Μια μεγάλη φωτογραφία με «το πάρκο της Σοφίας και της Βασιλικής» και τα προσωπάκια των δύο δίδυμων αδελφιών δέσποζε σήμερα στην είσοδο του Εφετείου της Αθήνας.

Είναι ακόμα δύο θύματα της πυρκαγιάς στο Μάτι. Βρέθηκαν νεκρά στο οικόπεδο Φράγκου μέσα στην αγκαλιά της γιαγιάς και του παππού που προσπάθησαν να τα σώσουν… Δεν τα κατάφερε κανένας.

1

Μέσα στο δικαστήριο οι γονείς των κοριτσιών κατέθεσαν όσα ο νους δεν χωρά.

Το μοιραίο απόγευμα, τα παιδιά τους έφυγαν με τη γιαγιά και τον παππού από την Καλλιθέα για να πάνε στη Νέα Μάκρη. Είχαν την ατυχία να περάσουν από τη φλεγόμενη λεωφόρο Μαραθώνος.

Όπως πολλοί άλλοι οδηγοί, βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στο Μάτι, στα στενά μπλοκαρισμένα δρομάκια.

«Άρχισα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ», περιέγραψε στην κατάθεσή της η μητέρα των παιδιών Γεωργία Ξυραφάκη.

«Η αδελφή του συζύγου μου είχε επικοινωνία με τη μητέρα της, ήταν στη λεωφόρο Μαραθώνος στη στάση Ραφήνας και της είπε ότι είχανε φωτιές. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε πραγματικά.

Παίρναμε τηλέφωνο πεθερικά συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε αστυνομία τους λέγαμε ότι τα παιδιά και πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα.

Τότε ο σύζυγος μου πήρε μηχανάκι και μου είπε θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε είναι στο δρόμο, έχει φωτιές δεξιά αριστερά δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά.

Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων. Τότε ξεκινήσανε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία.

Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Μετά από πάρα πολλά τηλεφωνήματα, μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή το τι φορούσαν».

Η μητέρα μίλησε για ένα βίντεο με δύο κοριτσάκια που μοιάζανε στα παιδιά της:

«Είδαμε στο ίντερνετ ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς Άλφα που είχαμε δει αυτό το βίντεο.

Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε. Βγάλαμε φωτογραφία που φαίνονται κορίτσια και κατευθυνθήκαμε στις 24/7 στο λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες. Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα.

Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικός μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε βα μάθουμε κι εκεί πληροφορίες.

Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα. Εγώ πήγα στο δημαρχείο Ραφήνας όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγος μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία.

Δώσαμε τηλέφωνο συζύγου. Ξεκίνησε άλλο μαρτύριο μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγε τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, παππούδες θα έκαναν πάντα για να είναι σώα και αβλαβή».

«Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς μάθαμε ότι ήταν δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα. Η πεθερά μου βρέθηκε κάτω, τα παιδιά μου στη μέση και ο πεθερός μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές.

Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018.

Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε. Πιστεύω ότι παγιδευτήκανε δεν τους επιτρέπανε επιστροφή προς Αθήνα».

Ο πατέρας των κοριτσιών, Ιωάννης Φιλιππόπουλος, που έχασε και τους γονείς του Φίλιππο και Σοφία, περιέγραψε στην κατάθεση του την προσπάθεια του, την ώρα της φωτιάς να εντοπίσει τους γονείς και τα παιδιά του:

«Ήμουν με μηχανάκι. Έκαναν προσπάθειες να με σταματήσουν στο δρόμο αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε πυροσβεστική, αστυνομία. Δεν έβρισκα κανένα. Εκεί στο δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα.

Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας τους έψαχνα τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε αστυνομία, πυροσβεστική. Μας έλεγαν όλη νύχτα είστε η πρώτη μας προτεραιότητα».

Μέρες μετά οι ελπίδες του πατέρα και γιου έσβησαν:

«Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια μου στη μέση και Ο πατέρας μου από πάνω. Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για την οικογένεια μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA» τόνισε ο μάρτυρας.

Εάν εκείνη ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα. Μου είπαν ”Αν σε ανακουφίζει αυτό τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πεθάνανε νωρίτερα”. Που σημαίνει πως οι γονείς που κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν.

Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, δείξανε ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά. Είχαμε ελπίδα…(…) Τρεις ημέρες μετά την κηδεία μας ειδοποιήσαμε ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή…

Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει…Ζήτησα να κατεβάσω εγώ φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα. Ο πατέρας μου είχε ψυχραιμία και πήγε στη θάλασσα. Αν έμεναν μέσα στο αυτοκίνητο θα είχα κάτι να θάψω τα κορμιά τους».

Η αδελφή του κ. Φιλιππόπουλου, Ελένη, έδειξε στο δικαστήριο ένα καμένο βραχιόλι, ό,τι είχε μείνει από τη μητέρα της:

«Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι τρέξανε να πάνε προς την πορτούλα προς τη θάλασσα… Ο πατέρας μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πήγε από πάνω τους για να τους προστατέψει (κλαίει)… Κάποια στιγμή πήγα ξανά εκεί, σε αυτό το χωράφι δεν ήξερες τι πάταγες, αυτό το χωράφι στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο».

Στο δικαστήριο κατέθεσε και η Βαρβάρα Γεωργακοπούλου η οποία έχασε το σύζυγό της:

«Έμεινα δίπλα στο νεκρό σύζυγό μου μέχρι τα μεσάνυχτα… Κάποια στιγμή μου λένε αυτή είναι η τελευταία βάρκα… Δεν μπορώ να τον αφήσω τους λέω. Μου λένε δεν γίνεται να μείνετε έχουμε εντολή να εκκενώσουμε την ακτή. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να φεύγεις και να αφήνεις πίσω άνθρωπο σου ένα νεκρό. Ήταν γυμνός όπως σηκώθηκε από κρεβάτι με ένα σορτσάκι. Τους πήγα προσωπικά του αντικείμενα και αναγνωρίστηκε μετά από 13 ημέρες, άλλος θάνατος για μένα».

Η Ειρήνη Ορφανού κατέθεσε για το θάνατο της αδελφής της. «Όλα αυτά τα χρόνια υπήρχαν πολλές φωτιές αλλά επί της Μαραθώνος πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά. Υπήρχε μια τάξη. Εκείνη την ημέρα η αδερφή μου ήταν μόνη της. Δεν υπήρχε άνθρωπος να πάει να τη βοηθήσει. Κατέβηκε τα σκαλιά και εκεί έμεινε. Ήταν καμένη, ήταν συγκλονιστικό θέαμα.»

Διαβάστε επίσης:

Δίκη Μάτι: Συγκλονίζει η κατάθεση της μητέρας που εγκατέλειψε τον νεκρό γιο της στη θάλασσα για να σώσει τη κόρη