Είναι ξεκάθαρο ότι το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αλλάζει τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υιοθετεί μια εκ διαμέτρου αντίθετη αντίληψη από την προηγούμενη μείζονα αλλαγή του ποινικού δικαίου το 2019, με έμφαση στη γενικότερη αυστηροποίηση των ποινών και της ποινικής μεταχείρισης των καταδικασθέντων. Η κατεύθυνση αυτή, η οποία αποτυπώνεται και στις αντιδράσεις του νομικού -και όχι μόνο- κόσμου, γίνεται σαφής και στη νέα διάταξη για την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων σε συγκεκριμένα αδικήματα.

Πρόκειται για μία, όπως την χαρακτηρίζουν μέλη της ακαδημαϊκής νομικής κοινότητας, δογματική ανατροπή στο ποινικό δίκαιο, η οποία, αν και έχει ως στόχο να καταπολεμήσει τη διαφθορά στις επιχειρήσεις, ταράζει τα νερά και έχει προκαλέσει τη δυσφορία όχι μόνο των αμιγώς θεωρητικών νομικών αλλά και φορέων της αγοράς που ανησυχούν για τις προεκτάσεις των επίμαχων διατάξεων.

1

Το νομοσχέδιο, το οποίο αναμένεται να ψηφιστεί σύντομα, έχει ήδη επικριθεί από διάφορους φορείς, όπως η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, η οποία έκανε λόγο για νομοτεχνική προχειρότητα. Και αν το δούμε με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια από την οπτική της συνέχειας και της δομής του ποινικού δικαίου, η αιτίαση αυτή θα μπορούσε να αφορά και ειδικότερα το εν λόγω τελευταίο μέρος του νομοσχεδίου περί ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων.

Από την άλλη, μια πιο συστηματική σκοπιά το εντάσσει στη γενικότερη αντίληψη στο ευρωπαϊκό δίκαιο για την επίταση της ευθύνης σε ορισμένα αδικήματα με μεγάλη απαξία στην αγορά, όπως η δωροδοκία, που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και νοθεύουν την υγιή επιχειρηματικότητα. Πού είναι, όμως, το όριο ανάμεσα στις στοχευμένες κυρώσεις και στη γενίκευση που εγείρει αρκετά ερωτήματα ως προς τη λειτουργία και το εύρος του ποινικού δικαίου;

Υψηλά πρόστιμα και εξοντωτικές κυρώσεις

Η ποινική ευθύνη του νομικού προσώπου υφίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 133 του νομοσχεδίου, όταν τελέστηκαν προς όφελος ή για λογαριασμό του αδικήματα δωροδοκίας σε πολιτικούς αξιωματούχους, υπαλλήλους και δικαστικούς λειτουργούς από φυσικό πρόσωπο, το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του και κατέχει διευθυντική θέση ή έχει εξουσία εκπροσώπησης ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων. Ωστόσο, η ποινική ευθύνη δεν καταλογίζεται μόνο σε αυτή την περίπτωση της προφανούς σύνδεσης του φυσικού προσώπου με το νομικό πρόσωπο, αλλά εκτείνεται και στην περίπτωση κατά την οποία το αδίκημα τελέστηκε από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος ή εντολοδόχο του νομικού προσώπου λόγω έλλειψης εποπτείας από τα ανωτέρω πρόσωπα (διευθυντές, έχοντες εξουσία εκπροσώπησης κλπ).

Οι ποινές που προβλέπονται είναι δύο ειδών. Από τη μία, χρηματική ποινή που ξεκινάει από τα 50.000 ευρώ και μπορεί να φτάσει τα 10 εκατομμύρια ή ακόμα και περισσότερο, αν τα ετήσια καθαρά κέρδη υπερβαίνουν το ποσό αυτό. Από την άλλη, η οριστική ή προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και ο αποκλεισμός από δημόσιες παροχές και αναθέσεις έργων.

Έχουν, λοιπόν, σαφώς αποτρεπτικό χαρακτήρα οι ποινές αυτές, καθώς μάλιστα είναι ανεξάρτητες από ενδεχόμενη ποινική ή πειθαρχική ευθύνη των εμπλεκομένων φυσικών προσώπων. Με λίγα λόγια, οι ποινές αυτές μπορούν να επιβληθούν, ακόμα και αν υπάρχει δυσκολία εντοπισμού ή καταλογισμού της ευθύνης στο φυσικό πρόσωπο. Προκύπτει, δηλαδή, αντικειμενική συλλογική ευθύνη και σε αυτό το σημείο είναι που επικεντρώνονται οι περισσότεροι προβληματισμοί.

Η διεθνής τάση για αυστηρότερες ποινές στα οικονομικά εγκλήματα

Δεν είναι, πάντως, κεραυνός εν αιθρία η συγκεκριμένη αυτή εξέλιξη στο ποινικό δίκαιο, δεδομένου ότι τις τελευταίες δεκαετίες η τεράστια οικονομική σημασία των επιχειρήσεων έχει καταστήσει σαφές ότι με τη δράση τους μπορούν να προσβάλλουν σημαντικά έννομα αγαθά. Και μάλιστα, λόγω της δαιδαλώδους δομής τους η προσβολή αυτή γίνεται χωρίς να είναι πάντα διακριτό ποιο φυσικό πρόσωπο είναι υπαίτιο για την αξιόποινη πράξη.

Βρίσκεται, λοιπόν, εδώ και χρόνια στο επίκεντρο των συζητήσεων η προβληματική αυτή, κατά κύριο λόγο στις χώρες της Ευρώπης του ηπειρωτικού δικαίου. Διότι οι χώρες του αγγλοσαξωνικού δικαίου έχουν λύσει τυχόν δογματικά εμπόδια, αφού αναγνωρίζουν έννοιες, όπως η αντικειμενική και αντιπροσωπευτική ευθύνη. Έτσι, δεν κωλύονται πουθενά για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης του νομικού προσώπου, αφού η αντικειμενική ευθύνη σημαίνει απλούστατα ότι δεν απαιτείται υπαιτιότητα (αμέλεια ή δόλος) από τον πράττοντα. Χωρίς αυτή την απαίτηση, ο δρόμος ανοίγει, αφού αλλιώς θα ήταν αδύνατον να καταλογιστεί αμέλεια ή δόλος, ψυχικές δηλαδή καταστάσεις, σε ένα νομικό πρόσωπο. Επιπλέον, αναγνωρίζοντας την αντιπροσωπευτική ευθύνη, έχουν μεταφέρει στο πεδίο του ποινικού δικαίου έννοιες του αστικού, όπως η ευθύνη από την πρόστηση.

Ωστόσο, στις χώρες του ηπειρωτικού δικαίου τα πράγματα δεν ήταν ποτέ τόσο απλά, καθώς η αρχή της ενοχής, η ψυχική στάση του δράστη απέναντι στην πράξη του, ενέχει κεντρικό ρόλο στο σύστημα του ποινικού δικαίου. Όμως, πλέον οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Δανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, αλλά μέχρι και η Γερμανία, όπου οι δογματικές αντιθέσεις ήταν έντονες, διαθέτουν νομοθετικό πλαίσιο για την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων.

Αυτή η προσχώρηση ολοένα περισσότερων έννομων τάξεων σε μια τέτοια λογική ήταν απολύτως αναμενόμενη λόγω της τάσης τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο για αυστηροποίηση της αντεγκληματικής πολιτικής και της καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς. Από τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς μέχρι τη Σύμβαση του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και τα πλείστα νομοθετήματα της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη βελτίωση της διαφάνειας στην εταιρική λειτουργία, η αναγκαιότητα θέσπισης μέτρων που θα καθιερώνουν την ευθύνη των νομικών προσώπων για συμμετοχή σε πράξεις διαφθοράς είναι αδιαμφισβήτητα κοινός τόπος στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Βέβαια, είτε μιλάμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε για διεθνείς οργανισμούς, δεν υπάρχει καμία υποχρέωση για νομοθέτηση ποινικής ευθύνης στα νομικά πρόσωπα. Εναπόκειται στα κράτη το πώς ακριβώς θα επιτύχουν την αυστηροποίηση του πλαισίου και αυτό μπορεί να γίνει και με διαφορετικού τύπου κυρώσεις.

Από τις διοικητικές κυρώσεις στην ποινική ευθύνη

Μέχρι τώρα, η Ελλάδα ανήκε ακόμα στις χώρες που δεν αναγνώριζαν ποινική ευθύνη στα νομικά πρόσωπα με επίκεντρο το απαραβίαστο της αρχής της ενοχής. Ήταν, δηλαδή, δεδομένο ότι θα πρέπει να πληρούται όχι μόνο η αντικειμενική, αλλά και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και ο δράστης να διαθέτει συγκεκριμένη ψυχική στάση απέναντι στην πράξη του με αμέλεια ή δόλο. Κάτι τέτοιο απέκλειε την αντικειμενική, συλλογική ευθύνη που προϋποθέτει η θεσμοθέτηση της ποινικής ευθύνης νομικού προσώπου.

Αυτό, φυσικά, δεν σήμαινε ότι το νομικό πρόσωπο δεν ερχόταν αντιμέτωπο με κυρώσεις. Επρόκειτο, όμως, για κυρώσεις διοικητικού χαρακτήρα, οι οποίες περιελάμβαναν τόσο χρηματικά πρόστιμα όσο και ανάκληση της άδειας λειτουργίας, απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αποκλεισμό από δημόσιες παροχές και αναθέσεις έργων. Αν ανατρέξει κανείς στο άρθρο 10 του ν. 4816/2021 περί ευθύνης νομικών προσώπων και οντοτήτων, θα διαπιστώσει ότι οι εκεί αναφερόμενες διοικητικές κυρώσεις δεν διαφέρουν ούτε ως προς τις προϋποθέσεις τους ούτε ως προς την κατηγοριοποίηση και το ύψος τους από τις ποινές που περιγράφονται στο νέο, προς ψήφιση νομοσχέδιο. Τότε, προς τι όλες οι αντιδράσεις;

Πρακτικά, το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο. Τα νομικά πρόσωπα θα τιμωρούνται με χρηματικά πρόστιμα ή παύση λειτουργίας και αποκλεισμό από τους δημόσιους πόρους για εγκλήματα δωροδοκίας, όπως και παλαιότερα. Όμως, το θεωρητικό υπόβαθρο πίσω από αυτό αλλάζει ουσιωδώς.

Η θεσμοθέτηση της αντικειμενικής συλλογικής ευθύνης είναι ένα άλμα στο ποινικό δίκαιο που σίγουρα δεν περνάει απαρατήρητο. Σε συμβολικό επίπεδο, θα έχουμε πλέον τον στιγματιστικό χαρακτήρα της ποινής σε ολόκληρη την επιχείρηση και όχι μόνο σε συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, κάτι που σημαίνει ότι θα τιμωρούνται εμμέσως μέλη της συλλογικής οντότητας που δεν υπέχουν καμία ευθύνη. Παράλληλα, με τη νομοθέτηση αυτής της νέας έννοιας στο ελληνικό δίκαιο, ανοίγει ο δρόμος για μια ευρύτερη αντιμετώπιση της συλλογικής ποινικής ευθύνης, με την κατάφασή της ενδεχομένως, για παράδειγμα, και σε άλλες οντότητες, όπως τα πολιτικά κόμματα.

Από την άλλη, δεν μπορεί να μην συνυπολογιστεί η γενική προληπτική λειτουργία των ποινών που αναμένεται ότι θα αποτρέψουν σε μεγάλο βαθμό τα προαναφερόμενα αδικήματα. Επιπλέον, η θεσμοθέτηση ποινικής ευθύνης στο νομικό πρόσωπο έχει και ένα βασικό πλεονέκτημα για το ίδιο. Ότι του παρέχει όλα τα υπερασπιστικά δικαιώματα που απολαμβάνει ο κατηγορούμενος κατά την έκβαση της δίκης αλλά και στο προκαταρκτικό στάδιο.

Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια αλλαγή που δεν στερείται προτερημάτων, έχει όμως και σημεία που χρειάζονται προσοχής. Η στάθμιση κόστους-οφέλους και η στενή συνεργασία με επιστημονικούς φορείς θα ήταν εν προκειμένω προτιμότερη, ώστε να ληφθούν υπόψη δογματικές αλλά και πρακτικές αντιθέσεις και να καμφθούν οι αντιστάσεις.

Διαβάστε επίσης:

Globo: Παύση της δίωξης για τους Παπαδημητρακόπουλο και Γρυπάρη
Αδωνις Γεωργιάδης: Διορθωτική παρέμβαση – Μέχρι 3 ευρώ η αύξηση συμμετοχής των ασφαλισμένων στα γενόσημα
Τζορτζ Κούκης: Ο επιχειρηματίας πίσω από το success story της Temenos και το νέο πλήγμα στη μετοχή