ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Ανάσα» για το βιοτικό επίπεδο περισσότερων από 800.000 εργαζόμενων και άνεργων δικαιούχων επιδομάτων χαρακτηρίζει ο καθηγητής εργασιακών σχέσεων και κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστήμιο, Ιωάννης Κουζής, σε άρθρο του στο mononews.gr, την αύξηση του κατώτατου μισθού
«Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ από 586 ευρώ, με ταυτόχρονη κατάργηση του υποκατώτατου μισθού των 511 ευρώ για όσους είναι κάτω των 25 ετών, δίνει τη δυνατότητα σε μια σημαντική μερίδα μισθωτών να αυξήσουν το εισόδημα τους και κατ’ επέκταση το βιοτικό τους επίπεδο.
Το βιοτικό τους επίπεδο είχε υποστεί σημαντική και βίαιη καθίζηση τα μνημονιακά χρόνια, καθώς η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που επί επτά συνεχή χρόνια έχει τον ίδιο κατώτατο μισθό και μάλιστα συμπιεσμένο σε σχέση με αυτό που ίσχυε στις αρχές του 2012. Σημειώνεται ότι ο κατώτατος μισθός των 751 ευρώ το 2012, μειώθηκε κατά 22% και κατά 32% για όσους είναι κάτω των 25 ετών.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% απέχει σημαντικά από την αποκατάσταση των απωλειών που έχει υποστεί η μισθωτή εργασία, όταν μάλιστα σήμερα εκτιμάται ότι οι περίπου μισοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα αμείβονται με τα κατώτατα μισθολογικά όρια που ίσχυαν το 2012. Δηλαδή οι μισοί εργαζόμενοι, περίπου το 49%, λαμβάνει μέχρι 750 ευρώ το μήνα. Το ποσοστό αυτό έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια.
Βεβαίως να επισημανθεί ότι ο κατώτατος μισθός με βάση τον Νόμο Βρούτση θα έπρεπε να είχε επανεξετασθεί τον Απρίλιο του 2017, κάτι το οποίο δεν έγινε. Πόσο μάλλον που στο παρελθόν υπήρξε απόπειρα επαναφοράς του το 2016 στα 751 ευρώ με νομοσχέδιο που, αν και είχε περάσει από τη διαδικασία γνωμοδότησης της ΟΚΕ, δεν κατατέθηκε στη Βουλή.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, που μπορεί να δώσει το έναυσμα για αυξήσεις και στα υπόλοιπα μισθολογικά επίπεδα, θα έχει θετικό αποτέλεσμα για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων εάν πρώτον διασφαλιστεί η εφαρμογή του στην πράξη μέσα από ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους και δεν θα εξουδετερώνεται από τις αυξήσεις των τιμών και κυρίως από τη μείωση του αφορολόγητου εάν αυτή εφαρμοστεί, όπως προβλέπεται, το 2020.