ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Παραμονές της επετείου των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Δημήτρης Παπαχρήστος, μας περίμενε στο ιστορικό καφενείο των Εξαρχείων στη «Μουριά» για να διηγηθεί όσα έζησε εκείνη την περίοδο. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια μας μιλά για το χθες, εξηγώντας μας ότι «το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το 1973» και ότι ανήκει στον καθένα που συνεχίζει να αγωνίζεται.
Από τα χρόνια που υπήρξε εκφωνητής του ραδιοφωνικού σταθμού των φοιτητών μέχρι και σήμερα, ο Δημήτρης Παπαχρήστος δεν έχει καταλάβει πότε πέρασε μισός αιώνας.
Γιατί, για τον Δημήτρη Παπαχρήστο, «η μνήμη μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να γίνει όπλο αντίστασης στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας».
Από τον Άγιο Γεώργιο της Βόρειας Εύβοιας στα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στο σήμερα, ο Δημήτρης Παπαχρήστος μιλά στο mononews.gr για τη ζωή του και τις ιστορίες που γράφει με «το αίμα της ψυχής και το μελάνι της μνήμης».
-Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τι σημαίνει για εσάς η μνήμη εκείνης της περιόδου;
Δ.Π.: Δεν έχω καταλάβει πως έχουν περάσει πενήντα χρόνια, μισός αιώνας και δεν ξέρω γιατί. Δεν είναι το Πολυτεχνείο και η εξέγερση που μας κρατάνε ζωντανούς, αλλά το ότι ο αγώνας συνεχίζεται καθ’ ό,τι δεν δικαιώθηκε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Δυστυχώς, τα αιτήματα και τα συνθήματα που είχαμε τότε είναι και σημερινά. Τι μπορούμε να πούμε, ότι δεν ισχύει το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», όταν το δικαίωμα στη ζωή είναι τόσο εκτεθειμένο, που πρέπει να αγωνιστείς. Το ψωμί για εμάς ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που νομίζετε. Ήταν το δικαίωμα στη δουλειά και η ελευθερία κάτι παραπάνω από το ψωμί, άρα τι μένει; Μένει το τρίπτυχο ότι το Πολυτεχνείο δεν τελείωσε το 1973. «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» φωνάζουν και σήμερα τα παιδιά.
Όσον αφορά τη συμπαράσταση του λαού, και τότε ένα μέρος του λαού, πάνω από 50 με 60 χιλιάδες ήρθαν δίπλα μας και έγιναν η ασπίδα προστασίας μας. Εκεί είχαμε και τα περισσότερα θύματα. Και δεν είναι μόνο αυτό. Και αυτοί μία μειοψηφία ήταν στο σύνολο του λεκανοπεδίου και εμείς μια μειοψηφία ήμασταν στους 70 χιλιάδες φοιτητές, που είχαν τα πανεπιστήμια της Αττικής.
Όχι μόνο το πνεύμα της ελευθερίας αλλά και το να πέσει η Χούντα και το σύστημα που φτιάχνει τις χούντες ήταν αυτό που σήκωσε ψηλότερα μαζί με τα τραγούδια και την απόφαση που είχαμε πάρει «Τώρα ή ποτέ». Τα τραγούδια είχαν γίνει για εμάς η γροθιά μας, όπως και ο ραδιοφωνικός σταθμός έγινε το όπλο μας. Δηλαδή, ό,τι πιο σημαντικό σκεφτήκαμε εκείνη τη στιγμή και έγινε πραγματικότητα ήταν να σπάσουμε τη μοναξιά μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Με τις ντουντούκες δεν πηγαίναμε πουθενά, ούτε με τα συνθήματα πάνω στα αυτοκίνητα.
-Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου είχε μεγάλη εμβέλεια…
Δ.Π.: Ο ραδιοφωνικός σταθμός ακούστηκε παντού σε όλη την Αττική, ακούστηκε και στο εξωτερικό με την έννοια ότι γίνονταν αναμεταδόσεις. Φανταστείτε να είχαμε και κινητά τηλέφωνα εκείνη την εποχή! Είχα πάει στην Αυστραλία και μου είπε κάποιος «Ρε Παπαχρήστο, σε έχω πληρώσει ακριβά. Σε άκουγα δύο ώρες. Με είχε πάρει τηλέφωνο ο ξάδερφός μου και έπαιρνα κι εγώ». Το ίδιο έγινε στη Γερμανία, στην Αγγλία και όπου υπήρχαν Έλληνες στο εξωτερικό.
