Η συγκλονιστική μαρτυρία του φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε τη στιγμή της εισβολής του τανκ στο Πολυτεχνείο.

Βράδυ 16ης Νοεμβρίου 1973. Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας βρίσκεται στην ταράτσα των γραφείων του Associated Press στο Σύνταγμα. Η εμπειρία του ως φωτορεπόρτερ που έχει καλύψει αρκετούς πολέμους, τον κάνει να αντιληφθεί γρήγορα ότι τα τανκς είναι στους  δρόμους. Μαζί με τον διευθυντή του αποφασίζουν να πάνε στο Πολυτεχνείο. Η υπόλοιπη ιστορία είναι γνωστή παγκοσμίως, γιατί ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας βρέθηκε στο σωστό σημείο τη σωστή στιγμή, καθώς η μοίρα του του επιφύλαξε να είναι αυτός που μέσω των φωτογραφιών του θα αποδείκνυε ότι το τανκ εισέβαλε στο Πολυτεχνείο, όπως επίσης συνέβη και με τον Ολλανδό δημοσιογράφο Άλμπερτ Κουράντ, ο οποίος τράβηξε ένα βίντεο ελάχιστων δευτερολέπτων από την ταράτσα του Ακροπόλ.

Γεννημένος το 1937 στην Καισαριανή, ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας μεγάλωσε στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, γιατί έχασε από νωρίς τον πατέρα του, αλλά η μητέρα του εργάστηκε σκληρά για να μεγαλώσει τα παιδιά της.

Η συνεργασία του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα με το Associated Press ξεκίνησε το 1961. Έκτοτε κατάφερε να γίνει αυτόπτης μάρτυρας πολλών γεγονότων. Ωστόσο, το 1973 σε μία περίοδο ανελευθερίας και περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης, κατάφερε να γράψει την ιστορία, απαθανατίζοντας την αρχή της πτώσης της Χούντας.

Πενήντα χρόνια μετά από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας πιάνει τον ρου της ιστορίας και αφηγείται στο mononews τα συγκλονιστικά γεγονότα εκείνης της περιόδου.

-Από 15 έως 22 Νοεμβρίου 2023 στο Δημαρχείο Βούλας, Βάρης, Βουλιαγμένης, θα πραγματοποιηθεί η έκθεση φωτογραφίας «50 χρόνια Πολυτεχνείο». Τι περιλαμβάνει η έκθεση;

Α.Σ.: Η έκθεση αυτή αποτελείται από εκατό φωτογραφίες, μεγέθους κυρίως 40×50 εκ. Μεταξύ αυτών θα υπάρχουν και μερικές φωτογραφίες μεγάλων διαστάσεων, όπως 2μ.x1,80 μ., που είναι οι πιο βασικές φωτογραφίες, δηλαδή το τανκ μπροστά στο Πολυτεχνείο και μερικές άλλες που έπρεπε να γίνουν μεγάλες για να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση. Αυτό είναι ένα πολύ μικρό δείγμα από το υλικό το οποίο υπάρχει, αλλά ο επισκέπτης θα έχει τη δυνατότητα να ξεναγηθεί μέσα από τις φωτογραφίες, όχι μόνο στις τρεις ημέρες του Πολυτεχνείου.

-Ποια άλλα γεγονότα, που έχετε απαθανατίσει, παρουσιάζονται στην έκθεση;

Α.Σ.: Οι φωτογραφίες ξεκινούν με την βασιλική οικογένεια, στη συνέχεια πηγαίνουμε στην αποστασία, στην 21η Απριλίου με διάφορα γεγονότα μεταξύ αυτών, όπως τη δολοφονία του Λαμπράκη, τον θάνατο του Σωτήρη Πέτρουλα το 1965, συνεχείς διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνα και όχι μόνο. Φτάνουμε στην 21η Απριλίου και εκεί υπάρχει πολύ υλικό, γιατί η επταετία ήταν γεμάτη από στρατοδικεία και φυλακίσεις. Έχουμε φωτογραφίσει τον Παπαδόπουλο να χορεύει τσάμικο σε μία σχολή της αστυνομίας, σε μία άλλη φωτογραφία τσουγκρίζει αυγά στους Ευζώνους, ενώ από την άλλη πλευρά υπήρχαν ξυλοδαρμοί.

Αν πάμε λίγο πιο πίσω, στον θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου τον Δεκέμβριο του 1968, όπου ακολούθησαν χιλιάδες άτομα το φέρετρο στο Α’ νεκροταφείο, αμέσως μετά την κηδεία όλος αυτός ο κόσμος που είχε παραστεί στην κηδεία μετετράπη σε μία διαδήλωση άνευ προηγουμένου. Δεν είχε ξαναγίνει να ακούσουν οι Αθηναίοι «Κάτω η Χούντα», «Κάτω ο Παπαδόπουλος», από τον Απρίλιο του 1967. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη διαδήλωση κατά της Χούντας. Η δεύτερη μεγάλη διαδήλωση έγινε στην κηδεία του Σεφέρη (1971). Στο τέλος, η αστυνομία χρειάστηκε να επέμβει για να διαλύσει τον κόσμο και να μη συνεχιστούν οι συγκρούσεις. Εν συνεχεία φτάνουμε σιγά σιγά στο τριήμερο του Πολυτεχνείου.

