ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν νομιμοποιείται η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) να ζητά από τηλεφωνικούς παρόχους ενημέρωση για την παρακολούθηση πολιτών για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς η αρμοδιότητα αυτή ανήκει πλέον σε Τριμελές Όργανο, που συγκροτείται από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ.
Αυτή είναι η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία επιχειρείται να λήξει το θέμα που είχε προκύψει με την άρνηση παροχής στοιχείων από τον ΟΤΕ στην Ανεξάρτητη Αρχή μετά από αίτημα του ανεξάρτητου ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τάσου Τέλογλου.
Στη γνωμοδότηση των 19 σελίδων ο κ. Ντογιάκος αναφέρει ότι όποιος παραβιάζει τα προσωπικά δεδομένα, ακόμα κι αν αυτά είναι μέλη της ΑΔΑΕ κινδυνεύουν, με ποινικές κυρώσεις και βαριές ποινές.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μελέτησε το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και κατέληξε στη γνωμοδότηση του μετά από αίτημα του Ομίλου ΟΤΕ.
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον αρμοδιότητα να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών για ενημέρωση για τυχόν παρακολούθηση τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς η αρμοδιότητα αυτή έχει περάσει στο Τριμελές Όργανο.
«Η ενημέρωση του πολίτη για τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου άρσεως του απορρήτου σε βάρος του για λόγους εθνικής ασφάλειας έχει ανατεθεί πλέον αποκλειστικά στο Τριμελές Όργανο του άρθρου 4 παρά & του νόμου 5002 του 2022, στο οποίο προεδρεύει Εισαγγελικός λειτουργός», αναφέρει ο κ. Ντογιάκος και συνεχίζει:
«Ουδές άλλος φορέας νομιμοποιείται προς τούτο ούτε και προβλέπεται από το Νόμο, άλλος τρόπος ή διαδικασία ενημέρωσης. Η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για έλεγχο στους παρόχους ώστε να απαντήσει σε θιγόμενο ιδιώτη. Κυριαρχικός είναι ο ρόλος του Τριμελούς Οργάνου, στο οποίο προεδρεύει Εισαγγελικός Λειτουργός και ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ είναι μέλος».
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση Ντογιάκου, η ΑΔΑΕ δεν χρειάζεται να απευθύνεται σε τηλεφωνικούς παρόχους καθώς, όπως αναφέρεται, έχει στη διάθεση της όλες τις διατάξεις για άρση απορρήτου είτε πρόκειται για παρακολουθήσεις της ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας είτε για παρακολουθήσεις που διατάσσονται για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων.
«Ολόκληρο το κείμενο των Διατάξεων και των βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν σχετικό αίτημα -αναφέρεται στη γνωμοδότηση- παραδιδόταν αμελλητί στην ΑΔΑΕ και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος νόμου 2225 του 1994. Το κείμενο των εν λόγω Διατάξεων και Βουλευμάτων προβλέπεται και με τη θέση σε ισχύ του νόμου 5002 του 2022 να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην ΑΔΑΕ, σε μη επεξεργάσιμη μορφή με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι Διατάξεις και τα Βουλεύματα που αποστέλλονται στην ΑΔΑΕ αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως προβλέπει ο νόμος».
Σύμφωνα με τον κ. Ντογιάκο μόνο ο θιγόμενος πολίτης μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί αν το τηλέφωνο του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται με σχετική απόφαση του Τριμελούς Οργάνου (δύο εισαγγελείς και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ) μετά την παρέλευση τριετίας, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση, πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον έγινε.
Με το σκέλος αυτό της γνωμοδότησης δεν επιτρέπεται κατά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου άλλοι πλην του θιγόμενου να ζητήσουν στοιχεία, όπως για παράδειγμα, αρχηγός πολιτικού κόμματος ή άλλος πολιτικός παράγοντας.
Ο κ. Ντογιάκος στο τέλος της γνωμοδότησης του τονίζει ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων για παρακολουθήσεις πολιτών ούτε αν αυτές έγιναν πριν από την ψήφιση του πρόσφατου νόμου, καθώς αυτός έχει αναδρομική ισχύ.
Παράλληλα ο κ. Ντογιάκος αναφέρεται σε σειρά ποινικών διατάξεων ειδικών νόμων αλλά και του Ποινικού Κώδικα που επισύρουν ακόμα και ποινές κάθειρξης για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος:
«Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος της άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στο Νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης».
«Είναι πρόδηλο -αναφέρεται σε άλλο σημείο της γνωμοδότησης – ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ «λευκή επιταγή». Ειδικότερα, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει το σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της, όμως προβλέπονται από το Νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (ΑΔΑΕ) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μολονότι δε ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη, ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».
Διαβάστε επίσης: