ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Από μια και μόνο πηγή εσόδων θα παρακρατούνται οι ασφαλιστικές εισφορές για επικουρική ασφάλιση και εφάπαξ για όσους έχουν παράλληλη ασφάλιση, σύμφωνα με δυο εγκυκλίους που εξέδωσε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσος Πετρόπουλος. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση οι 250.000 ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι δεν μπορούν να καταβάλλουν λιγότερα από την ελάχιστη εισφορά που υπολογίζεται με βάση τον κατώτατο μισθό. Συγκεκριμένα 7% για την επικουρική ασφάλιση και 4% για το εφάπαξ για τον κατώτατο μισθό των 586,08 ευρώ έως και τον Ιανουάριο του 2019 και 650 ευρώ από τον Φεβρουάριο και μετά.
Περιληπτικά οι εγκύκλιοι προβλέπουν ότι:
- Στις περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης, οι αντίστοιχες εισφορές για την επικουρική ασφάλιση και το εφάπαξ θα παρακρατούνται μόνο μια φορά επί του προβλεπόμενου κατώτατου μισθού, ανεξαρτήτως του αριθμού των υπαγόμενων δραστηριοτήτων. Σε περίπτωση μισθωτής απασχόλησης και παράλληλης αυτοαπασχόλησης, η κράτηση θα γίνεται μόνο από τη μισθωτή απασχόληση.
- Η μηνιαία εισφορά (7% μέχρι 31/5/19 και 6,5% από 1/6/19) στον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ και η μηνιαία εισφορά (4%) στον κλάδο εφάπαξ παροχών του ΕΤΕΑΕΠ, υπολογίζονται αναδρομικά από την 1/1/2017, επί του κατώτατου βασικού μισθού, όπως αυτός εκάστοτε ισχύει.
- Οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές στο ΕΤΕΑΕΠ για την περίοδο από 1/1/2017 έως 31/12/2018, εξοφλούνται σε 36 δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2019.
Όπως έχει γράψει το mononews.gr, τα “τριπλά” ειδοποιητήρια για επικουρική ασφάλιση και από το ΕΤΕΑΕΠ αναμένεται να αναρτηθούν τη Δευτέρα. Οι οφειλές για τα 24 μηνιάτικα του 2017 και του 2018 θα εξοφληθούν σε 36 δόσεις.
Συνεπώς οι μη μισθωτοί θα δουν την άλλη εβδομάδα για πρώτη φορά τρία ειδοποιητήρια:
– Ένα ειδοποιητήριο για τις τρέχουσες εισφορές του Ιανουαρίου 2019 και του Φεβρουαρίου 2019. Οι μεν εισφορές Ιανουαρίου έχουν υπολογιστεί με βάση τα 586,08 ευρώ (και εμφανίζονται ως αναδρομική οφειλή) ενώ αυτές του Φεβρουαρίου με βάση τα 650 ευρώ.
-Ένα ειδοποιητήριο για την πρώτη δόση από τις 36 των οφειλών του 2017
-Ένα ειδοποιητήριο για την πρώτη δόση από τις 36 των οφειλών του 2018.
Επικουρική ασφάλιση
Η εγκύκλιος για την επικουρική ασφάλιση προβλέπει οτι από την 1.1.2017 μέχρι και 31.5.2019 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ όλων των αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 διαμορφώνεται σε ποσοστό 7% και υπολογίζεται «επί του κατωτάτου βασικού μισθού μισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει.
Επιπλέον, προσδιορίζεται ότι για τους ασφαλισμένους του πρώην Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων το ποσοστό καθώς και η νέα βάση υπολογισμού ισχύουν και εφαρμόζονται από την 01-12-2012, ενώ για τους ασφαλισμένους του πρώην Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Αρτοποιών από την 01-01-2015. Υπενθυμίζεται οτι οι συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων, όπως είχε γράψει το “Mononews” δεν είχαν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές όλο αυτό το διάστημα με αποτέλεσμα πολλοί να μην μπορούν να λάβουν σύνταξη.
Ειδικά για σύνολο των έμμισθων δικηγόρων, πριν και μετά την 01-01-1993, οι εισφορές για επικουρική ασφάλιση επιμερίζονται και το ποσό της μηνιαίας εισφοράς υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5 % για τον ασφαλισμένο και 3,5 % για τον εντολέα, επί του κατωτάτου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού, όπως εκάστοτε ισχύει. Η αλλαγή αυτή αφορά όλους τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους είτε στον ιδιωτικό, είτε στο δημόσιο τομέα.
Παράλληλη ασφάλιση
Σε περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης, θα πρέπει να εξετάζεται για κάθε δραστηριότητα ξεχωριστά αν η κράτηση γίνεται στο εισόδημα (αποδοχές) ή στον κατώτατο μισθό. Οι εισφορές που αναλογούν σε κάθε κατηγορία είναι οι εξής:
Α) Εάν κάποιος είναι μισθωτός σε περισσότερες από μια θέσεις εργασίας τότε θα καταβάλλει κανονικά ασφαλιστικές εισφορές για το σύνολο του εισοδήματος του της κάθε μισθωτής απασχόλησης.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση μισθωτού μηχανικού στο Δημόσιο, ο οποίος παράλληλα απασχολείται ως μισθωτός μηχανικός σε ιδιώτη, μετά από σχετική άδεια από το υπηρεσιακό συμβούλιο, η παρακράτηση γίνεται επί των αποδοχών από κάθε δραστηριότητα (μισθωτή απασχόληση).
Εάν το ποσό εισφοράς για επικουρική ασφάλιση που υπολογίζεται επί του εισοδήματος υπερκαλύπτει το ποσό της μηνιαίας εισφοράς που υπολογίζεται επί του κατώτατου μισθού μισθωτού δεν παρακρατείται επιπλέον εισφορά πέραν από αυτή που υπολογίζεται επί του εισοδήματος.
Β) Εάν κάποιος έχει μισθωτή απασχόληση και καταβάλει εισφορές για επικούριση με βάση το εισόδημα του κι έχει κι άλλα έσοδα από άλλες πηγές τότε καταβάλει εισφορές μόνο από το εισόδημα της μισθωτής του απασχόλησης.
Για παράδειγμα: α) μηχανικός ο οποίος εργάζεται ως μισθωτός στο Δημόσιο με μισθό π. χ. 1.000 ευρώ μηνιαίως και παράλληλα διατηρεί τεχνικό γραφείο, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, θα καταβάλλει εισφορά μόνο επί του εισοδήματος ήτοι και εν προκειμένω θα καταβάλλει ποσό 70 ευρώ (ήτοι 1.000 € Χ 7 %) το οποίο επιμερίζεται σε ποσό 35 ευρώ για τον εργοδότη και 35 ευρώ για τον εργαζόμενο.
Σε περίπτωση που το εισόδημα από τη μισθωτή απασχόληση υπολείπεται του κατώτατου μισθού (περιπτώσεις μερικής απασχόλησης), τότε συμπληρώνονται οι εισφορές από το εισόδημα από τις υπόλοιπες δραστηριότητες.
Γ) Εάν κάποιος αμείβεται με τον κατώτατο μισθό από όλες τις δραστηριότητες του, τότε η εισφορά για την επικουρική ασφάλιση παρακρατείται μόνο μια φορά.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση έμμισθου δικηγόρου, ο οποίος διατηρεί και δικό του γραφείο, θα καταβληθεί από την απασχόληση του ως έμμισθος δικηγόρος, με επιμερισμό μεταξύ εντολέα και δικηγόρου η προβλεπόμενη εισφορά επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού.
Περίπτωση αυτοαπασχολούμενου που διατηρεί Πρατήριο Υγρών Καυσίμων και Φούρνο, θα καταβληθεί μία εισφορά υπολογιζόμενη επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού.
Χαμένοι από κάθε άποψη είναι όσοι εργαζόμενοι μπήκαν στην πλατφόρμα ως οιωνοί μισθωτοί με 12 μισθούς όμως, καθώς καλούνται να καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές για επικούρηση για κάθε δραστηριότητα.
Το σύνολο των ασφαλισμένων έχει το δικαίωμα να καταβάλει υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές από αυτές που διαμορφώνονται με βάση τον κατώτατο μισθό.
Εφάπαξ
Ανάλογη είναι και η εγκύκλιος για τις εισφορές που αφορούν το εφάπαξ, καθώς διαφοροποιείται από 1-1-2017 η βάση υπολογισμού της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ για όλους τους “παλαιούς” και “νέους ασφαλισμένους” αυτοτελώς απασχολούμενους.
Επίσης διαφοροποιείται από 1.1.2019 η βάση υπολογισμού της ασφαλιστικής εισφοράς υπέρ του Κλάδου Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ για όλους τους πριν και µετά την 1.1.1993 ασφαλισµένους, έµµισθους δικηγόρους, µισθωτούς µηχανικούς και υγειονομικούς, των οικείων τοµέων του κλάδου πρόνοιας του πρ. ΕΤΑΑ.
Δικηγόροι
Για όλους τους πριν και µετά την 1.1.1993 ασφαλισµένους, έµµισθους δικηγόρους, µισθωτούς µηχανικούς και υγειονομικούς, το ποσό της µηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, από 1.1.2019 διαμορφώνεται σε 4% επί του εκάστοτε κατώτατου μισθού. Ειδικά για τους έµµισθους δικηγόρους το ποσοστό 4% επιµερίζεται σε 2% για τον ασφαλισµένο και σε 2% για τον εντολέα.
Για τους Αυτοτελώς Απασχολούμενους
Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς από 1-1-2017 ανέρχεται σε 4%. Το ποσοστό αυτό ισχύει για παλαιούς και για νέους ασφαλισμένους και διαμορφώνεται με βάση τον εκάστοτε κατώτατο μισθό.
Παράλληλη ασφάλιση
Σε περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης, θα πρέπει να εξετάζεται για κάθε δραστηριότητα ξεχωριστά αν η κράτηση γίνεται στο εισόδημα (αποδοχές) ή στον κατώτατο μισθό. Οι εισφορές που αναλογούν σε κάθε κατηγορία είναι οι εξής:
Α) Εάν κάποιος είναι μισθωτός σε περισσότερες από μία θέσεις εργασίας τότε θα καταβάλλει κανονικά ασφαλιστικές εισφορές για το σύνολο του εισοδήματος του της κάθε μισθωτής απασχόλησης.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση ξενοδοχοϋπαλλήλου, νέου ασφαλισμένου, ο οποίος απασχολείται και ως υπάλληλος σε εμπορική επιχείρηση, η παρακράτηση γίνεται επί των αποδοχών από κάθε δραστηριότητα (μισθωτή απασχόληση).
Β) Εάν κάποιος έχει μισθωτή απασχόληση και καταβάλει εισφορές για επικούριση με βάση το εισόδημα του κι έχει κι άλλα έσοδα από άλλες πηγές τότε καταβάλει εισφορές μόνο από το εισόδημα της μισθωτής του απασχόλησης.
Για παράδειγμα, μηχανικός ο οποίος εργάζεται ως μισθωτός στο Δημόσιο με μισθό π.χ. 1.000 ευρώ μηνιαίως (ως διοικητικός υπάλληλος) και παράλληλα διατηρεί τεχνικό γραφείο, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, θα καταβάλλει εισφορά μόνο επί του εισοδήματος (των αποδοχών) από τη μισθωτή απασχόλησή του στο Δημόσιο, ήτοι και εν προκειμένω θα καταβάλλει ποσό 40 ευρώ (ήτοι 1.000 ευρώ x 4%).
Σε περίπτωση που το εισόδημα από τη μισθωτή απασχόληση υπολείπεται από τον κατώτατο μισθό (περιπτώσεις μερικής απασχόλησης), τότε συμπληρώνονται οι εισφορές για το εφάπαξ από το εισόδημα από τις υπόλοιπες δραστηριότητες.
Γ) Εάν κάποιος αμείβεται με τον κατώτατο μισθό από όλες τις δραστηριότητες του, τότε η εισφορά για την επικουρική ασφάλιση παρακρατείται μόνο μια φορά.
Για παράδειγμα σε περίπτωση έμμισθου δικηγόρου, ο οποίος διατηρεί και δικό του γραφείο, θα καταβληθεί η προβλεπόμενη εισφορά από τη μισθωτή απασχόληση επί του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού, με επιμερισμό μεταξύ εντολέα και δικηγόρου,
Επίσης σε περίπτωση μηχανικού, ο οποίος διατηρεί δικό του γραφείο και είναι και εργολήπτης δημοσίων έργων θα καταβάλλει μία εισφορά επί του προβλεπόμενου κατωτάτου βασικού μισθού.
Δ) Για τους ασφαλισμένους που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/2016) θα καταβάλλονται από 1-1-2019 οι παρακάτω εισφορές: για τους µηχανικούς και υγειονομικούς, ποσοστό 4%, υπολογιζόµενο επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό µισθό µισθωτού, που ισχύει.
Το σύνολο των ασφαλισμένων έχει το δικαίωμα να καταβάλλει υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές από αυτές που διαμορφώνονται με βάση τον κατώτατο μισθό.