-Πώς θα χαρακτηρίζατε την Αθήνα εκείνης της περιόδου;

Α.Σ.: Εκείνη την εποχή, η Αθήνα ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Καθημερινά είχαμε πορείες, διαδηλώσεις, ξυλοδαρμούς. Ήταν μία ανυπόφορη κατάσταση και όχι μόνο στην Αθήνα. Αυτό γινόταν και στα μεγάλα κέντρα της Ελλάδας, όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, τα Ιωάννινα κ.ά. πόλεις. Σιγά σιγά άρχισε το φοιτητικό κίνημα, με την έννοια ότι οι Χουντικοί είχαν εφεύρει τον νόμο 1347, με τον οποίο ο εκάστοτε υπουργός Εθνικής Άμυνας είχε το δικαίωμα να ανακαλεί τους φοιτητές που είχαν δικαίωμα να συνεχίσουν τις σπουδές τους για να παρουσιαστούν στον στρατό. Αυτό ήταν ένα κόλπο για να αποσπάσει – διαλύσει το συνδικαλιστικό κίνημα των φοιτητών, το οποίο μεγάλωνε. Και τελικά αυτό τους γύρισε μπούμερανγκ. Μπορεί να συνέλαβαν μερικούς, να τους έστειλαν φυλακή ή στον στρατό, αλλά αντικαταστάθηκαν από άλλους φοιτητές, οπότε δεν άλλαζε τίποτα. Ο συνδικαλισμός προχώραγε.

-Κάτι το οποίο οδήγησε και στην κατάληψη της Νομικής Σχολής τον Φεβρουάριο του 1973 στη Νομική Σχολή.

Α.Σ.: Η μεγάλη εκδήλωση των φοιτητών έγινε τον Φεβρουάριο του 1973 στη Νομική Σχολή, όταν επίσης για πρώτη φορά είδαν να ανοίγουν πανό «ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και να μαζεύεται από κάτω στη Νομική Σχολή επί της οδού Σίνα και Ακαδημίας χιλιάδες κόσμος και να συμπαραστέκεται στους φοιτητές. Βεβαίως, η αστυνομία έκανε τη δουλειά της, αφού περίμεναν μέχρι τα ξημερώματα να φύγουμε και εμείς και ο κόσμος. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι εκεί ακριβώς μεταξύ Σίνα και Ακαδημίας, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη, αρκετές στάσεις λεωφορείων. Όταν πήγε η αστυνομία να τους διώξει με τα γκλοπς κλπ., αυτοί έλεγαν «Μα εμείς περιμένουμε να έρθει το λεωφορείο». Το λεωφορείο ερχόταν, αλλά αυτοί δεν έφευγαν, έμεναν εκεί. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ. Κουραστήκαμε και αυτοί και εμείς. Όλοι συνάδελφοι πηγαίναμε στα γραφεία να στείλουμε τις φωτογραφίες και οι αστυνομικοί έκαναν τη δουλειά τους. Μπήκαν ξημερώματα πάνω στη Νομική. Έσπασαν στο ξύλο όποιους έβλεπαν μπροστά τους, έγιναν συλλήψεις και έληξε η πρώτη φοιτητική κατάληψη της Νομικής.

Νομική, Μάρτιος 1973 | Πηγή: Αρχείο Αριστοτέλη Σαρρηκώστα
Νομική, Μάρτιος 1973 | Πηγή: Αρχείο Αριστοτέλη Σαρρηκώστα

-Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα έγινε για δεύτερη φορά κατάληψη στη Νομική.

Α.Σ.: Η δεύτερη κατάληψη, που έγινε τον Μάρτιο του ίδιου έτους, ήταν πιο οργανωμένη. Ενώ στην αρχή ήταν πέντε με έξι χιλιάδες, τώρα ήταν πάνω από δέκα χιλιάδες. Μέσα σε λίγες ώρες διπλασιάστηκε ο αριθμός. Η ταράτσα επάνω είχε γεμίσει κόσμο, όπως και τα παράθυρα της Νομικής. Εμείς από κάτω φωτογραφίζαμε και πάλι. Αυτοί όμως, είχαν βάλει ασφάλεια στις πόρτες της εισόδου και δεν μπόρεσε να μπει η αστυνομία το πρώτο εικοσιτετράωρο. Μπήκε όμως το δεύτερο και έγιναν πάνω από 180 συλλήψεις από την αστυνομία.

Και φτάνουμε στο τριήμερο του Πολυτεχνείου, όπου στις 14 Νοεμβρίου 1973 μπήκαν μέσα γύρω στα δύο χιλιάδες άτομα και εν συνεχεία, όταν οι αστυνομικοί περικύκλωσαν το Πολυτεχνείο, αναγκάστηκαν να μείνουν μέσα. Κατά συνέπεια κατά κάποιο τρόπο η κατάληψη έγινε αναγκαστική. Μαθαίνοντας οι άλλες σχολές ότι συμφοιτητές τους είναι αμπαρωμένοι μέσα στο Πολυτεχνείο, έτρεξαν από όλες τις σχολές εκεί και κυρίως από τη Νομική. Άρχισαν να κατεβαίνουν κατά ομάδες, εν όψει διαδηλώσεων με πανό και έμπαιναν και από τη Στουρνάρη και από την Πατησίων, που σημαίνει ότι μέχρι το απόγευμα είχε πολύ κόσμο μέσα στο Πολυτεχνείο.

Το καλό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι άφησαν κατά μέρους τις πολιτικές πεποιθήσεις και όλοι μαζί οργανωμένοι, αποφάσισαν να κάνουν την κατάληψη. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο με τρομερή ταχύτητα έφτιαξαν μαγειρεία, νοσοκομείο, φαρμακείο και το κυριότερο από όλα, κατάφεραν να ετοιμάσουν τον ραδιοφωνικό σταθμό «Εδώ Πολυτεχνείο» και είχαν τρομερή εμβέλεια. Ακούγονταν σε όλη την Αθήνα και όχι μόνο. Αυτό τους βοήθησε πάρα πολύ με την έννοια ότι ο κόσμος έτρεχε να τους βοηθήσει. Το μόνο πράγμα που ζητούσαν οι φοιτητές από το ραδιόφωνο ήταν τρόφιμα και φάρμακα, γιατί πολλούς τραυματισμένους πέριξ του Πολυτεχνείου, τους πήγαιναν εκεί. Είχαν γιατρούς, νοσοκόμες, είχαν τα πάντα.

