Τα αποτελέσματα της νεκροψίας του αμερικανού χρηματιστή Τζέφρι Έπσταϊν, ο οποίος βρέθηκε νεκρός το περασμένο Σάββατο στο κελί του στη φυλακή, επιβεβαίωσαν χθες, Παρασκευή, πως αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού, αίροντας ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά σχετικά με τον θάνατο του ανθρώπου που περίμενε να δικαστεί με κατηγορίες για σεξουαλικές επιθέσεις.

Έπειτα από «μια επισταμένη εξέταση όλων των πληροφοριών, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της νεκροψίας», ο επικεφαλής της ιατροδικαστικής υπηρεσίας της Νέας Υόρκης επιβεβαίωσε σε σύντομη ανακοίνωση πως ο θάνατός του οφειλόταν σε «αυτοκτονία» με«απαγχονισμό».

«Δεν είμαστε ικανοποιημένοι από τα συμπεράσματα» της νεκροψίας, έσπευσαν να δηλώσουν οι δικηγόροι του Τζέφρι Έπσταϊν σε ανακοίνωση που εξέδωσαν και την οποία επικαλούνται τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.

«Η υπερασπιστική ομάδα έχει την πρόθεση να διεξαγάγει τη δική της ανεξάρτητη και πλήρη έρευνα για τις συθήκες και την αιτία του θανάτου του Τζέφρι Έπσταϊν», συνεχίζει το κείμενο.

Ανώνυμοι αξιωματούχοι, τους οποίους επικαλούνται οι New York Times, ανέφεραν πως ο πολυεκατομμυριούχος, ο οποίος κατηγορείται ότι είχε οργανώσει ένα εκτεταμένο δίκτυο σεξουαλικής εκμετάλλευσης κοριτσιών ηλικίας μερικές φορές μόλις 14 ετών, χρησιμοποίησε τα σεντόνια του για να αυτοκτονήσει.

Η αυτοκτονία του 66χρονου Έπσταϊν ενώ κρατούνταν στην ομοσπονδιακή φυλακή του Μανχάταν, μια από τις ασφαλέστερες της χώρας, προκάλεσε χείμαρρο ερωτηματικών και θεωρίες συνωμοσίας.

Μολονότι οι αρχές είχαν ανακοινώσει από το Σάββατο πως είχε κατά τα φαινόμενα αυτοκτονήσει, πολλοί υπαινίσσονταν πως δολοφονήθηκε για να προστατευθούν οι πολυάριθμες προσωπικότητες και οι άνδρες της εξουσίας με τους οποίους συγχρωτιζόταν, από τον πρίγκιπα Άντριου μέχρι τον Μπιλ Κλίντον.

Η επιβεβαίωση της αυτοκτονίας δεν αναμένεται ωστόσο να άρει όλα τα ερωτηματικά σχετικά με τον τρόπο που ο κρατούμενος αυτός μπόρεσε να αυτοκτονήσει.

Ο Aμερικανός υπουργός Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ είχε ανακοινώσει από το Σάββατο την έναρξη δύο ερευνών σχετικά με τον θάνατό του. Την Τρίτη έκανε λόγο για «σοβαρές» δυσλειτουργίες στη φυλακή στην οποία κρατούνταν.

Δεν έκανε γνωστές λεπτομέρειες, όμως ο διευθυντής του ιδρύματος μετατέθηκε και δύο δεσμοφύλακες, που είχαν αναλάβει να επιβλέπουν τον Έπσταϊν τη νύκτα της Παρασκευής προς τον Σάββατο τέθηκαν σε διαθεσιμότητα.

Αξιωματούχοι της φυλακής, τους οποίους επικαλούνται οι New York Times, υποστήριξαν πως οι δεσμοφύλακες κοιμήθηκαν περίπου τρεις ώρες, ενώ έπρεπε να πραγματοποιούν ελέγχους κάθε μισή ώρα, τροφοδοτώντας τις υποψίες για συνεργούς μέσα στη φυλακή.

Στην ανακοίνωση που εξέδωσαν χθες, Παρασκευή, οι δικηγόροι του Τζέφρι Έπσταϊν αναφέρουν πως θέλουν να δουν όλες τις καταγραφές από τις κάμερες ασφαλείας που βρίσκονταν κοντά στο κελί του τη στιγμή του θανάτου του.

Οι φήμες τροφοδοτήθηκαν επίσης από το γεγονός ότι ο Τζέφρι Έπσταϊν είχε κάνει μια πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας στις 23 Ιουλίου. Είχε βρεθεί τότε ξαπλωμένος στο πάτωμα του κελιού του, τραυματισμένος, με σημάδια στον λαιμό. Όμως τα τραύματά του δεν ήταν σοβαρά και λίγο αργότερα είχε εμφανισθεί σε μια ακροαματική συνεδρίαση.

Είχε τότε τεθεί υπό ειδική παρακολούθηση για το ενδεχόμενο να αυτοκτονήσει, αλλά αυτό διήρκεσε μόνο μέχρι τις 29 Ιουλίου.

Καμιά επίσημη πληροφορία δεν έχει δοθεί ακόμη για να εξηγηθεί γιατί η παρακολούθηση αυτή σταμάτησε τόσο γρήγορα.

Μπροστά στην αγανάκτηση των θυμάτων, το υπουργείο Δικαιοσύνης υποσχέθηκε να συνεχίσει την έρευνα για τα καταγγελλόμενα εγκλήματά του και για ενδεχόμενους συνεργούς του, αρχίζοντας από τη στενή φίλη του, την Ζισλέν Μάξγουελ, που κατηγορείται από πολλά θύματα ότι συντηρούσε το δίκτυο σεξουαλικής δουλείας και συμμετείχε σε ορισμένες σεξουαλικές επιθέσεις.

Ουδείς γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκεται.

Στο μεταξύ, τα αιτήματα προς τους κληρονόμους του για αποζημιώσεις πολλαπλασιάζονται.

Έπειτα από μια πρώτη προσφυγή την Τετάρτη στο δικαστήριο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης από ένα φερόμενο θύμα που ήταν ήδη γνωστό στα μέσα ενημέρωσης, την Τζέινφερ Αραόζ, ένα άλλο θύμα του προσέφυγε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης για σεξουαλική εκμετάλλευση ζητώντας αποζημίωση 100 εκατομμυρίων δολαρίων.