Χιλιάδες ελαφριά πλημμελήματα παραγράφονται και ποινές φυλάκισης μέχρι 6 μήνες δεν θα εκτελεστούν, όπως προβλέπεται σε νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή αργά τη νύχτα της Δευτέρας.

Οι σχετικές ρυθμίσεις, μέσα σε δύο άρθρα,  προστέθηκαν στο νομοσχέδιο για την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία ευρωπαϊκών οδηγιών και αποτελούν πρόταση και των δικαστικών λειτουργών για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων.

Μια πρόταση που είχε υποβληθεί στον υπουργό Κώστα Τσιάρα πολύ πριν αρχίσει η μεγάλη περιπέτεια με τον κορωνοϊο, η οποία εδώ και ακριβώς δύο μήνες κρατά σε υποτυπώδη λειτουργία τα ποινικά δικαστήρια, διογκώνοντας το ήδη τεράστιο πρόβλημα με τα υπερφορτωμένα πινάκια των προς εκδίκαση υποθέσεων.

Στο άρθρο 63 του νομοσχεδίου προβλέπεται η παραγραφή και η παύση της ποινικής δίωξης για τα πλημμελήματα που τελέστηκαν μέχρι τις 30 Απριλίου του 2020 και τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι εξαλείφεται και το δικαίωμα του παθόντα να διεκδικήσει στα αστικά δικαστήρια, αποζημιώσεις για τη ζημία ή τη βλάβη που υποστηρίζει ότι του προκλήθηκε.

Παράλληλα, η παύση της ποινικής δίωξης για ήσσονος σημασίας αδικήματα δεν μεταφράζεται σε συγχωροχάρτι στον κατηγορούμενο για να συνεχίσει την ανομία του. Στο νομοσχέδιο προβλέπεται η αναβίωση της παυθείσας ποινικής του δίωξης εάν μέσα στα επόμενα 2 χρόνια, το ίδιο πρόσωπο διαπράξει νέο αδίκημα και, στη συνέχεια, καταδικαστεί αμετάκλητα σε ποινή μεγαλύτερη των 6 μηνών.

Στο άρθρο 64 του νομοσχεδίου προβλέπεται η παραγραφή και η μη εκτέλεση ποινών φυλάκισης μέχρι 6 μήνες, εφόσον αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες. Και σε αυτή την περίπτωση, εάν ο υπαίτιος καταδικαστεί στο μέλλον σε ποινή μεγαλύτερη των 6 μηνών για πράξη που θα διαπράξει μέσα στην επόμενη διετία, τότε θα εκτίσει και τις δύο ποινές του: και την παραγραφείσα και τη νέα.

Ποια αδικήματα- ποινές δεν παραγράφονται

Ο σκοπός (της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων) δεν αγιάζει τα μέσα (παραγραφή όλων των πλημμελημάτων με ποινές έως 1 έτος).

Ετσι, στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι τόσο στην παραγραφή της ποινικής δίωξης όσο και στη μη εκτέλεση ποινών, υπάρχουν εξαιρέσεις.

Στη λίστα των εξαιρέσεων, οι παραβάτες των αυστηρών μέτρων για τη μη διάδοση του κορωνοϊού.  Δεν εξαφανίζεται καμία ποινική δίωξη ούτε ποινή που επιβλήθηκε σε όσους αυτό το δίμηνο παραβίασαν έστω και από αμέλεια τα μέτρα (παρ.4 του άρθρου 285 του Π.Κ.)

Επίσης δεν παραγράφονται τα πλημμελήματα που τιμωρούνται μέχρι 1 έτος και   αφορούν, μεταξύ άλλων, σε αγορά εμπορευμάτων με πίστωση, απάτη σε βάρος των συμφερόντων των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, μη υποβολή ή ανακριβής δήλωση πόθεν έσχες, διατάραξη ησυχίας, αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις και αδικήματα περί φωτοβολίδων και πυροτεχνημάτων.

Τι προβλέπει το άρθρο 63

Για την παραγραφή και παύση της ποινικής δίωξης, στο άρθρο 63 του νομοσχεδίου προβλέπεται:

1.Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 30 Απριλίου 2020, κατά των οποίων, ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλή ποινή φυλάκισης μέχρι 1 έτος ή χρηματική ποινή ή  παροχή κοινωφελούς εργασίας ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές.

  1. Εάν στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του παρόντος σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ΄αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
  2. Οι δικογραφίες που αφορούν στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνονται με διάταξη του ο αρμόδιος εισαγγελέας.
  3. Οι αστικές αξιώσεις που απορρέουν από τις πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3 δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.

Τι προβλέπει το άρθρο 64

Στο άρθρο 64 για την παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών προβλέπεται:

  1. Κύριες ποινές φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι μηνών, ή χρηματικές ποινές, ή ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη έκτισης της ποινής ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.  Το πρώτο Εδάφιο δεν εφαρμόζεται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών.
  2. Μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του εισαγγελέα. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
  3. Η θέση στο αρχείο, σύμφωνα με την παράγραφο 2, απόφασης η οποία αφορά σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε για γεγονός για το οποίο εξετάστηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε αναφορά στην αρχή ή καταμήνυση δεν αποτελεί το τέλος της ποινικής δίωξης κατά τη διάταξη του άρθρου 59 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στην περίπτωση αυτή το τέλος της ποινικής δίωξης επέρχεται όταν η απόφαση που τέθηκε στο αρχείο καταστεί αμετάκλητη.