Επίσης, την ίδια μέρα, η ομάδα των συνδικαλιστών μας είχαν καλέσει, Έλληνες και ξένους ανταποκριτές, και μας μίλησαν για τα αιτήματά τους. Τα αιτήματά τους ήταν η κατάργηση του νόμου 1347 και στη συνέχεια έβαζαν τα πολιτικά τους ζητήματα, όπως να φύγει η Χούντα και να επανέλθει το δημοκρατικό πολίτευμα κλπ. Τότε δεν γνωρίζαμε πρόσωπα, ήταν και η Δαμανάκη, ο Λαλιώτης, αλλά εμείς δεν τους ξέραμε. Πρώτη φορά εμφανίστηκαν εκεί. Αλλά, είδα στα μάτια τους την πεποίθησή τους. Βγαίνοντας από το Πολυτεχνείο είπα στους συναδέλφους ότι «Αυτοί θα το πάνε μέχρι τέλους». Αυτά που έλεγαν, τα έλεγαν με στόμφο και με πεποίθηση ότι θα τα τηρήσουν. Έλεγαν  «Θα μείνουμε εδώ μέχρι να δικαιωθούν τα αιτήματά μας». Όμως, τα αιτήματά τους δεν δικαιώθηκαν ποτέ από τους στρατιωτικούς.

-Πώς ήταν η δεύτερη μέρα της κατάληψης;

Α.Σ.: Τη δεύτερη μέρα, η κατάσταση είχε χειροτερέψει. Πολύς περισσότερος κόσμος ήταν έξω από το Πολυτεχνείο για να συμπαρασταθεί στους φοιτητές. Η αστυνομία έβγαλε έξω τις αύρες, δηλαδή τα μικρά αστυνομικά τανκς. Από εκεί πυροβολούσαν και είχαν και αντλίες νερού κ.ά.. Ούτε όμως και μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να σταματήσουν τον κόσμο να κατεβαίνει. Έχω βγάλει φωτογραφίες με τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία μπροστά στο πανεπιστήμιο και οι αστυνομικοί έμπαιναν μέσα με τα γκλοπς και χτυπούσαν ανηλεώς όποιον έβλεπαν μπροστά τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, για να μην κατέβουν στην Ομόνοια και να μην πάνε στο Πολυτεχνείο.

-Όμως, αυτό δε σταμάτησε όποιον ήθελε να πάει στο Πολυτεχνείο

Α.Σ: Ο κόσμος έβρισκε τρόπο και πήγαινε στο Πολυτεχνείο και εκείνα τα απογεύματα η Πατησίων γέμιζε κόσμο και έκλεινε. Βλέποντας όλη αυτή την κατάσταση, την τρίτη ημέρα, τη 16η προς 17η Νοεμβρίου δόθηκε εντολή να βγει ο στρατός στον δρόμο. Καταρχάς, ο στρατός έβγαλε τα τανκς πέριξ του Πολυτεχνείου, δηλαδή Σύνταγμα, Μοναστηράκι, Λεωφόρο Αλεξάνδρας, Πλατεία Καραϊσκάκη χαμηλά και άρχισαν να πυροβολούν όποιον έβλεπαν και ειδικά αν ήταν ομάδες πάνω από 5-6 άτομα.

Την ημέρα πυροβολούσαν με σφαίρες καουτσούκ. Όχι ότι δε μπορούσε να σου κάνει ζημιά η σφαίρα καουτσούκ, αλλά δε σε σκότωνε. Έπρεπε να σε βρει σε πολύ ευαίσθητο σημείο για να σε σκοτώσει. Αλλά το βράδυ, Νοέμβριο μήνα, 05:30 – 06:00 το απόγευμα σκοτείνιαζε και άρχισαν και πυροβολούσαν με κανονικά πυρά. Αυτό το νούμερο των 24 νεκρών που μόνη της ανέφερε την επόμενη ημέρα η αστυνομική διεύθυνση μπορεί να ήταν πέριξ ή μέσα στο Πολυτεχνείο, αλλά αυτό μπορεί να μην το ξέρει κανείς, γιατί ήταν ακροβολιστές σε όλα τα μπαλκόνια και τις ταράτσες γύρω από το Πολυτεχνείο και πυροβολούσαν κατά βούληση. Εμείς τι κάναμε;

Εμείς, σαν φωτορεπόρτερ είχαμε καθήκον να καταγράψουμε τα γεγονότα όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε και να μπορέσουμε να τα δίνουμε άλλοι σε εφημερίδες, άλλοι σε περιοδικά. Εγώ τότε δούλευα στο αμερικανικό πρακτορείο Associated Press. Η δουλειά μου ήταν να στείλω στο εξωτερικό τις φωτογραφίες που έκρινα ο ίδιος, για να δουν τι γίνεται στην Ελλάδα.

H βραδιά του Πολυτεχνείου, λίγο πριν την επέμβαση | Πηγή: Αρχείο Αριστοτέλη Σαρρηκώστα
H βραδιά του Πολυτεχνείου, λίγο πριν την επέμβαση | Πηγή: Αρχείο Αριστοτέλη Σαρρηκώστα

-Πώς βρεθήκατε στο Πολυτεχνείο την ώρα της εισβολής του τανκ;

Α.Σ.: Πεντέμισι – έξι η ώρα, μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, όπως είπα νωρίτερα όλοι πηγαίναμε στα γραφεία μας, μπαίναμε στον σκοτεινό θάλαμο. Τότε εμφανίζαμε και τυπώναμε τις φωτογραφίες με το χέρι. Δεν υπήρχαν τα ψηφιακά μέσα, που με ένα κουμπάκι μπορείς να δεις και να στείλεις τη φωτογραφία. Τότε ήταν τελείως διαφορετική η τεχνολογία.