Το Πολυτεχνείο ξεπέρασε κι εμάς τους ίδιους. Πέρα από το ότι έγινε πανελλήνιο, και έκαναν καταλήψεις σε Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα, δε θα έμπαινε η Χούντα μέσα αν δεν είχαν τρομοκρατηθεί. Φώναζα στον κόσμο «Πώς είναι δυνατόν να κοιμάστε όταν σκοτώνουν τα παιδιά σας;». Είχαμε νεκρούς, έπρεπε να το ανακοινώσω. Φοβόμουν αν θα φοβηθεί ο κόσμος, τι θα γίνει… Κυλούσε αίμα. Είχαμε πάνω από 1.300 τραυματίες εκείνη την ημέρα. Έχουμε πάνω από 54 νεκρούς που τους έχω καταγράψει. Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης έχει γράψει και τα ονόματά τους, όπως κι εγώ στο βιβλίο μου «Το Πολυτεχνείο ζει; 30+1», που κυκλοφόρησε πριν από κάποια χρόνια και στο «Εκ των υστέρων 19+1».
Εγώ μιλάω στο όνομα των νεκρών και με σεβασμό, που απορρέει από τον πολιτισμό που έχουμε μπροστά στο θάνατο, σαν ελληνικό πολιτισμό, σαν οικουμενικό πολιτισμό, σαν ανθρωπιστικό πολιτισμό. Αυτά τα είχαμε μέσα στο DNA μας. Δεν τα γνωρίζαμε όλα, αλλά βλέπαμε πως αυτό που κάναμε ήταν για να ξελασπώσει και την πατρίδα μας και τους γονείς μας που είχαν ανεχτεί έξι χρόνια τη Χούντα. Πήγαμε κόντρα ακόμα και στην προσπάθεια της Χούντας να φιλελευθεροποιήσει με τον Μαρκεζίνη τη Χούντα. Δηλαδή, λίγο έλειψε να το δεχθούν και τα πολιτικά κόμματα.
Το τινάξαμε και αυτό στον αέρα, όπως ξεμπροστιάσαμε και το ότι πήγαν να μας ρίξουν επάνω μας ότι εμείς φταίμε που ήρθε ο Ιωαννίδης, τη στιγμή που το είχαν προαποφασίσει δύο μήνες νωρίτερα. Ο Παλαΐνης, το πρωτοπαλίκαρο του Ιωαννίδη, το είπε και στη δίκη της Χούντας ότι είχαν αποφασίσει να γκρεμίσουν τον Παπαδόπουλο. Στη δίκη ήταν και ο Μπονάνος, ο Αραπάκης, ο Γκιζίκης που τον έκαναν και Πρόεδρο της Δημοκρατίας της στρατιωτικής Χούντας. Δείτε την εικόνα όπου ο Γκιζίκης ορκίζει τον Καραμανλή. Αυτή η μεταπολίτευση καθορίστηκε από τότε και είχαμε κάτι χειρότερο. Είχαμε μία προδοσία στην Κύπρο και μία τραγωδία. Το Πολυτεχνείο τα συμπεριέλαβε όλα και συνεχίζει να υπάρχει ως ζώσα μνήμη.
Γράφαμε μία ιστορία, που δεν ξέραμε ότι τη γράφαμε
-Στο νέο σας βιβλίο «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος, αναφέρεστε και στα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Γιατί τώρα;
Δ.Π.: Στο βιβλίο μου δεν αναφέρομαι μόνο στο Πολυτεχνείο. Είναι μία μυθιστορηματική ιστορία. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι υπαρκτά. Μέσα στον κορονοϊό, έγραφα αποκλεισμένος, όπως ήμασταν όλοι μας. Διάβασα ξανά την «Πανούκλα» του Καμύ, δηλαδή, πόσο μπορεί να λειτουργήσει διαβρωτικά ο φόβος. Και ο κορονοϊός ήταν μία τρομοκρατία, όμως, αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν μία πραγματική ασθένεια. Αλλά, ο τρόπος χειρισμού από τα μέσα μαζικής αποβλάκωσης εκείνη την εποχή, που τρομοκρατούσαν περισσότερο τον κόσμο και από τον ίδιο τον κορονοϊό, με οδήγησε σε ένα ξεκίνημα. Εδώ που καθόμαστε στη Μουριά.
Το μαγαζί ήταν κλειστό και εμείς καθόμασταν απ’ έξω με τις μάσκες κ.λπ. Ξαφνικά, άρχισε να λειτουργεί ο Ντεβίτο, ο ήρωάς μου, ένα υπαρκτό πρόσωπο και όλοι που ήμασταν εδώ, να παίρνουμε από τα σχεδόν ημίκλειστα μαγαζιά τσίπουρο, κρασί, τυρί κ.ά. και καθόμασταν απ’ έξω, στον βαθμό που λέει ο ήρωάς μου ότι «Τώρα που είναι κλειστή η Μουριά, περνάμε καλύτερα». Ήταν σαν να λειτουργεί μία επικοινωνία και μία ομορφιά σχεδόν ανθρώπινη μεταξύ μας.
Αυτό με οδήγησε να κάνω την πραγματικότητα, η οποία μας ξεπερνά, όπως και η φαντασία. Αυτό με οδήγησε να προστεθεί και ο Στέλιος Γούτης, ένας μεγάλος ηθοποιός και ζωγράφος και ψυχούλα. Μου είπε για εκείνον τον καιρό «Εγώ ήμουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Από το Φυσικομαθηματικό έγινα ηθοποιός» και μου μίλησε για τα γεγονότα εκεί πάνω. Κανονική μαρτυρία! Μάλιστα, ο καημός του είναι ότι στη Θεσσαλονίκη δεν έχουν ντοκουμέντα με φωτογραφίες για ό,τι έγινε, παρ’ όλο που η τρομοκρατία ήταν χειρότερη. Γι’ αυτό επικαλούμαι πολλές φορές τον Ολλανδό που τράβηξε από το Ακροπόλ, τη σκηνή που μπαίνει το τανκ, διότι και σήμερα άντε να πεις στα παιδιά ότι μπήκε στο Πολυτεχνείο το τανκ. Να αποδείξουμε δηλαδή, ότι δεν είμαστε ελέφαντες, την ώρα που οι ελεύθεροι σκοπευτές μας σκότωναν!
Το βίντεο ντοκουμέντο του Ολλανδού δημοσιογράφου Αλμπερτ Κουράντ,
που αποδεικνύει την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο
-Είχατε συνειδητοποιήσει ότι τότε γράφατε μία ιστορία;
Δ.Π.: Το γεγονός ότι μια φωτογραφία μπορεί να σημαίνει χίλιες λέξεις, αλλά και μία λέξη από τον ραδιοφωνικό σταθμό να είναι χίλιες φωτογραφίες, αυτό το «παιχνίδι» εκ των υστέρων το αξιοποιώ, το εκλαμβάνω και το συνειδητοποιώ. Τότε γράφαμε μία ιστορία, που δεν ξέραμε ότι τη γράφαμε. Το Πολυτεχνείο είναι ένα ιστορικό, αλλά και συμβολικό γεγονός, διότι και σήμερα δείχνει τον δρόμο για τη συνέχεια.
Αν μιλήσουμε για το τι έγινε μέσα στο Πολυτεχνείο, θα δείτε πώς αυτοοργανώθηκε ο καθένας εκεί μέσα, πόσες γενικές συνελεύσεις διαρκείας έγιναν, πώς βγάλαμε ανέκκλητούς εκπροσώπους και βγάλαμε τη Συντονιστική Επιτροπή, πώς συνυπήρξαμε, κοιμηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε και μοιραστήκαμε τον κίνδυνο και τον φόβο. Ο κόσμος άρχισε να μας πλησιάζει, να μας δίνει τρόφιμα, χρήματα, να μπαίνει μέσα, να είναι μαζί μας.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην πραγματικότητα, στο ότι την ουτοπία μας μπορεί να την κάνουμε πραγματικότητα και ότι μέσα στο Πολυτεχνείο βρήκε τον τόπο της. Εκεί, η άμεση δημοκρατία λειτούργησε τόσο εκπληκτικά. Ο καθένας έβρισκε τον ρόλο του. Έβγαζε τον εαυτό του και τι μπορούσε να κάνει και τι να δώσει. Και στα συνθήματα και στην οργάνωσή μας. Γίναμε μία μεγάλη κομμούνα, δηλαδή, ένα υποκείμενο της ιστορίας χωρίς να το έχουμε συνειδητοποιήσει. Χωρίσαμε την ιστορία στο πριν και στο μετά. Τα χρόνια από το 1941 μέχρι τότε, ήταν λιγοστά μπροστά στα πενήντα που πέρασαν από το 1973.
Τα παιδιά σήμερα φωνάζουν «Εδώ Πολυτεχνείο» χωρίς να το ξέρουν. Τα πιτσιρίκια που φωνάζουν θα το μάθουν. Άσε που παραπονιούνται που δεν ήταν τότε μεγάλοι. Δεν νοσταλγούν κάτι που δεν έζησαν και αυτό είναι ελπίδα. Το Πολυτεχνείο τα ανακάτεψε όλα, έφερε τα πάνω κάτω. Έδωσε ένα γερό μάθημα και στη Χούντα και την ίδια στιγμή έγινε η ιστορία των άλλων. Η ιστορία δεν ανήκει σε αυτούς που τη γράφουν μόνο, ανήκει και σε αυτούς που την κληρονομούν για τη συνέχεια της ιστορίας. Το Πολυτεχνείο δεν έχει ιδιοκτήτες. Μένει εκεί πέρα ασάλευτο.
Το Πολυτεχνείο ανήκει στον καθένα που συνεχίζει να αγωνίζεται. Γι’ αυτό μάλωναν, ποιος το καπηλεύτηκε, ποιος το εκμεταλλεύτηκε κ.λπ.. Λένε για κάποιους ότι το ξεπούλησαν. Δεν το ξεπούλησαν. Διάλεξαν άλλον δρόμο. Από τη στιγμή που έγιναν δημόσια πρόσωπα να κριθούν. Πού ήσουν εσύ εκείνη την εποχή; Θα σκοτωνόσουν ρε κερατά, που πας να χτυπήσεις τάχα μου κάποιους; Γιατί δε θες να χτυπήσεις τους κάποιους που δεν υπάρχουν. Θέλεις να χτυπήσεις το ίδιο το γεγονός. Θέλεις να χτυπήσεις την εξέγερση. Γιατί, το Πολυτεχνείο είναι επικίνδυνο, γιατί δείχνει τον δρόμο για τη συνέχεια και είναι το αγκάθι στα μαλακά της υπνώτουσας κοινωνίας μας.
Η μνήμη μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να γίνει όπλο αντίστασης
στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας
Για να επανέλθω στο βιβλίο μου, ενώ ζούσα μυθιστορηματικά, έκανα την πραγματικότητα μυθιστορία μέσα από την πραγματικότητα του κορονοϊού, όπου η ζωή του καθενός έγινε άνω κάτω. Η βιαιότητα ήρθε στα σπίτια, ο φόβος με οδήγησαν να γράφω σχεδόν θεατρικά και μυθιστορηματικά και να αφηγούμαι την κατάσταση που ζούσαμε όλοι μας. Ξαφνικά πεθαίνω τους ήρωές μου, ενώ ζουν. Ήρθαν και στην παρουσίαση του βιβλίου, που κάναμε πριν από μερικές ημέρες στο Πολυτεχνείο. Τους ανακοίνωσα κιόλας. Ούτε οι ίδιοι το ήξεραν ότι πρωταγωνιστούσαν σε έναν τρελό, παλαβό, που έγραφε χωρίς να ξέρει και αυτός που πήγαινε.
Είναι σαν να λέγαμε ένα στίχο του τραγουδιού που λέει «Εμείς αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει». Και με οδήγησε να βγαίνει ο ήρωάς μου από τον θάνατο, αφού έχει διηγηθεί τι έγινε έξω από το Πολυτεχνείο, γιατί ήταν εκεί 28 χρονών και γύρισε στο σπίτι με το ένα παπούτσι του, που δε θα μπορούσε να πάει γιατί θα τον είχαν σκοτώσει. Το απέφυγε δύο φορές και δίπλα του σκοτώθηκαν νέοι άνθρωποι. Αφού τα διηγείται όλα αυτά, πετιέται από τον τάφο και λέει στον αφηγητή «Γιατί δε μας λες κι εσύ, τις τελευταίες στιγμές τις εξόδου, να σε μαγνητοφωνήσω, να τα ακούν και οι αποθαμένοι;».
Και αρχίζω να γράφω, οι σφαίρες δεν ήταν πλαστικές και περιγράφω τις τελευταίες στιγμές που είναι τόσο αληθινές, γιατί έχω χάσει κάτι που έγραφα τότε, ένα ημερολόγιο και ψάχνω να το βρω μέσα στο σπίτι μου. Από τη στιγμή που δεν το βρήκα μεταφέρθηκα και άρχισα να γράφω για εκείνες τις στιγμές. Νιώθω ότι η μνήμη μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να γίνει όπλο αντίστασης στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας.
Γράφω με το αίμα της ψυχής μου και το μελάνι της μνήμης
-Ως λαός ξεχνάμε;
Δ.Π.: Πάρα πολύ, γιατί τα κουκουλώνουμε τα πράγματα ή τα παραμορφώνουμε για να τα φέρουμε στα μέτρα μας. Γι’ αυτό για εμένα, η αλήθεια που έχει στην αρχή αυτό το στερητικό α, που είναι τόσο ενάντια στη λήθη είναι η δική μας αλήθεια, την οποία οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε όπως και την ελευθερία.
-Δανείζομαι τον τίτλο του βιβλίου σας «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε». Η σιωπή είναι ένας θάνατος;
Δ.Π.: Είναι. Η σιωπή είναι η ταφόπετρα. Πολλές φορές η σιωπή μπορεί να είναι και ομιλούσα. Να φαίνεται αυτό που θα ήθελες να πεις και να σηματοδοτεί πολλά πράγματα η σιωπή. Γι’ αυτό μίλησα και θεατρικά σε αυτό το έργο.
–Από τα βιώματά σας κατά την περίοδο του Πολυτεχνείου, ποιο είναι αυτό το οποίο είναι πιο βαθιά χαραγμένο στην ψυχή σας;
Δ.Π.: Τα βιώματα δεν είναι μόνο στο Πολυτεχνείο, αλλά και πριν από τη γέννησή μας. Για παράδειγμα, η μητέρα μου μου έλεγε ότι την κλωτσούσα όταν ήμουν στην κοιλιά της. Τα πραγματικά βιώματα είναι σοβαρό πράγμα και στη γραφή. Γράφω με το αίμα της ψυχής μου και το μελάνι της μνήμης. Στο τελευταίο μου βιβλίο αυτό αποδείχθηκε. Άγγιξε τόσο πολύ και τόσο γρήγορα τον κόσμο, αλλοπρόσαλλο και ετερόκλητο. Τα έχασα κι εγώ με τον κόσμο που ήρθε στην παρουσίαση. Το βιβλίο συνδέθηκε και με το Πολυτεχνείο. Μα, δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από αυτό το γεγονός που να έχω ζήσει, όπως και οι άλλοι που το δημιουργήσαμε.
Τώρα, η ιστορία η δική μου ξεκινά από ένα χωριό, από εκεί που ως παιδί φύλαγα πρόβατα και άλογα και ζούσα μέσα στη φύση. Όταν έγινε η δικτατορία ήμουν 17 χρονών και μας έδιωξαν από το σχολείο και πήγαμε να χαρούμε κιόλας.
Εγώ συνειδητοποίησα τι είναι δικτατορία όταν ήρθα στην πόλη. Στην ίδια τη σχολή μου που ήταν ένα σκοτάδι. Το πώς λειτουργούσε ο φόβος και η τρομοκρατία γύρω μας με τους χαφιέδες, με το σπουδαστικό της ασφάλειας, με καθηγητές προσκυνημένους σε μεγάλο βαθμό, με τον φόβο με τον οποίο παλεύαμε κάθε μέρα. Γίνονταν συνωμοσίες, αλλάζαμε τηλέφωνα και αριθμούς με τα ονόματά μας, την εμφάνισή μας. Βλέπαμε τι γινόταν στην Αμερική, στη Γαλλία, ακόμα και όταν έφεραν εδώ το «Φράουλες και αίμα», μία κατάληψη στο πανεπιστήμιο της Αμερικής. Το έβαλαν στον κινηματογράφο και τρέχαμε να το δούμε και αυτοί το κατέβασαν. Έφεραν και το Woodstock.
Δηλαδή, έγινε ολόκληρη η ζωή μας και την ίδια στιγμή ήταν και ελληνικότατη. Ειλικρινά, τα βιώματα αυτά εκτός του ότι τα μοιράστηκα με άλλους, με οδήγησαν στη γραφή. Δε μπορώ να γράψω κάτι αν δεν έχω την πλήρη γνώση και πίστη του δικού μου ματιού. Δεν πα να είσαι νομπελίστας και να γράφεις εκπληκτικά, φαίνεται αν έχει αίμα η γραφή κι αν έχει το μελάνι της ψυχής σου και της μνήμης.
Η γραφή με προστάτευσε. Έγινε για εμένα ένα ταξίδι προς τα μέσα και μια ασπίδα προστασίας μου. Η γραφή μου μέχρι στιγμής με οδηγεί σε ένα βιβλίο από τα εικοσιπέντε που έχω γράψει. Έχω κάνει το δημοσιογράφο 40 χρόνια, έχω κάνει ραδιοφωνία όπου εκεί ήταν ελεύθερος ο λόγος. Γουστάρω τον προφορικό λόγο. Έχω κάνει θέατρο που παιζόταν σε όλη την Ελλάδα. Δηλαδή, αν δεν τα έκανα αυτά, δε θα μπορούσα να επικαλεστώ το Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο πολλές φορές με καπελώνει, όπως όταν δίνω συνεντεύξεις όπως σε εσένα, βγαίνω εκφωνητής του Πολυτεχνείου. Δεν βγαίνω ως ο συγγραφέας Δημήτρης Παπαχρήστος. Γελάω μεν αλλά τα βάζω και με τον ίδιο μου τον εαυτό.
Εξέγερση είναι ο ανθρωπισμός ενάντια στην κτηνωδία,
στον καπιταλισμό, στην εκμετάλλευση μεταξύ των ανθρώπων
-Τι σήμαινε επανάσταση τότε και τι σημαίνει τώρα;
Δ.Π.: Δε μιλάμε για επανάσταση, μιλάμε για εξέγερση. Η επανάσταση μπορεί να γίνει και κατάσταση. Αν δεν έχει τον έρωτα μέσα της, μπορεί να γίνει και νεκρή «εκσπερμάτωση». Η εξέγερση δε γίνεται, γιατί σε οδηγεί να είσαι εξεγερμένος κάθε μέρα για τη ζωή και το δικαίωμα στην ύπαρξή σου. Η εξέγερση η δική μας, είχε πολύ έρωτα και πίστη και σε προσωπικό, σε συναισθηματικό, ερωτικό, ό,τι θέλεις το έβγαλε. Αλλά, έδειχνε ότι δεν τελειώνει και ότι θα έχει συνέχεια. Και η εξέγερση δεν τελειώνει ποτέ.
Όμως, όταν λέμε εξέγερση μη θεωρήσετε μία τυφλή κατάσταση. Τα σπάμε κ.λπ. Ξέρεις, είναι ενάντια στην αδικία, ενάντια στην απανθρωπιά, στη βαρβαρότητα. Να εξεγείρεσαι, να μην αισθάνεσαι καλά όταν ο άλλος υποφέρει δίπλα σου και να μη λες «Ο σώζων εαυτώ σωθήτω» και να πατάς επί πτωμάτων.
Εξέγερση είναι ο ανθρωπισμός ενάντια στην κτηνωδία, στον καπιταλισμό, στην εκμετάλλευση μεταξύ των ανθρώπων. Και δεν εννοούμε την εκμετάλλευση μόνο οικονομικά, αλλά να οδηγείται ο άνθρωπος να γίνει αριθμός στους λογαριασμούς τους. Να χάσει και το όνομά του. Τα λέει μέσα στο βιβλίο μου ο ήρωάς μου αυτά. Δηλαδή, ένας ορθολογισμός μία εκμετάλλευση πλέον παγκόσμια, γιατί ζούμε σε μία παγκοσμιοκρατία, με 57 πολέμους αυτή τη στιγμή. Δύο φαίνονται: ο ένας στην Ουκρανία και η βαρβαρότητα που υπάρχει στη Μέση Ανατολή από το 1947 και εξεγείρονται οι Παλαιστίνιοι. Και βλέπετε ότι τα ΜΜΕ πώς βλέπουν αυτή την κατάσταση. Και ο δικός μας εδώ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήγε να χαιρετίσει τον Νετανιάχου, που ο Νετανιάχου είναι ο «Χίτλερ» της περιοχής εκεί κάτω. Πάντως, δείτε και την αντιφατικότητα. Οι Εβραίοι που έχουν υποστεί τα πάνδεινα από τον ναζισμό, να κάνουν τα χειρότερα δίπλα στους Παλαιστίνιους; Είναι φοβερή η κατάσταση. Είναι να τα αφήσουμε; Και το Πολυτεχνείο τα εμπεριέχει αυτά.
-Κλείνοντας τη συζήτησή μας, πώς θέλετε οι νέες γενιές να θυμούνται το Πολυτεχνείο;
Δ.Π.: Δεν υπάρχει πώς να θυμηθούν. Θα θυμηθούν από αυτά που κληρονόμησαν. Άρα, η ιστορία είναι κληρονομική. Μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Δεν μπορούν να απαλλαχτούν από τη στιγμή που η κατάσταση παραμένει ίδια και χειρότερη, όσες αλλαγές κι αν έχουν γίνει. Γιατί, αυτά τα μέτρα που παίρνονται σήμερα, ακόμα κι η Χούντα αν τα έπαιρνε, όλοι θα είχαν ξεσηκωθεί. Εντάξει, ξεσηκωθήκαμε να πέσει η Χούντα για τη δημοκρατία, την ελευθερία και το δικαίωμα στη δουλειά. Το ψωμί αυτό λέει.
Ξεσηκωθήκαμε και ενάντια στην εξάρτηση από παντού. Την είχαμε και τότε και τώρα την έχουμε και χειρότερα. Θα ξεπουληθεί η Ελλάδα με βάσεις Αμερικανών. Στη Σούδα χτίζουν προπύργιο για τη Μέση Ανατολή. Στην Αλεξανδρούπολη προπύργιο για την Ουκρανία. Και να έχουμε και τον πρωθυπουργό σε μια δημοκρατία που δεν υπάρχει. Για εμένα είναι νομιμοποιημένη «δικτατορία» και μας καθιστά συνενόχους και συνυπεύθυνους. Δεν έχουμε ενεργούς πολίτες. Η λεγόμενη δημοκρατία μας είναι ένα πουκάμισο αδειανό. Και δεν αποκαταστάθηκε μόλις έπεσε η Χούντα λόγω της τραγωδίας της Κύπρου, αλλά και γιατί δε μπορούσε να σταθεί όταν ήταν το αίμα ακόμα φρέσκο.
Άρα, η Μεταπολίτευση που την χρεώνουν πάλι κι αυτή σε εμάς, είναι δική τους. Είναι και ευθύνη δική μας, διότι δε μπορέσαμε αυτό το όνειρο και αυτή την εξέγερση να την κάνουμε πραγματικότητα, ενώ μέσα στο Πολυτεχνείο την κάναμε. Δεν έγινε ένα Πολυτεχνείο όλη η Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη ξεσηκώθηκαν, στην Πάτρα, στα Γιάννενα. Ο λαός άκουγε τον σταθμό ή παρακολουθούσε. Δεν έγινε ενεργός για να μην έρθουν αυτά για τα οποία σήμερα γκρινιάζουν όλοι. Άρα, έχουν και αυτοί την ευθύνη τους. Κάτσε ρε! Δυστυχισμένε μου λαέ και πληγωμένε, πάντα ευκολόπιστε. Είμαι από την Βόρεια Εύβοια που κάηκε ολόκληρη ρε!
Κι εκεί να τους βλέπεις, τους έδωσε ένα επίδομα. Ξαναφτιάχνεται ένα δέντρο, που ήταν 200 ετών; Του άλλου του κάηκαν τα μελίσσια, ο άλλος δεν έχει πού να καλλιεργήσει τη ζωή του ρε! Κι εσύ πας και του δίνεις ελεημοσύνη; Ε, να πούμε καλά να πάθεις; Ηθελέστα και παθέστα; Ε, δε γίνεται προκοπή έτσι! Ας χαίρονται λοιπόν, αυτοί που κυβερνούν με το 22%. Κυβερνά η μειοψηφία της πλειοψηφίας. Να είναι 50% η αποχή και να τα ρίχνουν πού; Ο ένας στον άλλον; Θα μας βάλουν σε έναν «εμφύλιο»; Σε μια κατηγορία υπανθρώπων, που δεν τη θέλω ρε παιδί μου!;
Το Πολυτεχνείο ήταν απελευθέρωση και πολιτική και κοινωνική και προσωπική του καθενός. Είναι το δικαίωμα στη ζωή! Στον έρωτα. Στην ψυχή. Στο να κοιτάξεις να χαρείς. Τι είμαστε ρε; Μεροδούλι μεροφάι; Δηλαδή, μας οδήγησαν στη δικτατορία της ανάγκης. Εγώ έτσι λέω αυτή την εποχή που ζούμε. Μια δικτατορία της ανάγκης. Σαν να είμαστε τίποτα. Δε πα να καυχιέται ο καθένας, να δείχνει τη μερσεντάρα του, το σπίτι του! Γιατί δεν πας και στους άλλους;
Να σου πω κάτι; Εκεί που με έκρυβαν τότε, ήταν μία Ελληνοαμερικάνα και μου ζήτησε να γράψω ένα γράμμα για να το στείλουμε στην Αμερική και να στείλουν λεφτά. Δε θυμάμαι τι έγραψα. Θυμάμαι μόνο τη φράση. Όταν υπάρχουν ανοιχτές πληγές πονούν τα μάτια και αυτών που τις ιστορούν. Τους έκανε τόσο εντύπωση, που έστειλαν λεφτά. Και τρέχαμε στην παρανομία για να ψάχνουμε να βρούμε τους τραυματίες, τι γίνεται και πού να δώσουμε τα λεφτά! Δηλαδή, το Πολυτεχνείο σε έβαζε σε εγρήγορση, να δεις τι κάνεις και να βρεις τους ομοίους σου. Διότι θα δεις τον εαυτό σου μέσα από την πίστη και τα μάτια του άλλου. ‘
Έτσι, ξεπερνιούνται τα καθημερινά εμπόδια που έχουμε και χτίζουμε τη δική μας κοινωνία. Έτσι, θα μας τη φέρουν από πάνω, γιατί έγραψαν μανιφέστα; Και πόσα μανιφέστα κυκλοφορούν και τώρα; Δες την ξεφτίλα που γίνεται με τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει κλείσει τον κύκλο του. Πού να πας; Πού πάτε ρε χωρίς πίστη, χωρίς έμπνευση στην κοινωνία; Και κάθεται ο ένας να βρίζει τον άλλον και μου φέρνουν την αμερικανιά, που δεν έχει καμία σχέση με αυτόν τον τόπο.
Διαβάστε επίσης:
«Εδώ Πολυτεχνείο!…» – 50 χρόνια μετά
Αριστοτέλης Σαρρηκώστας στο mononews: Xώρα χωρίς μνήμη, δεν έχει ιστορία
Γιώργος Βερνίκος, 50 χρόνια Πολυτεχνείο: Να ορθώνουμε το ανάστημά μας για έναν καλύτερο κόσμο
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Public: Εγγύηση Χαμηλότερης Τιμής στο 99,98% των Προϊόντων – Ρεκόρ Ικανοποίησης Πελατών
- Jefferies για Εθνική Τράπεζα: Κορυφαία επιλογή από τις ευρωπαϊκές μετοχές το 2025
- ΟΒ Streem: Εντυπωσιακή η συμμετοχή παιδιών από Ασπρόπυργο και Ελευσίνα στο τουρνουά ποδοσφαίρου, basket και volley
- ΟΔΔΗΧ: Δημοπρασία 6μηνων εντόκων τη Δευτέρα 23/12