Συγκλονίζουν οι καταθέσεις για το Μάτι

«Άφησα το γιο μου νεκρό μέσα στη θάλασσα κι έφυγα. Ήθελα να ουρλιάξω Ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα να πάω να τον φέρω πίσω. Αλλά συνέχισα για να σώσω την κόρη μου. Δεν ξέρω πώς το έκανα, μην με ρωτάτε…»

1

Σπαρακτική η κατάθεση της Αθηνάς Μουτάφη, στη δίκη των 21 κατηγορουμένων για την πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι.

Με δάκρυα περιέγραψε στους δικαστές τη στιγμή που, μέσα στη θάλασσα, αντίκρυσε νεκρό τον 23χρονο Βίκτωρα της «βλέποντας μπροστά της το χειρότερο εφιάλτη που φαντάζεστε εσείς οι γονείς».

Σε αυτό το Δικαστήριο, για εκείνη δεν υπάρχει άλλη απόφαση από την καταδίκη «όσων δεν έκαναν τη δουλειά τους εκείνη τη μέρα».

Ή μαυροφορεμένη μάνα, όπως τόσες άλλες που κατέθεσαν πριν από εκείνη, κάλεσε τους δικαστές «να μην φανούν κατώτεροι των περιστάσεων όπως οι αρμόδιοι την μοιραία ημέρα της φονικής πυρκαγιάς».

Ανάσα δεν ακουγόταν στο ακροατήριο κατά τη διάρκεια της κατάθεσης (και αυτής ) της μάρτυρας:

«Φύγαμε άρον άρον από το σπίτι για να σωθούμε. Μέχρι να μπούμε στη θάλασσα λες και ανοίξαμε μια πόρτα και βρεθήκαμε στην κόλαση… Κάποια στιγμή ο Βίκτωρας μου έλεγε ότι δεν αισθάνεται καλά και πως θα πεθάνει Μου λέγε «δεν θα αντέξω». Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω. Μπροστά μας δεν βλέπαμε ούτε στεριά , ούτε τίποτα. Μας κουκούλωναν τα κύματα. Λες και μας είχες ρίξει στην άβυσσο. Η έγνοια μου ήταν να μην χαθούμε. Μετά από δυο ώρες η φίλη μου η Αμαλία μου έκανε ένα νεύμα λέγοντας μου “πες στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω πολύ”. Ο Βίκτωρας τα έβλεπε όλα αυτά και επιβάρυναν την κατάσταση του. Κάποια στιγμή η Αιμιλία εγκατέλειψε. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Λίγο μετά είδα τον Βίκτωρα μπρούμυτα να επιπλέει. Τον γύρισα ανάσκελα. Του μιλούσα και δεν απαντούσε. Ήταν μαύρος παντού. Ο χειρότερος εφιάλτης που φαντάζεστε εσείς οι γονείς, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου… Ή θα πήγαινα μαζί του ή θα άφηνα τον Βίκτωρα να σώσω την Βάσια, την κόρη μου. Δεν ξέρω πώς το έκανα, μην με ρωτάτε. Λειτούργησε το μητρικό ένστικτο. Αποφάσισα να πάρω τη Βάσια και να φύγουμε. Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω εκείνες τις στιγμές. Δεν υπάρχουν λέξεις στο ελληνικό λεξικό. Τελικά συνεχίσαμε. Τον άφησα και έφυγα. Ήθελα να ουρλιάξω Ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα να πάω να τον φέρω πίσω. Δεν το πίστευα αλλά έλεγα στην κόρη μου ότι θα τα καταφέρουμε. Έβγαλα το εσώρουχο μου και δέσαμε τους καρπούς μας για να μη χαθούμε. Μας πήγαιναν τα κύματα όπου ήθελαν. Στις τρεις ώρες μέσα στη θάλασσα έφυγε το παιδί μου.

Όταν ήρθε το ψαροκάικο είχα το αίσθημα ασφάλειας για το παιδί μου αλλά εγώ δεν είχα κανένα συναίσθημα χαράς. Αισθανόμουν το γιο μου μόνο του μέσα στη θάλασσα… και έκανα κάθε μέρα μια κηδεία».

Να μην μείνουν ατιμώρητοι οι υπεύθυνοι της τραγωδίας ζήτησε από τους δικαστές η Αθηνά Μουτάφη:

«Αυτή είναι η ιστορία μου… Άκουγα, μετά τι είχε γίνει όσο ήμουν στη θάλασσα και έμαθα για την εκκένωση στην Κινέττα. Και μετά άρχισαν τα “γιατί” να γεμίζουν το μυαλό μου… Όλοι αυτοί οι υπεύθυνοι που έπρεπε να κάνουν το καθήκον τους δεν έκαναν τίποτα, ούτε καν προσπάθησαν… Όλα αυτά που άκουγα δεν μπορούσαν να με αφήσουν ανεπηρέαστη. Ακούστηκαν αφύσικα πράγματα από τους αρχηγούς αστυνομίας, πυροσβεστικής, λιμεναρχείου οι οποίοι εκείνη τη μέρα φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Θέλω να σας πω να μην φανείτε και εσείς κατώτεροι των περιστάσεων.»

«Πού είναι το κράτος;»

Ξέσπασε στη δίκη της κατάθεση η κόρη της προηγούμενης μάρτυρος μιλώντας για εγκληματικές παραλείψεις:

«Είμαστε μισή ώρα μακριά από τη Βουλή, είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα εμείς; Πού είναι το κράτος; Δεν ντρεπόμαστε λίγο; Κάθε καλοκαίρι εγώ φοβάμαι πλέον για τη ζωή μου. Φοβάμαι να ζήσω τη ζωή μου σε αυτή τη χώρα γιατί ξέρω ότι δεν θα υπάρξει κανείς να με προστατεύει… Πού ήταν οι αρμόδιοι; Πού βρίσκονταν; Αν συνέβαινε ένας πόλεμος, σε όλους εσάς μιλάω, τι θα γινόταν… Το κράτος μας έχει πέσει σαν τραπουλόχαρτο ένα προς ένα. Αυτά που συνέβησαν είναι εγκληματικά. Έχετε ακούσει όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που πνίγηκαν ,κάηκαν ζωντανοί ουρλιάζοντας και όλα αυτά γιατί κανείς δεν έκανε τη δουλειά του. Ένας να είχε κάνει τη δουλειά του θα είχαν σωθεί οι περισσότεροι».

Η μάρτυρας περιέγραψε το χαμό του 23χρονου αδελφού της κλαίγοντας με λυγμούς:

«Φύγαμε από το σπίτι φορώντας πιτζάμες και παντόφλες. Εξω υπήρχε κατάσταση πανικού από το πουθενά και ξαφνικά. Πέσαμε σε μποτιλιάρισμα, εγκαταλείψαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στη θάλασσα. Δεν είχαμε άλλη επιλογή… Αν είχαμε καθυστερήσει να φύγουμε δύο -τρία λεπτά ,η φωτιά θα μας είχε προλάβει και θα είχαμε καεί μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει… Να χτυπήσει μια καμπάνα… Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά… Δεν υπήρχε οξυγόνο. Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε τρέχοντας μπήκαμε στο νερό».

Μέσα στην τιτάνια προσπάθεια τους να κρατηθούν ζωντανοί μέσα στο νερό, η μάρτυρας περιέγραψε γιατί η μητέρα της κράτησε κοντά τους τη φίλη της που δεν τα κατάφερε:

«Η μητέρα μου θεώρησε σωστό να την κρατήσει δίπλα της γιατί πιστεύαμε ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει. Ήθελε να την πάει στα παιδιά της.