Το γραφείο μας ήταν ψηλά στην Ακαδημίας, πολύ κοντά στη Βουλή. Κατά τα 9 με 9μιση, βγήκα στην ταράτσα για να πάρω λίγο αέρα, γιατί τα φάρμακα του χημείου, δεν ήταν και η καλύτερη μυρωδιά για έναν οργανισμό. Εκείνη τη στιγμή άκουσα έναν γνωστό θόρυβο. Είχα καλύψει ήδη αρκετούς πολέμους, όπως στον Λίβανο, το Ιράν, το Ιράκ κ.α. και γνώριζα από μακριά τι θόρυβο κάνει το τανκ με τις ερπύστριες.  Οπότε μπήκα μέσα στην αίθουσα των δημοσιογράφων και ειδοποίησα τον διευθυντή μου, τον Ελληνοαμερικάνο Φιλ Ντόπουλος και του λέω «Έλα να ακούσεις».

 Έρχεται και αυτός έξω και μου είπε «Τανκς είναι! Πάρε τις μηχανές σου και τρέχα!». Και του λέω «Κοίταξε να δεις, εγώ θα πάρω τις μηχανές μου και θα τρέξω, αλλά ποιος θα γράψει το στόρι;» και μου απάντησε «Ε, όταν γυρίσεις εσύ, θα μας πεις τι έγινε». «Αυτό δε γίνεται», του είπα, γιατί ήθελα κάποιον κοντά μου. Το να βγεις στους έρημους δρόμους μόνος σου ήταν αυτοκτονία. Αν ήμασταν δύο ήταν τελείως διαφορετικά. Μπορούσε ο ένας να σώσει τον άλλον.

Αφού τον έπεισα, κατέβηκε ο ίδιος μαζί μου για να πάμε παρέα. Κάτω στην οδό Ακαδημίας, είχε το αυτοκίνητό του, μία τζάγκουαρ σε λαδί χρώμα. Οι πινακίδες του ήταν αγγλικές και είχε αυτό το δικαίωμα, γιατί ήταν ξένος ανταποκριτής. Μπήκαμε λοιπόν μέσα. Είχα γεμίσει φιλμ την τσάντα με τις μηχανές μου και εν συνεχεία κατεβήκαμε την οδό Αμερικής και πέσαμε πάνω στην φάλαγγα των τανκς. Ήταν δώδεκα μεγάλα και μικρά τανκς, τα οποία περνούσαν μπροστά από την οδό Αμερικής και κατέβαιναν στην οδό Πανεπιστημίου για να πάνε στην Ομόνοια και μετά στην οδό Πατησίων.

Εμείς, προσπαθούσαμε να βρούμε χώρο να μπούμε κι εμείς μέσα στη ροή των τανκς για να μη φαινόμαστε. Φαντάζεσαι μία εικόνα με μία φάλαγγα από τανκς και δίπλα τους να πηγαίνει μία τζάγκουαρ με αγγλικές πινακίδες; Θα μου άρεσε η φωτογραφία, αλλά δε μπορούσα να κατέβω.

Μπροστά στο Πανεπιστήμιο, μας πλησιάζει το μοναδικό αυτοκίνητο που κυκλοφορούσε, το οποίο ήταν της αστυνομίας. Εγώ κάθομαι δεξιά στη θέση του συνοδηγού και έρχεται όσο πιο κοντά μπορούσε το αστυνομικό αυτοκίνητο και ο οδηγός κατεβάζει το παράθυρο και μας κατέβασε μερικά επίθετα, βρισιές. Η απόσταση που μας χώριζε είναι 20 με 30  εκατοστά. Οπότε, ο διευθυντής με ρώτησε στα αγγλικά «Τι κάνουμε τώρα Αριστοτέλη;». Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, κατέβασα κι εγώ το παράθυρο, βάζω το χέρι μου στο στόμα και του κάνω ένα μακρόσυρτο «Σςςςςςςςςςς…», να ησυχάσει δηλαδή. Ήξερα από πάρα πολλές τέτοιες καταστάσεις. Είχα βρεθεί σε χειρότερες καταστάσεις από αυτήν και έπρεπε να το παίξω κορώνα γράμματα. Δεν είχαμε άλλη επιλογή.

-Τα καταφέρατε τελικά;

Α.Σ.: Το κόλπο πέτυχε. Ο αστυνομικός ψάρωσε. Δεν περίμενε μία τέτοια αντίδραση από κάποιον που τον σημαδεύει με το περίστροφο. Ξέρετε πόσο εύκολο είναι να φύγει η σκανδάλη; Λίγο να ακουμπήσει το δάχτυλο τη σκανδάλη, είναι πολύ εύκολο να πυροβολήσεις. Κάτι είπε στον συνοδηγό του και έστριψαν δεξιά στην οδό Ακαδημίας και έφυγαν.

Μας άφησαν να συνεχίσουμε τον δρόμο μας μέχρι την οδό Πατησίων. Σταματήσαμε με το αυτοκίνητό μας στο Μινιόν, σε μία απόσταση εκατό μέτρων από την Στουρνάρη και την Πατησίων που είναι το Πολυτεχνείο. Κατεβήκαμε μαζί με τον διευθυντή μου φανερά. Δεν πήγα να κρύψω τις μηχανές μου. Κρέμασα τις μηχανές μου στο λαιμό, στον ώμο μου η τσάντα και πήγα μαζί με τον διευθυντή μου και στάθηκα στη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων, δηλαδή εικοσιπέντε μέτρα από την κύρια είσοδο του Πολυτεχνείου.

Τα τανκς έρχονταν από την Πατησίων. Ο επικεφαλής με το μεγαλύτερο τανκ στάθηκε μπροστά στην κύρια πύλη του Πολυτεχνείου. Ήταν αναμμένοι όλοι οι προβολείς. Αριστερά και δεξιά τους είχαν σταματήσει επίσης κι άλλα τανκς με αναμμένους προβολείς επάνω στα σίδερα του Πολυτεχνείου, που ήταν από μέσα γεμάτο φοιτητές να κρατάνε πανό, να φωνάζουν συνθήματα.

