Οι ανακτηθέντες πίνακες «Γυναικείο κεφάλι» του Πικάσο και ο «Ανεμόμυλος Στάμμερ» του Πιτ Μοντριάν ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ενώπιον του ανακριτή θα βρεθεί εκ νέου το μεσημέρι ο 49χρονος κατηγορούμενος για την κλοπή του Πικάσο και του Μοντριάν από την Εθνική Πινακοθήκη το 2012, μετά την προθεσμία που έλαβε χθες για την απολογία του.
Ο κατηγορούμενος προσέρχεται στον δικαστικό λειτουργό με βασική υπερασπιστική γραμμή τη μετάνοια που δηλώνει για την αποκαλούμενη «κλοπή του Αιώνα», τη συνεργασία του με τις Αρχές για την ανάκτηση των πολύτιμων έργων τέχνης αλλά και τη θέση του ότι ουδέποτε επιχείρησε να πουλήσει τους πίνακες στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με δηλώσεις του συνηγόρου του 49χρονου, Σάκη Κεχαγιόγλου, ο εντολέας του έδρασε με μοναδικό κίνητρο την αγάπη του για την τέχνη.
Κατά τον συνήγορο, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι ο κατηγορούμενος, αυτά τα εννέα χρόνια που είχε τα κλοπιμαία, προσπάθησε να τα πουλήσει. Σύμφωνα με τον κ. Κεχαγιόγλου, η μεταμέλεια του κατηγορούμενου είναι έμπρακτη καθώς υπέδειξε στις Αρχές πού βρίσκονται τα δύο από τα τρία έργα που έκλεψε.
Οι κατηγορίες για την κλοπή του Πικάσο
Υπενθυμίζεται, πως ο 49χρονος ομολόγησε ότι την κλοπή του Πικάσο με τίτλο «Γυναικείο Κεφάλι», τον οποίο ο καλλιτέχνης είχε δωρίσει το 1949 στον ελληνικό λαό, τον πίνακα του Πιτ Μοντριάν «Ο Ανεμόμυλος Στάμερ» και ένα σχέδιο σε χαρτί, των αρχών του 17ου αιώνα, που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).
Το τελευταίο έργο, όπως αναφέρει ο κατηγορούμενος, το χρησιμοποίησε για να σκουπίσει αίματα από τραύμα στο χέρι του τη νύχτα της κλοπής και εν συνεχεία το πέταξε στη λεκάνη της τουαλέτας του, πιστεύοντας πως έχει καταστραφεί.
Ο 49χρονος καλείται να δώσει απολογία στις 12:00 ενώπιον του ανακριτή Αθανάσιου Μαρνέρη για διακεκριμένη περίπτωση κλοπής, κατά συναυτουργία, τετελεσμένη και σε απόπειρα, πραγμάτων καλλιτεχνικής σημασίας που βρίσκονταν σε συλλογή, εκτεθειμένα σε κοινή θέα και σε δημόσιο κτίριο.
Το αδίκημα που του αποδίδεται τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 ετών. Εάν η κλοπή στρέφεται κατά Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών.