Την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, όσο δηλαδή και το περιθώριο που επιτρέπει η εξέλιξη του πληθωρισμού, προσανατολίζεται να προτείνει σήμερα στο Υπουργικό Συμβούλιο ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστής Χατζηδάκης.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του Mononews.gr, τα σενάρια που επεξεργάστηκαν το τελευταίο διάστημα οι επιτελείς του Υπουργείου Εργασίας ήταν είτε το πάγωμα του κατώτατου μισθού είτε η συμβολική του αύξηση, το οποίο οι πληροφορίες θέλουν τελικά να προκρίνεται.

Με το 2% ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί κατά 13 ευρώ το μήνα δηλαδή θα διαμορφωθεί από 650 σε 663 ευρώ ενώ το νέο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών θα διαμορφωθεί από 29,04 σε 29,62 ευρώ.

Ερωτηματικό παραμένει η χρονική περίοδος που η Κυβέρνηση θα επιλέξει να θέσει σε ισχύ την απόφαση της για μικρή αύξηση, με το επικρατέστερο σενάριο να τοποθετεί την ισχύ της απόφασή της από φέτος το Φθινόπωρο αν και την τελική απόφαση θα την λάβει το σημερινό υπουργικό συμβούλιο.

Οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών φορέων έχουν ταχθεί υπέρ της διατήρησης του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ (μικτά) και στα 29,04 ευρώ το  κατώτατο ημερομίσθιο, ενώ η ΓΣΕΕ επιμένει στην επαναφορά του στα 751 ευρώ.

Από την πλευρά τους, κυβερνητικά στελέχη, τοποθετούν τα χρονικά περιθώρια ουσιαστικής βελτίωσης των επιπέδων του κατώτατου μισθού το φθινόπωρο του 2022 ή στις αρχές του 2023.

Τον Φεβρουάριο του 2022, όπως προβλέπει ο νόμος, θα εκκινήσει – εκ νέου – η διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, προκειμένου το καλοκαίρι του 2022 να ολοκληρωθεί και να συμφωνηθεί αύξηση του κατώτατου μισθού που θα συμβαδίζει με την ανάκαμψη της αγοράς. Ο νέος αυτός μισθός θα ισχύσει είτε το δεύτερο εξάμηνο του 2022 είτε στις αρχές του 2023.

Αρμόδιοι παράγοντες επισημαίνουν ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα που είναι 650 ευρώ (ονομαστικός μισθός, 758 ευρώ, αν ληφθεί υπόψη ότι καταβάλλονται 14 μισθοί το χρόνο), κατατάσσει την Ελλάδα στο μέσο της ευρωπαϊκής κατάταξης. Συγκεκριμένα, στην 11η θέση με βάση τον ονομαστικό και στη 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης.

Αναφορικά με τις εισηγήσεις των κοινωνικών εταίρων, τα δεδομένα, σύμφωνα με το πόρισμα του ΚΕΠΕ, που συνοψίζει τα αποτελέσματα της διαβούλευσης και το οποίο υπεβλήθη στον υπουργό Εργασίας, έχουν ως εξής:

– Το σύνολο των εργοδοτικών φορέων, μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) τάσσονται υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα, επικαλούμενοι τις επιπτώσεις της πανδημίας και τις επιπτώσεις ενδεχόμενης αύξησής του στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανεργία.

– Υπέρ του «παγώματος» του κατώτατου μισθού τάσσονται επίσης η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ.

– Το ΕΙΕΑΔ (Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού) εισηγείται δύο επιλογές: είτε διατήρηση του μισθού στα 650 ευρώ με παράλληλα μέτρα αύξησης της αγοραστικής δύναμης, είτε αύξησή του κατά 1,53%.

– Αύξηση του κατώτατου μισθού εισηγείται η ΓΣΕΕ. Συγκεκριμένα, ζητά να ανέλθει στα 751 ευρώ άμεσα και στα 809 ευρώ από τα μέσα του 2022.

Το σύνολο των εργοδοτικών οργανώσεων εκτιμά πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χορήγησης αύξησης στον κατώτατο μισθό. Μάλιστα, υπογραμμίζει πως ανάλογο ενδεχόμενο θα επιδεινώσει περαιτέρω την αρνητική εικόνα της αγοράς, θα οδηγήσει σε αύξηση των απολύσεων, ενώ θα επιτείνει τα «λουκέτα» σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Στις προτάσεις του ο ΣΕΒ ζητεί αντί αύξησης περαιτέρω μείωση των εισφορών (μείωση του μη μισθολογικού κόστους), όπως και κατάργηση των τριετιών και «ορισμός του κατώτατου μισθού ως μία «μοναδική αξία»», ενώ ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος ζητεί αντί αυξήσεων φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων και άλλα μέτρα τα οποία θα βελτιώνουν το εισόδημά τους.

Ως προς τις επιπτώσεις στην οικονομία, στο πόρισμα του ΚΕΠΕ επισημαίνεται ότι «οι μικρές επιχειρήσεις στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη και οι οποίες έχουν ήδη δεχθεί μεγαλύτερο πλήγμα από την πανδημία, είναι πιο ευαίσθητες σε αλλαγές στον κατώτατο μισθό» και προστίθεται ότι: «Προτεραιότητα είναι να μην παρατηρηθούν αθρόες απολύσεις ούτε και οριστικό κλείσιμο βιώσιμων επιχειρήσεων, ενώ θα πρέπει να αποκατασταθούν η βελτίωση της απασχόλησης και η αποκλιμάκωση της ανεργίας».

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται τα συμπεράσματα της τελευταίας (Απρίλιος 2021) έρευνας του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με τα οποία 4 στις 10 (38,2%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους κατά το επόμενο διάστημα, περισσότερες από τις μισές περιμένουν μείωση του κύκλου εργασιών, της ζήτησης, των παραγγελιών και της ρευστότητας, ενώ το 63,1% των επιχειρήσεων θεωρεί πως η οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία θα διαρκέσει για τουλάχιστον 2 χρόνια.