Ο Οδυσσέας Ελύτης (πραγματικό όνομα: Οδυσσέας Αλεπουδέλλης) (Ηράκλειο Κρήτης, 2 Νοεμβρίου 1911 – Αθήνα, 18 Μαρτίου 1996), ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του ’30. Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον εστί, ο Ήλιος ο πρώτος και οι Προσανατολισμοί. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης.

Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά.

Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρη της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλη ήταν Λεμονός, και αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός.

Η μητέρα του καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου.

Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ. Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του τα πέρασε στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες.

Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες.

Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Αποκορύφωμα των διώξεων που γνώρισε η οικογένειά του ήταν η σύλληψη του πατέρα του. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον εξόριστο, μετά την πτώση του, Ελευθέριο Βενιζέλο.

Η οικογένεια Αλεπουδέλη το 1917. Ο Οδυσσέας είναι το μικρό αγόρι στην άκρη αριστερά. Από τη φωτογραφία απουσιάζει η μεγάλη αδελφή του Μυρσίνη, η οποία πέθανε το 1918 σε ηλικία 20 ετών από την επιδημία της ισπανικής γρίπης.

Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα.

Όπως ο ίδιος ομολογεί, πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά.

Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και, αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα, στράφηκε στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Δημήτριος Καμπούρογλου, Κώστας Πασαγιάννης, Στέφανος Γρανίτσας κι ένας τρίτομος Οδηγός της Ελλάδος.

Το 1925 πέθανε ο πατέρας του.

Την άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντάς τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.

Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11.

Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους.

Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση.

Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, και τον «ανάγκασαν να προσέξει κι αδίστακτα να παραδεχτεί τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση».

Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας.

Όταν το 1933 ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο η «Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα», με τη συμμετοχή των Κωνσαντίνου Τσάτσου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και Ιωάννη Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα «Συμπόσια του Σαββάτου» που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο Αυλό), τη συλλογή Στου Γλιτωμού το Χάζι του Θεοδώρου Ντόρρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου.

Με ενθουσιασμό συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: «Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι’ αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν».

Παίρνοντας το Νόμπελ
Παίρνοντας το Νόμπελ

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908–1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935–1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες, (όπως οι Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός, κ.ά.) έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους.

Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.

Στο Αλβανικό μέτωπο

Με την έναρξη του πολέμου του 1940, ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.

Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την άνοιξη του 1942 παρουσίασε το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».

Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή Ο Ήλιος ο πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα, σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης.

Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Το έργο αυτό φαίνεται να συνέγραψε το 1941 ή το 1943 και, σύμφωνα με μία άποψη, το συνέθεσε για να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία ενώ, κατά άλλη, το έγραψε για τον φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στην Αθήνα.

Ο πόλεμος του 1940 τού έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και τη, χαμένη οριστικά, Βαρβαρία. Την περίοδο 1945–1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την Ελευθερία και την Καθημερινή, όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του:

«Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Prés».[2] Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης (Association Internationale des Critiques d’Art), ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό και άλλους.

Στο Αλβανικό μέτωπο
Στο Αλβανικό μέτωπο

Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη (E. Teriade), που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πάμπλο Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα.

Το 1953 ανέλαβε και πάλι για έναν χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο.

Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από Το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για Το Άξιον Εστί το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.

Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό (εκδόσεις Ίκαρος), ενώ στη Γερμανία εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Korper des Sommers». Ωστόσο, το 1960 σημάδεψε τον Οδυσσέα Ελύτη με ένα βαρύτατο διπλό πένθος, καθώς έχασε τη μητέρα του και τον αδελφό του Κωνσταντίνο.

Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.

Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο. Ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.

Το 1965 του απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο.

Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο.

Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974–1977). Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Βραβείο Νόμπελ

Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα», σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.

Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.

Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου. Η τελετή απονομής του βραβείου στη Στοκχόλμη μεταδόθηκε σε μαγνητοσκόπηση από την ΕΡΤ στις 10 Δεκεμβρίου 1979.

Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

Διαβάστε επίσης:

Ο Οδυσσέας Ελύτης θα μας υποδέχεται στο Μουσείο του στην Πλάκα

Σεφέρης και Ελύτης: Τα Νόμπελ της ελληνικής ποίησης (βίντεο)