Όταν ο μεγάλος συγγραφέας Χένρι Ντε Βερ Στάκπουλ έγραψε το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος χωρίς όνομα» σίγουρα δεν είχε κατά νου τον «δικό» μας Αρκά, που ούτε κλέφτης ήταν, όπως ο ήρωας του βιβλίου, ούτε «ανδρώθηκε» επαγγελματικά στα ‘80 late οπότε γράφτηκε το best seller της εποχής. Άλλωστε το 1988, ο Αρκάς ήταν ήδη 30-35 ετών και very well established στον κόσμο των ιδεών, στον χώρο της Αριστεράς και στην αγορά του βιβλίου για νέους.

Μας είχε ήδη συστήσει τον «Κόκκορα» (Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό “ΒΑΒΕΛ” – 1981), μας είχε διασκεδάσει με το «Σιγά τ’ αυγά» (1981), μας είχε μυήσει στα «Χοντρά Κόλπα» (1982) μας είχε βάλει στα «Νυχτερινά Επεισόδια» (1983) μας είχε υποδείξει τις «Συναναστροφές» (1985), μας είχε περπατήσει στα «Αδιέξοδα» (1986) μας είχε εμπλέξει σε ατέλειωτες συζητήσεις με το «Κορίτσια Μας Βιάζουνε!» (1987).

Ακόμη και στις μεγάλες του επιτυχίες όπως το «Ξυπνάς μέσα μου το ζώο» (1985) ή στις «Χαμηλές πτήσεις», ο Αρκάς προτίμησε να μείνει στη σκιά, στην ανωνυμία, έξω από τα φώτα της δημοσιότητας, συνοψίζοντας δραματικά τις πληροφορίες που θα εκχωρούσε για την περσόνα του, στην καταγωγή του: Όντως το μόνο που γνωρίζαμε ήταν ότι ήταν από την Αρκαδία.

Φυσικά δεν έκρυβε τις ιδέες του για τις οποίες λατρεύτηκε από πολλούς και ταυτόχρονα αφορίστηκε, ενδεχομένως αργότερα από τους ίδιους, όταν αποκήρυξε ορισμένες από αυτές ή όταν ακόμη προσαρμόστηκε σε μια νέα πραγματικότητα.

Ιδεών και γεγονότων σε μια Ιστορία που άλλαζε διαρκώς. Οι παρέες του ήταν καλλιτεχνικές, καλός του φίλος ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου οι συζητήσεις με τον οποίο ήταν έντονες και αξημέρωτες όταν τα έπιναν στο «Πάρτυ» στον πεζόδρομο της Ευφορίωνος. Τότε, όπως θυμούνται οι σημερινοί συνομήλικοί του 65άρηδες και 70άρηδες διανοούμενοι, ο Αρκάς δεν αγωνιούσε με την ταυτοποίηση προσώπου-ψευδωνύμου, ήταν όμορφος, γοητευτικός με το απαραίτητο μούσι της εποχής-σύμβολο μιας διανοουμενίστικης προσωπικότητας, το όνομά του όμως παρέμενε στο συρτάρι της «κάμαρας με τα μυστικά», εκεί που αστυνομική του ταυτότητα αποτελούσε το εφτασφράγιστο μυστικό του.

Αλλά και την πεμπτουσία του μύθου του που πλαισίωνε το μεγαλύτερο κομμάτι της γοητείας του που σκιαγραφούσε η δυνατή του σκέψη, το περιεκτικό του μήνυμα και φυσικά το αξεπέραστο χαρακτηριστικό του σκίτσο.

Κάθε φορά που στην πορεία του άλλαζε ορόσημο και σταθμό, ρότα και ύφος, όλο και κάποιος βρισκόταν να πει ότι πίσω από τον Αρκά υπάρχει ομάδα «μυημένων» σκιτσογράφων αλλιώς δεν εξηγούσαν πως είναι δυνατόν να κινείται από το καυστικό πολιτικό σχόλιο στον «Καστράτο» και να διακτινίζεται ιδεολογικά και αισθητικά από το «Η ζωή μετά» και τον «Ισοβίτη» στον πιο σύγχρονο «Θαναθάκη» και τη «Θίθυ».