Επάνω στα κολονάκια, στην πόρτα, ήταν επίσης ανεβασμένοι φοιτητές και φοιτήτριες με σύνθημα «Κάτω ο Παπαδόπουλος», «Κάτω η Χούντα» κτλ. Δίπλα μου και από πίσω μου ο χώρος ήταν γεμάτος αστυνομικοί, στρατός και πολλοί ακόμα ντυμένοι με πολιτικά. Αυτοί με τα πολιτικά ρούχα ήταν γνωστοί προβοκάτορες, γιατί το τριήμερο και το τετραήμερο, που τρέχαμε στις διαδηλώσεις, τους έβλεπα που έβγαζαν τα γκλοπς, τα οποία τα είχαν κρυμμένα πίσω στη ζώνη τους, κάτω από το σακάκι και επιτίθονταν στον κόσμο και τον ξυλοκοπούσαν, προβοκάροντάς τους να πουν μία κουβέντα για να τους συλλάβουν.

Οπότε, εγώ έπρεπε με μεγάλη προσοχή να φωτογραφίζω, βεβαίως χωρίς φλας για να μην προκαλώ ακόμα περισσότερο, μόνο με τον φωτισμό του δρόμου και τους προβολείς των τανκς, οι οποίοι έδιναν λίγο περισσότερο φως στους φοιτητές οι οποίοι ήταν μέσα.

Εφόσον τραβούσα μερικά στιγμιότυπα, έβγαζα το φιλμ, το οποίο είχε τριάντα έξι πόζες, αλλά δεν το τελείωνα ποτέ. Τραβούσα οκτώ με δέκα καρέ και έβγαζα το καρούλι από τη μηχανή και το έδινα στον διευθυντή μου, που ήταν δίπλα μου. Δεν περίμενα να μείνω πολύ ώρα εκεί. Έλεγα ότι μπορεί να με πιάσουν και να με πάνε στη Μπουμπουλίνας, στην ασφάλεια, που ήταν ακριβώς ένα τετράγωνο από πάνω. Έτσι, με αυτό τον τρόπο θα γλιτώναμε έστω αυτά τα λίγα στιγμιότυπα, που μπόρεσα να τραβήξω.

Μετά από δέκα με δεκαπέντε λεπτά, με πλησίασε ένας αστυνομικός διευθυντής και με εκείνο το αστυνομικό υφάκι μου λέει «Έι! Τι κάνεις εσύ εδώ;». Όσο ήρεμα μπορούσα του απάντησα «Κύριε διευθυντά, ήθελα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες για το πρακτορείο». Και τι μου απαντά; «Κάθισε εδώ, να σε βλέπω, να σε προσέχω». Άλλο που δεν ήθελα κι εγώ, να έχω έναν αστυνομικό διευθυντή να με προσέχει.

-Και στη συνέχεια;

Α.Σ.: Αυτό λοιπόν, το άκουσαν όλοι όσοι ήταν δίπλα μου και από πίσω μου και υπέθεσαν ότι ήμουν δικός τους. Έτσι, έμεινα μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα, οπότε έδιωξα τον διευθυντή μου, γιατί εγώ συνέχισα να τραβάω και να βγάζω τα φιλμ και να τα δίνω στον διευθυντή μου. «Φύγε εσύ Φιλ. Εγώ θα μείνω μέχρι το τέλος», του είπα. Έφυγε ο διευθυντής μου και συνέχισα να φωτογραφίζω ό,τι κινείτο. Και ήταν οι στιγμές που ένιωθα φανερά συγκινημένος, γιατί είναι διαφορετικό να φωτογραφίζεις στο εξωτερικό και τελείως διαφορετικό στο σπίτι σου, στην πατρίδα σου.

Όταν άκουγα τους φοιτητές να λένε «Είμαστε άοπλοι! Στρατιώτες, ελάτε μαζί μας. Είμαστε αδέρφια. Δεν πιστεύουμε να μας πυροβολήσετε… Ζητάμε την ελευθερία μας…», έβλεπα τους στρατιώτες να κόβονται λίγο εν αντιθέσει με τους αστυνομικούς, οι οποίοι τους απαντούσαν με διάφορες βρισιές και στην αγανάκτηση επάνω έπαιρναν νεράντζια, που έβρισκαν κάτω και τα πετούσαν στους φοιτητές. Αυτό με συγκίνησε, αλλά πάνω από όλα, όταν είσαι σε αποστολή, πρέπει να κάνεις το καθήκον σου.

Εγώ, ήμουν πάντα από αυτούς που ήταν με το μέρος των αδυνάτων. Δεν πήγαινα ποτέ με τα όπλα και τα τανκς. Πήγαινα με τους διαδηλωτές. Άφηνα στην άκρη τα συναισθήματά μου και κοίταγα να κάνω την δουλειά μου, γιατί από εμένα θα έβλεπε ο κόσμος, ο οποίος δεν ήταν εκεί, ακριβώς τι συμβαίνει στην Ελλάδα και στο Πολυτεχνείο.

Αυτό κράτησε μέχρι τις τρεις παρά πέντε. Υπόψη ότι πάνω στον πυργίσκο, στον οποίο ήταν ανεβασμένος ο επικεφαλής, από το ένα χέρι κρατούσε το τηλέφωνο και από το άλλο χέρι είχε το περίστροφο. Τον άκουγα να λέει «Μάλιστα, μάλιστα. Διατάξτε», αλλά δεν άκουγα τι του έλεγε ο άλλος. Μετά από ένα επαναλαμβανόμενο «Μάλιστα, μάλιστα» στις τρεις παρά πέντε, είδα να γυρίζει τον πυργίσκο ανάποδα κι ενώ η μπούκα του κανονιού έβλεπε την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου, γύρισε προς την αντίθετη πλευρά.

Δηλαδή, σταμάτησε να σημαδεύει τους φοιτητές και σημάδευε προς το μέρος μου, στο πεζοδρόμιο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έκανε και όπισθεν και ήρθε και ανέβηκε στο διπλανό πεζοδρόμιο, κάτω από το ξενοδοχείο Ακροπόλ. Έκανα τον σταυρό μου και είπα «Δόξα σοι ο Θεός! Μάλλον πήρε εντολή να αποχωρήσει».

Ξαφνικά, φουλάρει τις μηχανές, το τανκ έβγαλε ένα ντουμάνι μαύρου καπνού και με όση δύναμη είχε, πήγε και έπεσε πάνω στην κεντρική πύλη. Οι κολόνες σείστηκαν, πήγαν μπρος πίσω, αλλά δεν έπεσαν. Οι φοιτητές που ήταν πάνω στα κολονάκια έπεσαν. Άλλοι έπεσαν στο πεζοδρόμιο, άλλοι μέσα. Εκείνη η στιγμή, μου έδινε την εικόνα σαν να κουνούσες μία πορτοκαλιά με γινωμένα πορτοκάλια και πέφτανε έτσι ακριβώς επάνω στο πεζοδρόμιο και μέσα στο Πολυτεχνείο.

Ο Λοχίας επικαφαλής του τανκ, με το τηλέφωνο στο χέρι περιμένει την εντολή….σε λίγο η ώρα θα δείχνει 03:53 και το τάνκ θα εισβάλει στο Πολυτεχνείο | Πηγή: Αρχείο Αριστοτέλη Σαρρηκώστα

-Τι απέγιναν οι φοιτητές;

Α.Σ.: Πίσω από την πόρτα, οι φοιτητές είχαν τοποθετήσει μία μερσεντές, ένα αυτοκίνητο κάποιου πρυτάνεως υποθέτω, μάλλον για οδόφραγμα. Μεταξύ του αυτοκινήτου και της σιδερένιας πόρτας υπήρχαν δεκάδες φοιτητές, όπως και σε όλη την πρόσοψη, από τη μία πλευρά μέχρι την άλλη. Και διερωτώμαι ακόμα, αν πρόλαβαν αυτοί που ήταν μεταξύ αυτοκινήτου και πύλης να φύγουν. Επίσημα, ο ίδιος ο οδηγός, ο λοχίας, είχε αναφέρει σε μία συνέντευξη που είχε δώσει μετά από καιρό, ένα δυο χρόνια μετά το συμβάν, όταν τον είχε ρωτήσει κάποιος στρατιώτης για μία τότε φοιτήτρια, την Πέπη Ρηγοπούλου, αν έχασε το πόδι της. Και πρόσεξε να δεις τι δικαιολογία είπε. Δε μπορούσε να πει πιο ηλίθια δικαιολογία.

«Ναι, έφυγε ένα σίδερο από την πόρτα και τη χτύπησε και της έκοψε το πόδι». Αν είναι δυνατόν! Αν πάμε και σήμερα στο Πολυτεχνείο, θα δούμε ότι τα σίδερα της πόρτας έχουν τσαλακωθεί, αλλά δε λείπει κανένα! Ήμουν τις προάλλες εκεί και πήγα τους ανθρώπους και τους έδειχνα αν λείπει κάποιο σίδερο. Και είδαν ότι δεν έλειπε, άρα ήταν ένα τεράστιο ψέμα. Τον άκουγα στην τηλεόραση και σκεφτόμουν «Τι λέει ο άνθρωπος…», αλλά δεν ήθελα να ανακατευτώ σε αυτή τη μεγάλη ψευτιά την οποία έλεγε.

Τελικά, με την πρώτη δεν κατάφερε να σπάσει την πόρτα, αλλά χαμήλωσε ταχύτητα για να έχει μεγαλύτερη δύναμη το τανκ και με όση δύναμη είχε παρέσυρε, έριξε τα κολονάκια, έριξε την κεντρική σιδερένια πόρτα και τα πήγε όλα μαζί τσαλακώνοντας και το αυτοκίνητο, δέκα με δεκαπέντε μέτρα μέσα στο προαύλιο του Πολυτεχνείου.

-Περιμένατε αυτή την εξέλιξη;

Α.Σ.: Για να είμαι ειλικρινής δεν το περίμενα αυτό, παρ’ όλο που είχα εμπειρία από τέτοιες καταστάσεις, αλλά συνήλθα πολύ γρήγορα, σε κλάσματα δευτερολέπτου. Όταν το τανκ έριξε την πόρτα, άνοιξε τον χώρο και μπήκαν μέσα τρέχοντας αστυνομικοί, λοκατζίδες και στρατός, αφού έκαναν τη δουλειά τους και μπήκαν εκατοντάδες αστυνομικοί και στρατιώτες, εκείνη τη στιγμή ούρλιαζαν όλες οι σειρήνες των τανκς που ήταν μπροστά και άκουσα εκατοντάδες πυροβολισμούς. Επαναλαμβάνω, άκουσα, δεν είδα αν υπήρχαν νεκροί εκείνη την ώρα. Πολλοί με ρωτούν. Δεν έχω πει ψέματα και δεν πρόκειται να το κάνω. Δεν ξέρω αν οι κάννες των όπλων κοίταζαν τον ουρανό ή κάτω.

Το τανκ, αφού έκανε τη δουλειά του, έσπασε την πύλη και μπήκαν μέσα, έμεινε το μισό μέσα και το άλλο μισό έξω από την κεντρική πύλη. Φαινόταν το κανόνι του, αλλά το άλλο μισό ήταν μέσα. Για να το φωτογραφίσω, πήγα στο κέντρο της οδού Πατησίων και όπως ήμουν τρεχάτος όπως ήμουν και λίγο ταραγμένος, τράβηξαν τρία καρέ, τα οποία δε βγήκαν τελείως καθαρά, αλλά ελαφρώς κουνημένα. Με βλέπουν δύο αστυνομικοί, οι οποίοι ήταν κοντά στην πύλη και έρχονται πάνω μου κραδαίνοντας δύο κανονικά τετραγωνισμένα δοκάρια δύο μέτρα. Αφού μου είπαν μερικά επίθετα και αυτοί, τα σήκωσαν και οι δύο με τέμπο, ο ένας από τα αριστερά και ο άλλος από δεξιά, σημαδεύοντας το κεφάλι μου, για να μου το ανοίξουν και να μη φωτογραφίσω.

Πολυτεχνείο 17η Νοεμβρίου 1973. Η μόνη φωτογραφία που δείχνει το τανκ να είναι μέσα στο Πολυτεχνείο | Πηγή: Αρχείο Αριστοτέλη Σαρρηκώστα

-Πώς γλιτώσατε;

Α.Σ.: Τότε έπαιζα καλό μποξ. Έσκυψα τη μία φορά, κάνοντας ελιγμό με το κορμί μου και έσκυψα και βγήκα αριστερά και για τον άλλο έσκυψα δεξιά και βγήκα αριστερά, δηλαδή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ με το κορμί μου. Το ένα δοκάρι μού έξυσε τον δεξί ώμο και χτύπησε στη φωτογραφική τσάντα που κρατούσα, η οποία προεξείχε λίγο από το σώμα μου και χτύπησε πάνω εκεί.

Έχασαν για χιλιοστά το κεφάλι μου. Οπότε έκανα μεταβολή, γιατί είδα ότι ένας από αυτούς πήγε να βγάλει το περίστροφο. Εκείνη την ώρα, πυροβολούσες όποιον ήθελες. Ήταν μία κόλαση. Παρέλειψα να πω ότι μαζί με τους πυροβολισμούς που άκουγα, άκουγα και βογκητά ανθρώπων, παιδιών. Τους χτυπούσαν; Τους πυροβολούσαν; Δεν το ξέρω Αυτό άκουσα και αυτό σας λέω. Τροχάδην, κάνοντας ζιγκ ζαγκ, γιατί σκέφτηκα ότι αν πυροβολήσει μπορεί να ξεφύγω.

Μάλλον, δεν το έκαναν για να μιλάμε τώρα και κόβω στην οδό Ακαδημίας και έτρεξα κατευθείαν στο γραφείο. Μπήκα στον θάλαμο. Μαζί μου μπήκε και ο διευθυντής μου για να μάθει ακριβώς τι έγινε και την ώρα που εμφάνιζα τα φιλμς μέσα στον σκοτεινό θάλαμο, του έλεγα ακριβώς και τι συνέβη. Ήμασταν το πρώτο ειδησεογραφικό πρακτορείο, το οποίο έστειλε την είδηση ότι το τανκ επενέβη.

Την άλλη μέρα το πρωί, μας είχε καλέσει ο κ. Παττακός, ο οποίος ήταν αντιπρόεδρος και υπουργός Εσωτερικών, Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους και μας είπε «Τι ανοησίες είναι αυτά που γράφετε ότι επενέβη στρατός; Δεν έγινε απολύτως τίποτε. Να διορθώσετε τις βλακείες που λέτε!», «Τι λέει τώρα ο άνθρωπος», σκεφτόμουν, αλλά δε μπορούσα να πω ότι «Λες ψέματα κύριε υπουργέ!». Δεν ξέρω πού θα με πήγαιναν. Φύγαμε από εκεί, αλλά το μεσημέρι που κυκλοφορούσαν οι εφημερίδες από το εξωτερικό και όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στο Σύνταγμα, βγήκαν και τις μάζεψαν, γιατί είχαν στην πρώτη σελίδα το τανκ, που φαινόταν ότι έκανε την εισβολή μέσα.

Εμένα, με έτρωγε μέσα μου και ήθελα να γυρίσω να δω τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι που ήταν πίσω από την πόρτα. Αφού έστειλα τις φωτογραφίες μου στη Νέα Υόρκη γύρω στις πεντέμισι με έξι το πρωί, ξαναγεμίζω τη τσάντα μου με φιλμ, φακούς κ.λπ. και πηγαίνω πάλι στο Πολυτεχνείο. Περιττό να σας πω ότι ο ουρανός της Αθήνας ήταν γκρίζος από τα δακρυγόνα. Ήταν ένα σύννεφο… και οι περισσότεροι από εμάς βάζαμε βαζελίνη στα μάτια ή πάντα είχαμε μαζί μας ένα λεμόνι, το οποίο το κόβαμε και ρίχναμε σταγόνες μέσα στα μάτια μας για να μπορούμε να τα κρατήσουμε ανοιχτά. Κλαίγαμε χωρίς να θέλουμε.

-Τι είδατε μόλις φτάσατε στο Πολυτεχνείο;

Α.Σ.: Φτάνοντας στην είσοδο του Πολυτεχνείου ήταν αστυνομικοί και πυροσβέστες με τις μάνικες και καθάρισαν στο πεζοδρόμιο και μέσα στο Πολυτεχνείο. Αφού τράβηξα μερικά καρέ αυτό το σκηνικό, μπήκα μέσα χωρίς να μιλήσω σε κανέναν και άρχισα να φωτογραφίζω. Ήταν δεκάδες, εκατοντάδες σκισμένα πουκάμισα, παντελόνια και άσπρα παπούτσια. Είδα βεβαίως και μερικές κηλίδες αίματος, τις οποίες δεν είχαν προλάβει προφανώς να τις καθαρίσουν. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτά είδα. Αυτά σας λέω…

Το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, πυροσβέστες πλένουν με τις μάνικες την είσοδο του Πολυτεχνείου | Πηγή: Αρχείο Αριστοτέλη Σαρρηκώστα

-50 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πόσο σημαντικές είναι οι εκδηλώσεις μνήμης, ούτως ώστε να θυμόμαστε την ιστορία;

Α.Σ.: Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η κορυφαία πράξη μιας μαζικής αντίστασης της φοιτητικής νεολαίας ενάντια στη δικτατορία και η οποία σήμαινε την αρχή του τέλους της Χούντας των Συνταγματαρχών. Αυτή ήταν η δική μου προσωπική σκέψη.

Πενήντα χρόνια μετά, πιστεύω ειλικρινά ότι μας δίνεται η δυνατότητα να στοχαστούμε τι έγινε ακριβώς  εκείνο το τριήμερο στο Πολυτεχνείο, μέσα από την αδιάψευστη μαρτυρία φωτογραφιών, δημοσιευμάτων και πολλών άλλων πραγμάτων που αναφέρονται στη γωνία του πανεπιστημίου. Γιατί, όπως είπε και ο εκφωνητής του ραδιοφωνικού σταθμού, ο Δημήτρης Παπαχρήστος «Αν δεν καλλιεργήσεις τη μνήμη, γίνεται χέρσο το χωράφι». Εγώ, με τα δικά μου λόγια λέω ότι χώρα χωρίς μνήμη, δεν έχει ιστορία.

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το Πολυτεχνείο δεν ανήκει σε κανένα πολιτικό κόμμα, σε καμία πολιτική παράταξη. Το Πολυτεχνείο ανήκει σε εκείνους τους οποίους θυσίασαν ακόμα και τη ζωή τους, για να αφήσουν μία και μόνη παρακαταθήκη στις νέες γενιές. Ποια είναι αυτή; Η ελευθερία. Η ελευθερία η οποία δε χαρίζεται. Η ελευθερία κατακτιέται.

Η νέα μου φωτογραφική έκθεση είναι ένα μνημόσυνο. Είναι η μοναδική φωτογραφική έκθεση που γίνεται στο λεκανοπέδιο. Αφήνω τη σκέψη μου να περιπλανηθεί μέσα σε εκείνες τις μέρες. Θα έχω τη δυνατότητα να αναφερθώ στα γεγονότα των τριών ημερών του Πολυτεχνείου, πηγαίνοντας πιο μακριά, δηλαδή στη δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, την αντιπαράθεση δικτατόρων με την κυβέρνηση Παπανδρέου, την αποστασία, τα Ιουλιανά, το 1-1-4, τον θάνατο του Σωτήρη Πέτρουλα, τις καθημερινές διαδηλώσεις με αποκορύφωμα το τριήμερο του Πολυτεχνείου.

Για εμένα, το Πολυτεχνείο ζει. Δεν πρόκειται να πεθάνει, αν και προσπαθούν ποικιλοτρόπως όλες οι κυβερνήσεις, λες και δεν υπήρχε το γεγονός αυτό, λες και δεν είναι μία χρυσή σελίδα της νεότερης ιστορίας μας. Δεν πάμε εκατό χρόνια πίσω. Είναι μόλις πενήντα χρόνια και δε διδάσκεται, δε μαθαίνεται. Δηλαδή, αν ένα παιδί δεν έχει έναν γνωστό, έναν παππού, έναν πατέρα, έναν θείο που να έχει ζήσει και να έχει τη θέληση να καθίσει να μιλήσει, να εξηγήσει στο παιδί, δεν υπάρχει τίποτα.

Το 2008, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κάρολος Παπούλιας κάλεσε εμένα και τον Αλμπερτ Κουράντ, τον Ολλανδό δημοσιογράφο, ο οποίος πέθανε πριν από δέκα χρόνια και μας παρασημοφόρησε με το μετάλλιο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος της Τιμής.  Ο Κουράντ ήταν ανεβασμένος, κρυμμένος πάνω στο ξενοδοχείο Ακροπόλ και τράβηξε εκείνο το μικρό βιντεάκι δευτερολέπτων, που δείχνει πώς μπήκε το τανκ και έπεσε πάνω στον πόρτα και πέρασε ο στρατός. Ευχαριστούμε, γιατί ήταν ο μόνος Πρόεδρος που μας θυμήθηκε και μας βράβευσε και τους δύο. Περίμεναν τόσα χρόνια να περάσουν για να μας θυμηθούν. Ειλικρινά, έχω αρκετά βραβεία, αλλά αυτό το βραβείο το ευχαριστιέμαι περισσότερο, γιατί είναι από τα χέρια του Έλληνα Προέδρου της Δημοκρατίας.

Αυτή ήταν η δουλειά μου. Αυτό έπρεπε να κάνω. Αν δεν άκουγα τις ερπύστριες, δε θα είχαμε Πολυτεχνείο. Δε θα είχαμε τουλάχιστον φωτογραφίες. Αν δεν υπήρχε και ο Ολλανδός δημοσιογράφος, δε θα υπήρχε τίποτα, θα το είχαν πνίξει εν τη γενέσει του. Ποιος θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι πράγματι μπήκε το τανκ; Μόνο με τις φωτογραφίες και το βιντεάκι του Κουράντ. Έτσι, γράφεται η ιστορία.

Πληροφορίες έκθεσης:
«50 Χρόνια Πολυτεχνείο» – Έκθεση φωτογραφιών του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα
Δημαρχείο Βούλας, Βάρης, Βουλιαγμένης, αίθουσα Νέα Ιωνία (Λεωφ. Κ. Καραμανλή 18, Βούλα)

Διάρκεια έκθεσης: Τετάρτη 15 Νοεμβρίου – Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023
Ώρες και ημέρες λειτουργίας:
Καθημερινές: 10:00 – 14:00 και 18:00 – 21:00
Σαββατοκύριακο: 10:00 – 18:00
Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη.

Διαβάστε επίσης:

«Εδώ Πολυτεχνείο!…» – 50 χρόνια μετά