Ομόφωνα ένοχος για τη δολοφονία της εν διαστάσει συζύγου του κρίθηκε ο 37χρονος που κατηγορούνταν ότι σκότωσε τη μητέρα των παιδιών του τον Μάρτιο του 2019 στη Σητεία της Κρήτης. Ο 37χρονος κρίθηκε ένοχος για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, πρόταση την οποία είχε καταθέσει νωρίτερα και ο Εισαγγελέας.
Αναμένεται η απόφαση του δικαστηρίου επί των ελαφρυντικών που έχει ζητήσει η υπεράσπιση, ωστόσο ο Εισαγγελέας πρότεινε να απορριφθούν, σύμφωνα με τοπικά Μέσα. Ο κατηγορούμενος περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την ημέρα της δολοφονίας, η οποία, μάλιστα, έγινε μπροστά στα μάτια των παιδιών του ζευγαριού, ηλικίας, τότε, 18 και 6 μηνών. Ισχυρίστηκε ότι είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, τον μεγάλωσαν οι παππούδες του και το πως γνώρισε την σύζυγό του στα Ιωάννινα. «Την αγάπησα πραγματικά» δήλωσε, «ήταν σαν μικρό παιδί», πρόσθεσε, τονίζοντας πως τα προβλήματα στη σχέση τους άρχισαν μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού τους. Είπε ότι η γυναίκα του, τού ανακοίνωσε ξαφνικά την απόφασή της να χωρίσουν και παρά την απόφαση να βγει συναινετικό διαζύγιο, η επιμέλεια των παιδιών υπήρξε σημείο τριβής.
Αναφερόμενος στη μοιραία μέρα, υποστήριξε πως είχαν συνεννοηθεί να πάνε μαζί τα παιδιά στο νοσοκομείο για προγραμματισμένο εμβόλιο. Όπως είπε, ενώ η εν διαστάσει σύζυγός του είχε δηλώσει πως θα πάρει άδεια από τη δουλειά, για λόγους που δεν του εξήγησε δεν το έκανε. Μετά από αρκετή ώρα, και αφού είχε παρέλθει το προγραμματισμένο ραντεβού τους, η 32χρονη επικοινώνησε και ο ίδιος πήγε στο σπίτι, προκειμένου να προσπαθήσουν να πάνε στο νοσοκομείο και να παρακαλέσουν τους γιατρούς να τους δεχτούν.
Τα πράγματα, όμως, πήραν τραγική τροπή. Την ώρα που έντυναν τα παιδιά, το θύμα, όπως ισχυρίστηκε, άρχισε να λέει διάφορα πράγματα που τον εκνεύρισαν. «Την μια στιγμή έβαζα το καλτσάκι του παιδιού , και την επόμενη είχα τα χέρια μου τυλιγμένα στο λαιμό της», είπε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την περιγραφή του, της όρμησε, την άρπαξε από το λαιμό, «λιποθύμησε γιατί πέσαμε και οι δύο κάτω». Στη συνέχεια ανέφερε: «Ένιωσα ένα μπαμ, σαν ηφαίστειο. Της έπιασα το χέρι, της φώναξα αλλά δεν αντιδρούσε… κοίταξα τα παιδιά μου που ήταν δεμένα στα καρότσια τους».