Αλλά πρόσφατα οι «δορυφόροι» της σφαίρας των social media το …χόντρυναν παραπάνω όταν κυκλοφόρησαν ότι ο σκιτσογράφος έφυγε από τη ζωή δίνοντάς του πάτημα να απαντήσει με ένα σκίτσο στο οποίο σκιαγράφησε έναν τάφο σε σχήμα εκτυπωτή και στην πλάκα να αναγράφεται το όνομα του Αρκά – καυστικό μήνυμα ότι είναι ακόμη ζωντανός.

Ο Αντώνης Ευδαίμων

Και πράγματι είναι ζωντανός, ζει κάπου στο Θησείο, ψηφίζει στον κεντρικό τομέα Αθηνών, κυκλοφορεί, είναι γύρω στα 65-70 ετών και ονομάζεται Αντώνης Ευδαίμων του Αθανασίου (Λούλης) με το γένος της μητέρας του να είναι Παπαθεοδώρου.

Αλλά και αυτό υπάρχει περίπτωση να είναι άλλο ένα ψευδώνυμο όπως εξάλλου και το Γεράσιμος Σπανοδημήτρης που έχει χρησιμοποιήσει στα έργα του. Ο μύθος θέλει πάλι και το Άρης Καστρινός να αποτελεί ένα βάσιμο ονοματεπώνυμο από το οποίο να προκύπτει το ΑΡ-ΚΑΣ. Πράγματι είναι Αρκάς καθότι γεννήθηκε στην Τρίπολη με καταγωγή από τη Μυγδαλιά Αρκαδίας, ενώ σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΑΠΘ στην οποία διδάχθηκε το σκίτσο.

Κατά καιρούς ασκήθηκε κριτική στο έργο του, κυρίως από τον πολιτικό χώρο της Αριστεράς με αφορμή ορισμένα σκίτσα του που κατηγορήθηκαν ως μισογυνικά με μεγάλη δόση body shaming. Όσοι τον γνώριζαν καταλάβαιναν ότι ένας λόγος που την έπεφτε στους «εύσωμους» ήταν ο βαθύς του αυτοσαρκασμός καθώς ο κομίστας και θεατρικός συγγραφέας αγαπά το καλό φαγητό και το καλό ποτό. Και πάντα του περίσσευαν καμιά δεκαριά κιλά.

Τον Ιούλιο του 2019 η σελίδα του στο Facebook, σύμφωνα με τον ίδιο, απενεργοποιήθηκε για μια εβδομάδα λόγω συνεχών αναφορών από χρήστες που κατηγόρησαν τις αναρτήσεις του. Ο ίδιος ο Αρκάς, καθώς και ΜΜΕ και αρθρογράφοι, χαρακτήρισαν τις επικρίσεις ως απόπειρα λογοκρισίας, ενώ υποστήριξαν ότι η σάτιρα του Αρκά στοχεύει το φαινόμενο της πολιτικής ορθότητας, επειδή το θεωρεί επικίνδυνο και ικανό να απειλήσει κατοχυρωμένα δημοκρατικά δικαιώματα αλλά και την ελευθερία του λόγου. Τα σκίτσα του είναι περιζήτητα και πωλούνται στο μικρό «χρηματιστήριο» των ΜΜΕ, παραδοσιακών και ηλεκτρονικών, γύρω στα 1.000 έκαστο. Όχι λίγα για τα εκδοτικά μισθολογικά ειοθότα, όχι και τόσα πολλά για τη φήμη και τον μύθο του.

Διαβάστε επίσης:

Έχει πεθάνει ο Αρκάς; Η απάντηση στο νέο σκίτσο του

Ο… γάιδαρος που πετάει του Αρκά και όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ

Εκλογές 2023: Ο Αρκάς εξηγεί γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