ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Το ότι ενίκησαν οι Έλληνες δεν οφείλεται στην αριθμητική ή την ποσοτική υπεροχή τους. Οφείλεται στην ηθική υπεροχή τους. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Έλληνες πολεμώντας «υπέρ βωμών και εστιών» ενίκησαν πολυπληθεστέρους εχθρούς.
Και δεν είναι η πρώτη φορά που η νίκη των Ελλήνων είναι νίκη όλης της Ανθρωπότητας, είναι νίκη του πολιτισμού. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαρβαρότητα από την επιβολή της δύναμης του ισχυροτέρου σε λαούς ελεύθερους και πιο πολιτισμένους».
Είναι ο ποιητής, πεζογράφος Κώστας Βάρναλης που τα γράφει αυτά, το 1940, στο ξέσπασμα του πολέμου και την επίθεση των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας.
Χρονογράφο στην εφημερίδα «Πρωία» τον είχε βρει η 28η Οκτωβρίου 1940. Κι εκείνος στρατεύθηκε στον αγώνα εναντίον του εχθρού με την πένα του εμψυχώνοντας με τα κείμενά του, τους αναγνώστες της εφημερίδας αντιμετωπίζοντας με οξυδέρκεια αλλά και ειρωνεία τον ιταλικό φασισμό και φυσικά τον ίδιο τον Μουσολίνι. Μετά τη γερμανική επίθεση, η ευφορία, όπως ήταν φυσικό είχε εξατμιστεί, αλλά και πάλι ο ποιητής προσπαθούσε να διατηρήσει ψηλά το φρόνημα και να δώσει θάρρος για την τελική νίκη.
Ένα σύνολο από 81 χρονογραφήματα του Βάρναλη, που είχαν δημοσιευθεί στην «Πρωία» από τον Νοέμβριο του 1940 έως τον Απρίλιο του 1941 παρουσιάζονται τώρα συγκεντρωμένα στην έκδοση «Πολεμικά -81 Χρονογραφήματα Γραμμένα κατά τον πόλεμο του 1940 – 41» από τις Εκδόσεις Αρχείο. Πρόκειται για μία επιλογή του Νίκου Σαραντάκου, που είναι επιμελητής και σχολιαστής των «Χρονογραφημάτων και άλλων άρθρων του Κώστα Βάρναλη που αποθησαυρίζονται από το 2013 για τις Εκδόσεις Αρχείο.
Η έκδοση συμπληρώνεται με γελοιογραφίες του Κώστα Μπέζου που δημοσιεύονταν στην πρώτη σελίδα της «Πρωίας» πλάι στα χρονογραφήματα του Βάρναλη, συχνά με το ίδιο θέμα.
Διαβάστε ένα από τα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, που περιλαμβάνονται στην έκδοση:
22 Δεκεμβρίου 1940
Το μεγάλο «όχι»!
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
να πούνε…
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
«όχι» θα ξανάλεγε.
Είναι στίχοι από ένα παλιό ποίημα του πιο ιδιότυπου και πιο διανοητικού ποιητή μας, του Αλεξανδρινού Κ. Καβάφη. Πολύ καλά συνέλαβε και πολύ τεχνικά διατύπωσε με την επιγραμματική συντομία του ύφους του το εσωτερικό δράμα, που συμβαίνει σε μερικούς ανθρώπους, όταν πρόκειται να πάρουν τη μεγάλη υπεύθυνη απόφαση ζωής ή θανάτου. Αλλ’ αυτό το τραγικό δίλημμα δεν «έρχεται» μονάχα σε «μερικούς» ανθρώπους. Έρχεται σχεδόν σε όλους και πιο συχνά σ’ ολάκερους λαούς.
Έτσι στον ελληνικό λαό εδώ και πολλούς μήνες είχε προβληθεί το μέγα δίλημμα ή να πει «ναι» στους εκβιασμούς της μουσολινικής Ιταλίας και στο τελευταίο της κυνικό τελεσίγραφο και να παραδοθεί χωρίς αντίσταση ή να πει το αντρίκιο «όχι» και να σηκώσει τ’ άρματά του να υπερασπίσει την ελευθερία του.
Το «όχι» αυτό το είπε εν ονόματι του ελληνικού λαού ο κ. Πρόεδρος. Κι όλος ο λαός φώναξε μαζί του χίλιες φορές αυτό το όχι. Και πρόταξε τα στήθη του για να φράξει το δρόμο στον επίβουλο εχθρό. Κι από τη στιγμή εκείνη όλη η Ελλάδα μεταμορφώθηκε. Η μικρή αυτή χώρα, που την περιφρονούσε ο Τσιάνο και τη θεωρούσε ζήτημα ενός περιπάτου και την κορόιδευε ο Γκάιντα εθάμπωσε τον κόσμο με τον ηρωισμό της και με την περιφρόνηση των κινδύνων, που έδειξε ίσαμε σήμερα. Κι εξευτέλισε τη μεγάλη Ιταλία, που εσάρωνε με την υλική της δύναμη όλα τα μικρά κι ανυπεράσπιστα έθνη, που βρεθήκανε στο ιμπεριαλιστικό της ξάπλωμα, γιατί ήταν ανοργάνωτα.
Τα παθήματα των μικρών αυτών λαών γενήκανε μαθήματα στην Ελλάδα. Είδε τι τραβήξανε οι Αβησσυνοί, οι Άραβες της Λιβύης και οι Αρβανίτες. Κι ήξερε τι θα είχε να τραβήξει, αν εδείλιαζε και δεχότανε να παραχωρήσει «μερικά» στρατηγικά σημεία του εδάφους της. Θα πάθαινε ό,τι ο αφελής χωριάτης έπαθε από μιαν γκαμήλα. Η γκαμήλα τον παρακάλεσε να την αφήσει να βάλει το κεφάλι της μονάχα μέσα στο καλύβι, γιατί κρύωνε. Ο χωριάτης βρέθηκε μπόσικος και την άφησε να βάλει το κεφάλι της. Κι η γκαμήλα σιγά σιγά έβαλε και το ένα μπροστινό της πόδι. Ο χωριάτης μαζώχτηκε λιγάκι να της αφήσει τόπο. Ύστερα η γκαμήλα έβαλε και το άλλο της πόδι. Ο χωριάτης μαζώχτηκε περισσότερο. Στο τέλος η γκαμήλα μπήκε ολάκερη μέσα και στρογγυλοκάθισε. Φυσικά ο χωριάτης δε χωρούσε πια και βγήκε έξω! Αυτόν τον μύθο προσπάθησε να εφαρμόσει εις βάρος της μικρής Ελλάδος με το τελεσίγραφό της η μεγάλη Ιταλία. Αλλά δεν έπιασε.
Το ότι ενίκησαν οι Έλληνες δεν οφείλεται στην αριθμητική ή την ποσοτική υπεροχή τους. Οφείλεται στην ηθική υπεροχή τους. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Έλληνες πολεμώντας «υπέρ βωμών και εστιών» ενίκησαν πολυπληθεστέρους εχθρούς. Και δεν είναι η πρώτη φορά που η νίκη των Ελλήνων είναι νίκη όλης της Ανθρωπότητας, είναι νίκη του πολιτισμού. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη βαρβαρότητα από την επιβολή της δύναμης του ισχυροτέρου σε λαούς ελεύθερους και πιο πολιτισμένους. «Ο μικρός κύκλος μέσα εις τον οποίον κινιέται η πολιορκημένη πόλη (το Μεσολόγγι) ξεσκεπάζει εις την ατμόσφαιρά του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας και τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητας», λέγει στους «Στοχασμούς» του ο Σολωμός.
Ύστερα από το ρεζιλίκι της Ιταλίας στα βουνά της Αλβανίας ο περίφημος Γκάιντα, που κορόιδευε την Ελλάδα στην «Εφημερίδα της Ιταλίας», γιατί θυμότανε τη δόξα και τα κατορθώματα των μεγάλων προγόνων της για να παραδειγματίζεται, άρχισε να τρίβει τα μάτια του άμα είδε, πως οι απόγονοι ήσαν αντάξιοι μιας τόσο μοναδικής στον κόσμο ηθικής και πνευματικής κληρονομίας. Και να τι έγραφε λίγους μήνες πρωτύτερα ο Γκάιντα: «Και εάν θέλει να επεκτείνει (η Ελλάς) εις τα 1940 την ένδοξον ανάμνησιν των Θερμοπυλών και των ακοντίων των, οφείλομεν να της υπομνήσωμεν, ότι ο πόλεμος σήμερον διεξάγεται και νικάται μάλλον με άρματα μάχης, με αεροπλάνα και μεγάλα πυροβόλα».
Απ’ όλα αυτά είχε η Ιταλία. Αλλά δεν είχε ηθικόν εξοπλισμό. Είχε άρματα μάχης, αεροπλάνα και μεγάλα πυροβόλα, αλλά δεν είχε δίκιο. Οι Έλληνες δεν χρησιμοποιήσανε τα ακόντια των Θερμοπυλών, όμως χρησιμοποιήσανε ένα άλλο επίσης «αναχρονιστικό και απάνθρωπο όπλο», την ξιφολόγχη, που επανέφερε στον πόλεμο τον παράγοντα της προσωπικής ανδρείας. Και ανδρεία έχουν μονάχα οι ελεύθεροι λαοί, ενώ οι αδικητές λαοί έχουν θράσος μονάχα.
Στο ίδιο άρθρο του ο Γκάιντα συνεχίζει ως εξής τις φοβέρες του: «Εις την πολεμικήν αυτήν την ανωφελή (των ελληνικών εφημερίδων) δεν θα έπρεπε να λείπουν το μέτρον και η ισορροπία, των οποίων η Ελλάς καυχάται ότι από τριών χιλιετηρίδων είναι ο θεματοφύλαξ».
Αποδείχτηκε όμως πως η Ελλάδα είχε αυτές τις δυο αρετές και στα λόγια της και στις πράξεις της. Ήτανε πραγματικά ο «θεματοφύλαξ» αυτών των δυο μεγάλων αρετών. Χάρις στις αρετές αυτές, που δεν τις είχανε οι καυχησιολογίες, οι φοβέρες και οι δολοφονικές επιθέσεις των Ιταλών ηγετών, η Ελλάδα δεν βρέθηκε απροετοίμαστη και είπε με πίστη το μεγάλο «Όχι» –το «μολών λαβέ» των προγόνων. Και δεν μετάνιωσε.
Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση