Παρεμβάσεις ουσίας που θα αλλάξουν ριζικά την εικόνα της περιοχής τους και την καθημερινότητά τους ζητούν κατά πλειοψηφία (55%) οι κάτοικοι της Αττικής, με το αίτημα να “ακούγεται” εντονότερα από τις γειτονιές της κεντρικής Αθήνας (66%) και του Πειραιά (70%). Στον αντίποδα, παρεμβάσεις περιορισμένης εμβέλειας ζητά το 41% ενώ μόλις ένα 4% δηλώνει ικανοποιημένο με τη σημερινή εικόνα της περιοχής του.
Το παραπάνω αίτημα δραστικών παρεμβάσεων πηγάζει από τα χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης για την κατάσταση της περιοχής που ζουν και κινούνται οι πολίτες της Αττικής, όπου μόνο το 33% δηλώνει πολύ ή αρκετά ικανοποιημένο, με τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης να καταγράφονται – και πάλι – ανάμεσα στους κατοίκους του Δήμου Αθηναίων με 24% και της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά με μόλις 18%.
Ωστόσο, όταν οι ερωτώμενοι καλούνται να υποδείξουν την περιοχή της Αττικής με τη μεγαλύτερη ανάγκη παρεμβάσεων, ένα εμφατικό 64% (και με 50 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά από τη δεύτερη επιλογή) επιλέγει το υποβαθμισμένο ιστορικό κέντρο των Αθηνών που περιλαμβάνει την Πλ. Ομονοίας, τη Λεωφόρο Πατησίων, τα Εξάρχεια και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Με μοναδική εξαίρεση τους κατοίκους του Πειραιά, οι οποίοι εντοπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα στην περιοχή τους κατά 51%, οι υπόλοιποι κάτοικοι της Αττικής δίνουν πρώτη προτεραιότητα στο υποβαθμισμένο ιστορικό κέντρο, με το ποσοστό ανάμεσα στους δημότες των Αθηνών να αγγίζει το 80%.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως με ορισμένες αποκλίσεις, αλλά χωρίς να επηρεάζεται η σειρά προτεραιότητας, η ίδια τάση ανάδειξης του υποβαθμισμένου ιστορικού κέντρου ως την περιοχή που χρήζει άμεσης παρέμβασης είναι εμφανής στους ψηφοφόρους όλων των πολιτικών κομμάτων και όλων των πολιτικο-ιδεολογικών αποχρώσεων (βλ. ανάλυση με την ψήφο στις εθνικές εκλογές του 2019 και την τοποθέτηση στην κλίμακα “αριστερά-δεξιά”).
Σε αυτό το κλίμα, δεν αποτελεί έκπληξη η σημασία που αποδίδουν οι πολίτες στα εμβληματικά έργα που συμπεριλαμβάνονται στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης και αφορούν περιοχές-τοπόσημα της πρωτεύουσας. Με υψηλά ποσοστά αποδοχής που κυμαίνονται μεταξύ του 71% και του 80%, οι κάτοικοι της Αττικής αξιολογούν ως πολύ ή αρκετά σημαντικά, με τη σειρά: την προοπτική αναβάθμισης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και της ευρύτερης περιοχής (80%), την κατεδάφιση των φυλακών Κορυδαλλού και τη δημιουργία πάρκου και πολυχώρου πολιτισμού (79%), τη μετατροπή του Βασιλικού Κτήματος στο Τατόι σε μουσείο και αγροδιατροφική μονάδα (78%), τη δημιουργία διεθνούς κέντρου καινοτομίας στο Κερατσίνι και τη Δραπετσώνα (76%) και, τέλος, την επιτάχυνση της επένδυσης στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού (71%).
Στο ερώτημα που καλεί τον ερωτώμενο να επιλέξει ποιο έργο από αυτά είναι το πιο σημαντικό, την “πρωτοκαθεδρία” διεκδικούν η αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με 34% και η επιτάχυνση της επένδυσης στο Ελληνικό με 33%, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται η κατεδάφιση των φυλακών Κορυδαλλού με 12%. Στην ίδια ερώτηση, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση των απαντήσεων με βάση τα δημογραφικά στοιχεία, καθώς, η πλειονότητα των γυναικών φαίνεται να αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στην αναβάθμιση του Μουσείου (40% έναντι 30% για το Ελληνικό), ενώ, αντίθετα, οι περισσότεροι άνδρες αναδεικνύουν τη σημασία της επένδυσης στο Ελληνικό (37% έναντι 27% για το Μουσείο). Στο ιδεολογικό φάσμα, η αναβάθμιση του Μουσείου προκρίνεται από την πλειονότητα όσων τοποθετούνται στην Αριστερά, την Κεντροαριστερά και το Κέντρο, ενώ η επιτάχυνση του “Ελληνικού” υπερέχει σε όσους τοποθετούνται στην Κεντροδεξιά και τη Δεξιά. Κατ’ αντιστοιχία, την αναβάθμιση του Μουσείου υποστηρίζουν εντονότερα οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΙΝΑΛ και των μικρότερων κομμάτων, ενώ η επιτάχυνση των διαδικασιών στο Ελληνικό καταλαμβάνει την πρώτη θέση – με απόλυτη πλειοψηφία – ανάμεσα στους ψηφοφόρους του κυβερνητικού κόμματος της ΝΔ.
Ωστόσο, η αναβάθμιση του Μουσείου φαίνεται να υπερισχύει της επένδυσης στο Ελληνικό “στα σημεία”, καθώς, τοποθετείται στην πρώτη θέση – με αισθητή διαφορά – όταν ο ερωτώμενος ιεραρχεί τα έργα αυτά με βάση τον μελλοντικό αντίκτυπο που θα έχουν: α) στον τουρισμό, όπου το “Μουσείο” προηγείται με 56% έναντι 28% του “Ελληνικού, β) την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, με “σκορ” 66% – 1% και γ) τη βελτίωση της εικόνας της πόλης, όπου το “Μουσείο” υπερισχύει με 65% έναντι 15% του “Ελληνικού”. Πάντως, οι πολίτες αναγνωρίζουν στο έργο του Ελληνικού τη (δ) δυνητική συμβολή του στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τοποθετώντας το στην πρώτη θέση με 70%.
Γενικότερα, τo θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί γύρω από τα έργα που εξετάζει η έρευνα ανεβάζει τις προσδοκίες όσον αφορά στις πιθανότητες υλοποίησης τους: οι περισσότεροι – περίπου 7 στους 10 – εμφανίζονται λίγο έως πολύ αισιόδοξοι για την ολοκλήρωσή των έργων, με τα ποσοστά αισιοδοξίας για την επένδυση στο Ελληνικό να καταγράφονται ιδιαιτέρως αυξημένα.
Η περίπτωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου
Εστιάζοντας στα θέματα που αφορούν τη σχεδιαζόμενη αναβάθμιση του “Μουσείου”, διάχυτη είναι η πεποίθηση για το 83% των ερωτηθέντων ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο πρέπει να είναι το σημείο αναφοράς για τη χώρα και αυτή τη στιγμή εμφανίζει μια εικόνα που δεν συνάδει με τη φήμη του, μια φράση που ανήκει στον Κυριακό Μητσοτάκη από τη θητεία του στην αντιπολίτευση. Πιο ειδικά, η μεγάλη πλειοψηφία (65%) – με εξαίρεση τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ – συμφωνεί ακόμη και με την προοπτική συνένωσης του Μουσείου με τις συνορεύουσες κτηριακές υποδομές του Ε.Μ.Π.
Παράλληλα, 85% των πολιτών δηλώνουν ότι η Αθήνα θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών πόλεων που έχουν πεζοδρομήσει ένα μέρος του ιστορικού τους κέντρου και, σε άμεση αντιστοίχιση, 8 στους 10 δηλώνουν ότι θα συμφωνούσαν με την πεζοδρόμηση των οδών Πανεπιστημίου και Πατησίων, ενώνοντας το Σύνταγμα, την Ομόνοια, το Μουσείο και το Πεδίον του Άρεως.