Ο αδερφός μου μόλις αντιλήφθηκε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα ο Βίκτωρας έφυγε. Ήταν γυρισμένος ανάποδα. Η μαμά μου δεν ξέρω πώς άντεξε και το αντιμετώπισε. Τον γύρισε είδε το πρόσωπο του και ήταν μαύρος. Δεν το πίστευα ότι είχε φύγει. Μου έλεγε ο Βίκτωρας δεν είναι, πλέον, στη ζωή… Περίμενα κάποιον να έρθει. Τον κρατούσα. Μου είπε αν συνεχίσεις να τον κρατάς θα φύγεις και εσύ ,θα φύγω και εγώ… Είχαμε μόνο η μία τη άλλη και κοιτούσαμε τον ουρανό περιμένοντας κάποιος να μας πετάξει ένα σωσίβιο. Τρέμαμε από το κρύο και την κούραση. Γυρνάω και λέω στη μαμά μου “Θα πεθάνουμε και εμείς;” Δεν μου απαντούσε… Το πρόσωπο της ήταν μαύρο… Ήξερα πως αν έφευγε η μάνα μου θα έφευγα και εγώ… Δεν θα τα κατάφερνα»

Ή αδελφή του νεκρού αγοριού κατέθεσε ότι έψαχναν 8 ημέρες το άψυχο σώμα του:

«Το σώμα του ήταν μέσα στη θάλασσα. Αυτό που ζήσαμε να περιμένουμε πάνω από ένα τηλέφωνο να μας πουν που βρίσκεται, δεν ξέρω… Σε ποιον άνθρωπο αξίζει κάτι τέτοιο, μαρτύριο…Προσευχόμαστε να βρεθεί το σώμα του. Την επόμενη Δευτέρα μας είπαν ότι είχε βρεθεί και έγινε και ταυτοποίηση. Δεν μπορέσαμε να τον δούμε να τον αποχαιρετήσουμε για τελευταία φορά. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε ένα κλειστό φέρετρο.

«Η ευθύνη δεν τελειώνει στην αμέλεια…»

Για το χαμό της μητέρας του κατέθεσε στο δικαστήριο ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος:

« Εκείνο το βράδυ αναζητώντας τη μητέρα μου στο σπίτι έχασα επτά κιλά υγρά, κάηκαν τα παπούτσια μου. Οι αστυνομικοί μου είχαν πει ότι είναι πολλοί οι καμένοι…Ψάχνοντας τους σάκους είδα ένα δαχτυλίδι στο χέρι. Εκείνη τη στιγμή πήρα φωτογραφία του νεκρού που κείτονταν μπροστά μου».

Ο μάρτυρας έδειξε τη φωτογραφία στους δικαστές:

«Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της έστειλα τη φωτογραφία ,που ήταν σκληρή, και μόλις είδε το δαχτυλίδι είδε ότι ήταν οι βέρες του παππού μου και του πατέρα μου που τα είχε ενώσει και της το είχε κάνει δώρο. Την είχε βρει στο δρομάκι που ακολουθούσε στη θάλασσα. Πέρα από τη δίκη που οφείλει μια Πολιτεία να κάνει για να δει ποιος φταίει , ο καθένας από εμάς κάνει μια δίκη μέσα του. Μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια κάνω μια δίκη. Τολμώ να σας πω ότι σήμερα τέσσερα χρόνια μετά ευχαριστώ τον Θεό που η μάνα μου έφυγε έτσι γιατί οι φίλες της που σώθηκαν βασανίζονται και θα βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν χωρίς να μπορούν να έρθουν να σας πουν όσα βίωσαν… Υπήρξε κρατική αμέλεια, το κράτος δεν έκανε καλά τη δουλειά του και γι’ αυτό το κατηγορώ… Η ευθύνη δεν τελειώνει στην αμέλεια… Η μάνα μου αν μπορούσε να φύγει θα είχε σωθεί. Ποιος είπε σε ποιους να οδηγήσουν όλα τα αυτοκίνητα στο Μάτι; Οφείλω να τα καταθέσω όλα αυτά για τη μνήμη της μητέρας μου».

Διαβάστε επίσης:

Πάτρα: Συνελήφθη 58χρονος με περίπου 13 κιλά κάνναβης

Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος: Υπέρ της γνωμοδότησης Ντογιάκου για το απόρρητο των επικοινωνιών