Στη φυλακή ακόμα και για πρωτόδικες καταδίκες αδικημάτων πλημμεληματικού χαρακτήρα πρέπει να οδηγούνται οι δράστες εγκλημάτων αθλητικής βίας, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.

Αυτό ζητά μεταξύ άλλων ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ζαχαρίας Κοκκινάκης, αρμόδιος για θέματα αθλητισμού, με σημερινή εγκύκλιό του προς όλους τους εισαγγελείς πρωτοδικών της χώρας.

Ο κ. Κοκκινάκης ζητά από τους εισαγγελείς να εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα που τους δίνει ο νόμος για την πρόληψη εγκλημάτων αθλητικής βίας, τον εντοπισμό και την τιμωρία των δραστών.

Τονίζει δε στους συναδέλφους του ότι είναι επιτακτική ανάγκη η δικής τους εγρήγορση και συνεισφορά στην πάταξη τέτοιων εγκλημάτων.

Ποιες διατάξεις του νόμου πρέπει υποχρεωτικά να εφαρμοστούν κατά τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου

-Στη φυλακή οι δράστες ακόμα και για τις μικρότερες ποινές. Καμία αναστολή στις πρωτόδικες ποινές τους, καμία μετατροπή τους, ούτε καν για κοινωφελή εργασία.

-Οι δίκες τους πρέπει να γίνονται μέσα σε 30 ημέρες

-Έρευνα αν δρουν ως εγκληματική οργάνωση.

-Έρευνα σε όλες τις λέσχες φιλάθλων. Ελεγχος για τη νομιμότητα λειτουργίας των γραφείων και των εντευκτηρίων τους.

-Έρευνα αν λέσχες αποτελούν ορμητήρια για άλλα εγκλήματα και κρυψώνες όπλων κι αν οι δράστες έχουν ενταχθεί σε τέτοιες λέσχες ως δήθεν φίλαθλοι.

-Αυτονόητο – λέει ο κ.Κοκκινςκης- ότι ο έλεγχος πρέπει να γίνεται συστηματικά και όχι μόνο σε περιπτώσεις ακραί­ας εγκληματικής βίας.

-Υπενθυμίζει ότι είναι υποχρεωτική η εποπτεία και ο έλεγχος των λεσχών φιλάθλων από τα αθλητικά σωματεία.

-Δεν απαιτείται τα εγκλήματα να συνδέονται με αθλητική εκδήλωση.. Αρκεί να έχουν σαφή αθλη­τική αναφορά ή αθλητικό υπόβαθρο, όπως η δολοφονία του Άλκη.

-Επιβαρυντική περίσταση η τέλεση των εγκλημάτων από ιδιαίτερα επικίνδυνους δράστες όπως αυτοί που διέπραξαν και στο παρελθόν τέτοια αδικήματα.

-Σε περίπτωση καταδίκης, υποχρεωτικά, επιβάλλεται στο δράστη απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων, απο δύο έως πέντε έτη,.

-Ποινικές ευθύνες για όσους παροτρύνουν, υποκινούν δημόσια, ή δια του Τύπου τέτοια εγκλήματα, ακόμα και για παράγοντες Π.Α.Ε. ή άλλων σωματείων, συνδέσμους φιλάθλων ή άλ­λους.

-Λόγω μέτρων για τον κορωνοϊό, η τέλεση εγκλημάτων βίας με αθλητικό υπόβαθρο έχει μεταφερθεί εκτός των αθλητικών χώρων, ενώ, σε ορι­σμένες περιπτώσεις, δράστες με «οπαδικά» κίνητρα ή επικαλούμενοι τέτοια κίνη­τρα, διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότη­τας των πολιτών, ληστείες, παραβάσεις του νόμου περί όπλων, ναρκωτικών.

-Επιτακτική ανάγκη, η εξάντληση κάθε νόμιμου δικονομικού μέσου πρωτίστως για την διακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας και τη σύλληψη των δραστών, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι περι­πτώσεις θέσης στο «αρχείο αγνώστων δραστών» δικογραφιών με τέτοια εγκλή­ματα.

-Ο χειρισμός των σοβαρών, κατά την κρίση του Διευθύνοντος την Ει­σαγγελία, δικογραφιών, να ανατίθεται σε έμπειρους εισαγγελικούς λειτουργούς.

Αναλυτικά η εγκύκλιος του κ.Κοκκινάκη:

Προς:

Τους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της Χώρας

ΘΕΜΑ: Βία με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή αθλητικό υπόβαθρο.

Με αφορμή τα πρόσφατα περιστατικά έξαρσης της βίας με αθλητικό υπόβαθρο και ενόψει ότι η βία, ως κοινωνικό πρόβλημα, βρίσκει στο χώρο του αθλητισμού πρόσφορο έδαφος εκδήλωσης της, ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκαλούν, επισημαίνονται τα ακόλουθα, στο πλαίσιο των κατά το άρθρο 24 παρ. 5 Ν. 1756/1988 αρμοδιοτήτων μας:

Ως γενική αρχή, επιβάλλεται, στο πλαίσιο της λειτουργικής σας αρμοδιότητας για την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία των πολιτών και η δική σας υπερβάλλουσα εγρήγορση και σημαντική συμβολή, με εξάντληση κάθε δικονομικής δυνατότητας, για την πρόληψη και την δραστική αντιμετώπιση εγκλημάτων βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή με αθλητικό υπόβαθρο, με την προσήκουσα εφαρμογή των οικείων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, των νόμων περί αθλητισμού και των λοιπών ειδικών ποινικών νόμων. Ειδικότερα:

Α) Στο άρθ. 41 ΣΤ’ Ν. 2725/1999, (όπως τροποποιήθηκε και αντί καταστάθηκε ακολούθως, ήδη δε με το άρθ. 14 Ν. 4809/2021), τυποποιούνται (παρ. 1 και 2) τα εγκλήματα βίας, με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις ή αθλητικό υπόβαθρο, παράλληλα δε περιέχονται στο άρθρο αυτό δικονομικές διατάξεις αναφορικά με την εκδίκαση αυτών. Επισημαίνονται ιδιαίτερα και εφιστούμε την προσοχή σας στην εφαρμογή τους: 1) Των ουσιαστικών διατάξεων: α) της παρ. 3, κατά την οποία αποτελεί επιβαρυντική περίσταση η τέλεση των εγκλημάτων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους από ιδιαίτερα επικίνδυνο δράστη, όπως η ιδιότητα αυτή ορίζεται στην εν λόγω διάταξη (κατά την οποία χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα επικίνδυνος και ο δράστης που έχει τελέσει στο παρελθόν τέτοια αδικήματα), β) της παρ. 4, κατά την οποία θεωρείται ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση, η τέλεση των εγκλημάτων που προσδιορίζονται στη διάταξη αυτή και προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα, υπό τις προϋποθέσεις των παρ. 1 και 2, γ) της παρ. 4Α, κατά την οποία συνιστούν επιβαρυντικές περιπτώσεις η τέλεση των ανωτέρω εγκλημάτων υπό τις αναφερόμενες στη διάταξη προϋποθέσεις, δ) της παρ. 6 περί μη μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής (ούτε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας) και μη αναστολής αυτής και ε) της παρ. 7α, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση καταδίκης για τις ως άνω πράξεις επιβάλλεται υποχρεωτικά, για χρονικό διάστημα δύο έως πέντε ετών στο δράστη απαγόρευση προσέλευσης και παρακολούθησης αθλητικών εκδηλώσεων, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή. 2) Των προβλεπόμενων στην παρ. 8 δικονομικών διατάξεων. Συγκεκριμένα, κατά τη ρητή πρόβλεψη του νόμου για την εκδίκαση των προβλεπομένων στο άρθρο αυτό εγκλημάτων εφαρμόζεται υποχρεωτικά η διαδικασία των άρθ. 418 επ. ΚΠΔ και οι σχετικές υποθέσεις εκδικάζονται εντός τριάντα (30) ημερών, εκτός αν πρόκειται για τις εξαιρέσεις της παρ. 9 (ελαφρά πλημμελήματα διαιτητών ή αθλητών κατά τη συμμετοχή τους στην αθλητική συνάντηση), ενώ η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης.

Β) Με την παρ. 10 του ανωτέρω άρθρου προβλέπεται η εφαρμογή των προαναφερθεισών (στοιχ. Α’) διατάξεων των παρ. 4Α, 6, 7 και 8 του εν λόγω άρ­θρου, των αξιόποινων συμπεριφορών που περιγράφονται σ’ αυτή, ακόμη και ό­ταν δεν συνδέονται με συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση, όταν έχουν σαφή αθλη­τική αναφορά ή αθλητικό υπόβαθρο, που ανάγεται σε αντιπαλότητα μεταξύ οπα­δών αθλητικών ομάδων.

Γ) Έχει θεσπιστεί ως ιδιαίτερη αξιόποινη συμπεριφορά (παρ. 6 του ως άνω άρθρου), η παρότρυνση, υποκίνηση, ενθάρρυνση ή διευκόλυνση με οποιον­δήποτε τρόπο και ιδίως δημόσια, ή δια του τύπου ή διαδικτύου, των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, από μεμονωμένα άτομα ή οργανωμένες ομάδες. Επιβάλλεται η απαρέγκλιτη εφαρμογή της διάταξης αυτής, σε κάθε περί­πτωση που διαπιστώνεται τέτοια αξιόποινη συμπεριφορά, τελούμενη από οποι- ονδήποτε (παράγοντες Π.Α.Ε. ή άλλων σωματείων, συνδέσμους φιλάθλων ή άλ­λους), με τις οριζόμενες κατά τα ανωτέρω δικονομικές ρυθμίσεις, ενόψει μάλιστα ότι αφορά στην πρόληψη των προαναφερόμενων εγκλημάτων, αλλά και άλλων σοβαρών εγκλημάτων βίας που σχετίζονται με αυτά. Ομοίως επιβάλλεται η προ­σήκουσα αξιολόγηση κάθε άλλης αξιόποινης συμπεριφοράς που συμβάλλει στην αθλητική βία (χειραγώγηση αθλητικών αγώνων κ.ο.κ.).

Δ) Με το άρθ. 41 Β’ Ν. 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 12 Ν. 4809/2021, προβλέπονται οι «λέσχες φιλάθλων» καθώς και η υποχρέωση των οικείων αθλητικών σωματείων ή Α.Α.Ε. να ασκούν με εκπρόσωπό τους εποπτεία και έλεγχο στις λέσχες που έχουν αναγνωρίσει σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παρ. 3., καθώς επίσης προβλέπεται η δυνατότητα των λεσχών να έχουν γραφεία ή εντευκτήρια, ύστερα από άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, η οποία προβαίνει υποχρεωτικά στη σφράγιση κάθε χώρου που, χωρίς την ανωτέ­ρω άδεια, στεγάζει με οποιονδήποτε τρόπο τη λειτουργία γραφείων, ή εντευκτη­ρίων λέσχης. Τέλος, προβλέπεται ότι όποιος λειτουργεί τα ως άνω γραφεία ή ε­ντευκτήρια χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, ή παραβιάζει τη σφρα­γίδα που έθεσε η αστυνομική αρχή στους χώρους αυτούς, τιμωρείται με την ποι­νή που προβλέπεται από το άρθρο 178 του Π.Κ. Έχει παρατηρηθεί ότι ομάδες δραστών ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων βίας, τελουμένων από «οπαδικά» κίνη­τρα, ή με επίφαση αθλητικό υπόβαθρο, έχουν ενταχθεί «ως φίλαθλοι» σε λέσχες φιλάθλων, ενώ γραφεία και εντευκτήρια, λειτουργούντα προφανώς παράνομα, αποτελούν «ορμητήρια» των δραστών αυτών για την τέλεση τέτοιων πράξεων και χώρους απόκρυψης όπλων. Ενόψει τούτων παρακαλούμε για τον έλεγχο της νομιμότητας λειτουργίας των ως άνω γραφείων, εντευκτηρίων και άλλων χώρων, την εφαρμογή των προβλεπόμενων κυρώσεων και την διερεύνηση τέλεσης ε­γκλημάτων που διώκονται αυτεπάγγελτα, καθώς και τη διακρίβωση των στοιχεί­ων των υπαιτίων (φυσικών αυτουργών ή συνεργών). Είναι αυτονόητο ότι ο ανω­τέρω έλεγχος πρέπει να γίνεται συστηματικά και όχι μόνο σε περιπτώσεις ακραί­ας εγκληματικής βίας.

Ε) Τέλος, είναι γνωστό ότι, ενόψει των μέτρων περιορισμού του αριθμού των φιλάθλων στους αθλητικούς χώρους, η τέλεση εγκλημάτων βίας με αθλητικό υπόβαθρο έχει μεταφερθεί εκτός των αθλητικών χώρων, ενώ, σε ορι­σμένες περιπτώσεις, δράστες με «οπαδικά» κίνητρα ή επικαλούμενοι τέτοια κίνη­τρα, διαπράττουν σοβαρά εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότη­τας των πολιτών, ληστείες, παραβάσεις του νόμου περί όπλων, ναρκωτικών κ.ο.κ. Η δραστική αντιμετώπιση αυτής της μορφής εγκληματικότητας είναι επιτα­κτική ανάγκη, προς τούτο δε επισημαίνονται τα εξής: 1) Επιβάλλεται η εξάντληση κάθε νόμιμου δικονομικού μέσου πρωτίστως για την διακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας και τη σύλληψη των δραστών, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι περι­πτώσεις θέσης στο «αρχείο αγνώστων δραστών» δικογραφιών με τέτοια εγκλή­ματα. Τούτο, αφενός μεν θα αποτρέψει τη συνέχιση της εγκληματικής συμπερι­φοράς των δραστών αυτών, αφετέρου δε θα αποθαρρύνει όμοια συμπεριφορά άλλων. 2) Ο χειρισμός των σοβαρών, κατά την κρίση του Διευθύνοντος την Ει­σαγγελία, δικογραφιών, να ανατίθεται σε έμπειρους εισαγγελικούς λειτουργούς, για την προσήκουσα νομική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. Σημειώνεται ότι κατά τη νομική αυτή αξιολόγηση, εφόσον πρόκειται για δράστες που δρούν κατά ομάδες και οργανωμένα, πρέπει να διερευνάται κατά περίπτωση η τυχόν τέλεση ακόμη και των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθ. 187 ΓΊ.Κ. και 3) Είναι ε­πιβεβλημένη η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στην περίπτωση πλημμε­λημάτων, εφόσον συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις.