοφανή επεισόδια μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, το Δεκέμβριο του 2008, οι επιχειρήσεις υπέστησαν μεγάλες καταστροφές. «Η αστυνομία δεν έλαβε τα αναγκαία προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα», υποστήριζαν οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων.

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών τους δικαίωσε, όμως το Εφετείο απέρριψε τις αιτήσεις τους κρίνοντας ότι η ΕΛ.ΑΣ. είναι αδύνατον, σε μια τέτοιου είδους αιφνίδια και γενικευμένη βίαια κατάσταση, να ενεργεί για τη φύλαξη όλων των επιχειρήσεων.

Ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε εντελώς αντίθετη άποψη. Με τις υπ’ αριθμόν 1964-1972/2021 αποφάσεις του αναίρεσε ως μη νόμιμες τις εφετειακές αποφάσεις και επιδίκασε συνολική αποζημίωση 1.868.000 ευρώ, την οποία το  Δημόσιο πρέπει να καταβάλει στις πληγείσες επιχειρήσεις εντόκως! Οι ανώτατοι δικαστές έκριναν, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ότι τα επεισόδια για τη δολοφονία του ανήλικου αγοριού θα μπορουσαν να προβλεφθούν, καθώς «βίαια επεισόδια, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και ιδίως με βάση τις κρατούσες κάθε φορά κοινωνικές συνθήκες, αποτελούν συνήθη ή τουλάχιστον δεν αποτελούν ασυνήθη κατάσταση την στιγμή μάλιστα που υπάρχουν πληροφορίες ή σοβαρές ενδείξεις για  μαζική κινητοποίηση εξαγριωμένων ή αγανακτισμένων πολιτών ή κοινωνικών ομάδων».

Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά στο σκεπτικό των αποφάσεων τους:

«Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η είδηση θανάτου ανηλίκου στην περιοχή των Εξαρχείων από πυροβολισμό αστυνομικού είναι λίαν πιθανό έως αναμενόμενο να προκαλέσει έντονη κοινωνική αντίδραση, να οδηγήσει σε άμεση μαζική κινητοποίηση πολιτών στα αστικά κέντρα και συνακόλουθα να πυροδοτήσει ανά πάσα στιγμή κοινωνική έκρηξη. Πολλώ μάλλον δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας, βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας όταν το ίδιο γεγονός που πυροδότησε την διαμαρτυρία  έχουν ήδη λάβει χώρα βίαια περιστατικά μεγάλης έντασης και έκτασης, καθώς και εκτεταμένες φθορές και καταστροφές  είτε στην ίδια περιοχή είτε σε άλλη, εφόσον ανά πάσα στιγμή  μια τέτοια εξέλιξη είναι αναμενόμενη με μεγάλη πιθανότητα και άρα είναι δυνατόν να προβλεφθεί και να αποτραπεί με άμεση ενέργεια  και λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας των αστυνομικών οργάνων να επιβάλλουν περιορισμούς στην διεξαγωγή συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων ή να διυλίσουν συγκεντρώσεις και συναθροίσεις οι οποίες εκ του ότι εκτρέπονται σε πράξεις βίας κατά προσώπων είναι παράνομες».

Κατά τους συμβούλους Επικρατείας, «διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο  θα ενεργήσουν, δηλαδή ως προς την επιλογή  του είδους των μέτρων που πρέπει να λάβουν προς εκπλήρωση της υποχρέωσης τους, δυνάμενα –κατόπιν εκτίμησης- να επιλέξουν και να εφαρμόσουν το καταλληλότερο για την συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο.Στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο  για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής τους από κάθε ενέργεια, ειδικώς προς το σκοπό   του αγαθού της περιουσίας, συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της ευχέρειας  τους και για το λόγο αυτό είναι παράνομη».

Σύμφωνα με τις αποφάσεις, ναι μεν η περίπτωση ανωτέρας βίας αποτελεί απαλλακτικό από την ευθύνη του Δημοσίου για καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, καθώς δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης πράξης ή παράλειψης  και του περιστατικού που συνέβη, αλλά «δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρα βίας, βίαια επεισόδια ιδιαίτερης μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρα σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και κατ΄ επέκταση τη μείωση της αποτελεσματικότητας τους, αν αυτά τα επεισόδια μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να τεθούν υπό έλεγχο εγκαίρως, πριν δηλαδή εξαπλωθούν και καταστούν ανεξέλεγκτα με την λήψη άμεσων, αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων».