Ο Ριχάρδος και οι συγκατηγορούμενοι του μπορεί να μην είχαν νόμιμα παραστατικά για το χρυσό, τους πολύτιμους λίθους, τα πολυτελή ρολόγια και τα πανάκριβα κοσμήματα που βρέθηκαν στην κατοχή τους, αυτό όμως δεν συνιστά λαθρεμπόριο χρυσού.

Αυτή είναι η κατηγορηματική θέση της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων της ΑΑΔΕ για την υπόθεση του γνωστού ιδιοκτήτη ενεχυροδανειστηρίων Ριχάρδου Μυλωνά και των 62 συγκατηγορουμένων του και εκφράστηκε μέσα σε ένα 3σελιδο κείμενο που ήταν η απάντηση στην εντολή της ανακρίτριας για τη διενέργεια πλήρους φορολογικού και εκτιμητικού ελέγχου στα κατασχεθέντα.

Έτσι, σχεδόν δύο χρόνια μετά τις συλλήψεις που διαφημίστηκαν ως εξάρθρωση ενός μεγάλου κυκλώματος λαθρεμπορίας χρυσού προς την Τουρκία, ολοκληρώθηκε και η συμπληρωματική ανάκριση, που είχε διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο, χωρίς καν να κληθούν σε συμπληρωματική απολογία οι κατηγορούμενοι. Η δικογραφία έχει ήδη χρεωθεί σε εισαγγελέα για τη νέα πρόταση του προς το δικαστικό συμβούλιο για την παραπομπή σε δίκη ή την απαλλαγή των κατηγορουμένων.

«Σε συνέχεια της συμπληρωματικής ανάκρισης, που διέταξε το Δικαστικό Συμβούλιο Αθηνών, η ΑΑΔΕ επανέλαβε, προς την κα Ανακρίτρια, αυτό ακριβώς που είχε από την αρχή επισημάνει: ότι η κατοχή χρυσού, εντός της Ελληνικής επικράτειας, όπως και η εξαγωγή αυτού, καθ΄οιονδήποτε τρόπο , δεν συνιστά “λαθρεμπορία”, αναφέρει σε δήλωσή του ο δικηγόρος του Ριχάρδου Μυλωνά, Πέτρος Πανταζής. «Κατά συνέπεια, το Δημόσιο δεν είναι δυνατόν να απωλέσει δασμούς, τέλη και λοιπές τελωνειακές επιβαρύνσεις, όπως εσφαλμένα κατηγορήθηκε ο εντολέας μου. Με βάση και τα νεώτερα έγγραφα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, θεωρούμε ότι είναι , νομικά, μονόδρομος η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου».

Η πρώτη εισαγγελική πρόταση

Πριν από ένα χρόνο, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ιωάννης Πιέρρος είχε εισηγηθεί προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών την πλήρη απαλλαγή του Ριχάρδου Μυλωνά και όλων των κατηγορουμένων από το βασικό αδίκημα της λαθρεμπορίας χρυσού και κατ’ επέκταση, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της εγκληματικής οργάνωσης.

Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, δεν οφείλονταν δασμοί και φόροι για εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία, κάτι που και τότε, επιβεβαίωνε με έγγραφο της και η ΑΑΔΕ.

Η εντολή για περαιτέρω ανάκριση

Όμως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είχε αντίθετη άποψη από τον εισαγγελέα. Εκτίμησε ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί λαθρεμπόριο χρυσού και πολύτιμων λίθων και με βούλευμα του, δυο μήνες αργότερα (Δεκέμβριος 2019), έδωσε εντολή για τη διενέργεια συμπληρωματικής ανάκρισης προκειμένου να ελεγχθεί από τις αρμόδιες αρχές η αξία των κατασχεθέντων και να εκτιμηθούν οι απωλεσθέντες φόροι για το Δημόσιο.

Κατά τους δικαστές, δεν εντοπίστηκαν παραστατικά για το χρυσό και τα πολύτιμα αντικείμενα, δεν τηρήθηκαν οι τυπικές νόμιμες προϋποθέσεις λειτουργίας των ενεχυροδανειστηρίων, όπως η καταγραφή των πολύτιμων αντικειμένων σε βιβλίο και συνεπώς, τα κατασχεθέντα μπορούν να θεωρηθούν λαθρεμπορεύματα.

Ετσι, ζητήθηκε από την ανακρίτρια να υπολογιστεί ξεχωριστά για τον κάθε κατηγορούμενο η αξία των κατασχεθέντων, με τον αντίστοιχο φόρο κι εν συνεχεία να συντάξει νέα κατηγορητήρια, με τα ακριβή ποσά της λαθρεμπορίας και να καλέσει σε συμπληρωματική απολογία τους κατηγορουμένους.

Για λάθος ερμηνεία των νόμων έκαναν λόγο οι υπερασπιστές των εμπλεκομένων.

Ο συνήγορος υπεράσπισης βασικών κατηγορουμένων στην υπόθεση Μιχάλης Δημητρακόπουλος αναφέρει σε δήλωσή του:

«Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που διαπίστωσε λαθρεμπορία είναι προδήλως εσφαλμένο γιατί στηρίχθηκε σε μία απόφαση του Αρείου Πάγου, την 531/1992, που δεν έχει πλέον εφαρμογή διότι από το 2001 και μετά ισχύει ο ελληνικός τελωνειακός κώδικας και ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας που κατήργησαν τις διατάξεις που εφάρμοσε η απόφαση του Αρείου Πάγου».

Η νέα ανάκριση και η απάντηση της ΑΑΔΕ

Τον περασμένο Φεβρουάριο, η ανακρίτρια κατά της Διαφθοράς Σταυρούλα Μπελδέκα απέστειλε παραγγελία στη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και ΕΦΚ Δ/νση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβιάσεων «προκειμένου να διενεργηθεί πλήρης φορολογικός έλεγχος, με τη συνέργεια όπου απαιτείται του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σύνολο των κατασχεθέντων πολύτιμων αντικειμένων» κι εν συνεχεία, να εκτιμηθούν επακριβώς οι φόροι που χάθηκαν για το ελληνικό Δημόσιο, όπως ο ΦΠΑ και ο ειδικός φόρος πολυτελείας.

Στην απάντηση της η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων της ΑΑΔΕ επανέλαβε ό,τι και προ διετίας. Ότι δηλαδή δεν υφίσταται το αδίκημα της λαθρεμπορίας και πως το μοναδικό αδίκημα που μπορεί να διερευνηθεί είναι οι φορολογικές παραβάσεις. Για αυτές ωστόσο δήλωσε αναρμόδια για έλεγχο.

Στην απάντηση της στην ανακρίτρια η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων αναφέρει:

«Η διακίνηση εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς φορολογικά παραστατικά, δεν στοιχειοθετεί λαθρεμπορία όπως αυτή ορίζεται από τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα αλλά φορολογική παράβαση.

Για τον εντοπισμό πολύτιμων αντικειμένων, καταρχήν δεν οφείλονται δασμοί λόγω του τεκμηρίου του τελωνειακού χαρακτήρα τους ως ενωσιακών εμπορευμάτων. Συνεπώς ο κάτοχος των εν λόγω πολύτιμων αντικειμένων στη χώρα μας δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει νόμιμα τον χρυσό στην Ελλάδα καθόσον τεκμαίρεται ότι πρόκειται για ενωσιακό εμπόρευμα.

Δασμοί οφείλονται κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων τρίτων χωρών.

Εάν ο κάτοχος του χρυσού επιχειρήσει να εξαγάγει χρυσό από τη χώρα μας προς τρίτη χώρα χωρίς την τήρηση των τελωνειακών διατυπώσεων, στοιχειοθετείται η απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία δεν συνεπάγεται ποινική ευθύνη, βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας αλλά συνιστά μόνο διοικητική παράβαση. Αντίθετα, πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τέλεσης φορολογικών παραβάσεων και ενδεχομένως συρρέουσες ποινικής ευθύνης βάσει της φορολογικής νομοθεσίας.

Η παράδοση αγαθών που εξάγονται εκτός της Κοινότητας απαλλάσσονται από το φόρο προστιθέμενης αξίας.

Δεδομένου λοιπόν ότι οι συγκεκριμένες κατασχέσεις δεν έχουν ως νομιμοποιητική βάση το αδίκημα της λαθρεμπορίας αλλά φορολογικές παραβάσεις θεωρούμε ότι δεν συντρέχει αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών προς αποτίμηση οφειλομένων αλλά αποτελούν αντικείμενο αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ.»

Πριν από λίγες ημέρες οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν να υπογράψουν το πέρας της συμπληρωματικής ανάκρισης και η δικογραφία πλέον έχει χρεωθεί σε εισαγγελέα για τη νέα πρόταση του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.

Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση