Η Μαρία Αβραμίδου και η κόρη της «νίκησαν» τις φλόγες στο Μάτι, την ώρα που τέσσερα μέλη της οικογένειάς τους έχαναν τη ζωή τους.

Η μαρτυρία της γυναίκας στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά, η οποία στερήθηκε μάνα, αδελφή, το ανιψάκι της και τον γαμπρό της, ήταν (όπως όλες όσες προηγήθηκαν) καθηλωτική.

«Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δεν θα περάσουν ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι οι άνθρωποι μας έφυγαν μόνοι, αβοήθητοι.

Δεν θέλω να τιμωρηθεί κάποιος αθώος. Θα ήθελα να τιμωρηθεί αυτός που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Εκείνο το απόγευμα, στο τελευταίο τηλεφώνημα μου, η μητέρα μου μου είπε ότι έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα, μου είπε «είναι μπροστά μου φλόγες». Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Παίρνω ξανά το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανένα τους».

Η μάρτυρας μίλησε για τις προσπάθειες που έκαναν μετά τη φωτιά να εντοπίσουν τους συγγενείς τους.

«Το άλλο παιδί της αδελφής μου, ο Δημήτρης δεν ήθελε να ακούει ούτε ειδήσεις και ζούσαμε την αναμονή, περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο. Κάποια στιγμή τον βλέπω και παίρνει ένα αναπτήρα να κάψει το πόδι του. Του λέω τι κάνεις; Τίποτα, μου απαντά να δω τι έχουν νιώσει.

Την Κυριακή μας είπαν ότι έχουν ταυτοποιηθεί και τους 4 και να πάμε να τους παραλάβουμε από το Σχιστό. Βρήκαμε μόνο δύο τάφους, βάλαμε την αδελφή μου και τον γαμπρό μου μαζί και την μητέρα με τον ανιψιό μου.Από τη μία στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε και χωρίς την οικογένεια μας και με ένα παιδί ορφανό».

«Από τύχη είμαι εδώ…»

Το ταξίδι του στην Κρήτη έσωσε το δεύτερο γιο της αδελφής της πρώτης μάρτυρας.

«Ζω από τύχη. Θα ήμουν κι εγώ εκεί αν δεν βρισκόμουν στην Κρήτη», κατέθεσε ο Δημήτρης Κατσουλάκης που τότε ήταν 17,5 ετών.

«Την επόμενη μέρα πήγα στο Μάτι. Ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Ρωτούσα γνωστούς, δεν ήξερε κανένας. Βρήκα μετά από πολύ περπάτημα τα αυτοκίνητα τους, τα οποία ήταν άθικτα. Εκεί λέω υπάρχει ελπίδα να τους βρούμε. Ήταν ένα εξαήμερο πολύ κακό στη ζωή μου. Με ενημέρωσε η θεία μου ότι ταυτοποιήθηκαν γονείς μου. Η αιτία θανάτου, έλεγε απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί, τίποτα. Έπρεπε να αποδεκτώ γεγονός. Συναντούσα ανθρώπους και μου έλεγαν τι είχε συμβεί. Δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν ούτε πυροσβεστική, ούτε τίποτα.»

«Υπήρχε δόλος»

Δεν υπήρχε ανικανότητα, αλλά δόλος για την πολύνεκρη τραγωδία, κατέθεσε στο δικαστήριο η Aνδριανή Καλεγιαννάκου, η οποία έχασε τον γιο της, τους γονείς της και τον αδερφό της:

«Είναι τραγικό να βρίσκεσαι πάνω σε ένα με τραγικο άξονα και να μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Πιστεύω ότι δεν ήταν θέμα ανικανότητας και κακού συντονισμού πιστεύω ότι υπήρχε και δόλος.Το πιστεύω ακράδαντα. Αν έχετε διαβάσει ηχητικό Ματθαιόπουλου- Λιοτσου…

Την επόμενη μέρα της φωτιάς ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο που δεν το είχα ξανακούσει. Ούτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρωπίνων ζωών και παρόλα αυτά φέρθηκαν με τόσο απάνθρωπο τρόπο και άφησαν συμπολίτες τους στο έλεος του Θεού. Στον βωμό των προσωπικών τους φιλοδοξιών έκαψαν το παιδί μου ,τους γονείς μου και τον αδερφό μου.

Ένα οκτάχρονο παιδί να είχαν βάλει να το διαχειριστεί θα το είχε κάνει πολύ καλύτερα, όχι όλοι αυτοί».

Αποζημίωση

Ευθύνη του ελληνικού Δημοσίου για την τραγωδία αναγνώρισε το Διοικητικό Πρωτοδικείο και αποφάσισε την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης σε πέντε συγγενείς θυμάτων στο Νέο Βουτζά.

Συνολικά το Δημόσιο θα κληθεί να καταβάλει 300.000 ευρώ στους πέντε ενάγοντες για το θάνατο 77χρονης συγγενούς τους στο Νέο Βουτζά.

Διαβάστε επίσης:

Συνεχίζεται η δίκη για το Μάτι: Πώς βρήκε το απανθρακωμένο σώμα της συντρόφου του