ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Δεν μιλάμε πλέον για ενδείξεις ανάκαμψης, αλλά για θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης επί τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα», υπογράμμισε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Θεόδωρος Μητράκος, μιλώντας στην εκδήλωση της Prodexpo North στη Θεσσαλονίκη. Ο κ. Μητράκος ανέφερε χαρακτηριστικά πως το 2018 θα είναι έτος-σταθμός για την ελληνική οικονομία, υπογραμμίζοντας ότι οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης είναι σημαντικό ότι αποτελεί μια εξέλιξη που «διαχέεται σταδιακά σε όλο και περισσότερους κλάδους της οικονομίας και δεν βασίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση όπως ίσχυε στο παρελθόν».
Τόνισε, μάλιστα, πως η εξέλιξη αυτή δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τους ξένους επενδυτές. Το 2017 συνεχίστηκε η ανοδική πορεία των εισροών για ξένες άμεσες επενδύσεις, οι οποίες ανήλθαν σε 3,6 δισ. ευρώ, έναντι αύξησης κατά 2,8 δισ. ευρώ το 2016, με το ήμισυ αυτών να συνδέεται με το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Ο υποδιοικητής της ΤτΕ επισήμανε, επίσης, ότι καθώς η οικονομική δραστηριότητα βρίσκεται ήδη σε τροχιά ανάκαμψης, είναι απαραίτητο να επικεντρωθεί πλέον η μεταρρυθμιστική προσπάθεια στον περιορισμό της γραφειοκρατίας, της πολυνομίας και της υποστελέχωσης στον τομέα της δικαιοσύνης, παράγοντες που δημιουργούν δικονομικές καθυστερήσεις και προφανώς προσκόμματα στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής πολιτικής όπως η ολοκλήρωση αποκρατικοποιήσεων και επενδύσεων που έχουν δρομολογηθεί.
«Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα στην κατεύθυνση της διευθέτησης των ελάχιστων πλέον προαπαιτούμενων για το κλείσιμο της τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος, ώστε, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση του χρέους, να διευκολυνθεί η αυτοδύναμη έξοδος από τα προγράμματα στήριξης», τόνισε ο υποδιοικητής της ΤτΕ.
Απαραίτητο ένα φιλικότερο και ασφαλέστερο πλαίσιο για τους επενδυτές
Παράλληλα, εστιάζοντας στο χώρο των ακινήτων, ο κ. Μητράκος επισήμανε την ανάγκη για την επιτάχυνση του προγράμματος αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, αρχής γενομένης με την επένδυση στο Ελληνικό, η εκκίνηση της οποίας φαίνεται να είναι πλέον κοντά. Παράλληλα, είπε, υπάρχει η ανάγκη για τη θέσπιση ενός πλαισίου και μέτρων στήριξης της ζήτησης, που σχετίζονται με τον εξορθολογισμό της φορολογίας επί των ακινήτων, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδοτήσεων, αλλά και τη διαθεσιμότητα ανοικτών δημόσιων δεδομένων προς τους ενδιαφερόμενους επενδυτές.
«Η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί προς ένα πλαίσιο φιλικότερο και ασφαλέστερο προς τον επενδυτή και να αξιοποιήσει προς όφελος της κοινωνίας και του πολίτη τα αμέτρητα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, πάντοτε μέσω διαδικασιών και κανόνων προστασίας του φυσικού της πλούτου», ανέφερε, προσθέτοντας: «Το ήδη διαφαινόμενο επενδυτικό ενδιαφέρον, αν και στοχευμένο προς το παρόν, θεωρούμε ότι σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου για την ελληνική αγορά ακινήτων, μιας περιόδου ευκαιριών, προοπτικών και δυναμικής, η οποία θα στηθεί σε περισσότερο σταθερές βάσεις, έχοντας πλέον αποκομίσει σημαντικά διδάγματα από το παρελθόν».
Εστιάζοντας στο αντικείμενο της εκδήλωσης της ProdexpoNorth, ο υποδιοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε στις εξελίξεις στους κλάδους της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας και των κατασκευών.
Όπως είπε, ο κλάδος διαχείρισης ακίνητης περιουσίας αντιπροσωπεύει το 4,3% του συνόλου των επιχειρηματικών ανοιγμάτων και εμφανίζει σχετικά υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2017 (54,2%, έναντι 56% το Δεκέμβριο του 2016).
Ο κλάδος των κατασκευών αντιπροσωπεύει το 11,6% του συνόλου των επιχειρηματικών ανοιγμάτων και εμφανίζει σημαντική βελτίωση του ποσοστού μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (50,1% στο τέλος του 2017 έναντι 54,8% τον Δεκέμβριο του 2016), το οποίο ωστόσο παραμένει υψηλότερο του μέσου όρου των επιχειρηματικών ανοιγμάτων.
Για τους δύο αυτούς κλάδους, το ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποσυσσωρευμένες προβλέψεις (47,8% και 48,4% αντιστοίχως) υπολείπεται ελαφρά του ποσοστού κάλυψης για το σύνολο των επιχειρηματικών ανοιγμάτων (50,7%).
Αντίστοιχη είναι η εικόνα όταν ληφθεί υπόψη η αξία των εξασφαλίσεων, με το συνολικό ποσοστό κάλυψης να ανέρχεται σε 95,2% για τον κλάδο διαχείρισης ακίνητης περιουσίας και 93,1% για τον κατασκευαστικό κλάδο, έναντι 97,6% για το σύνολο των επιχειρηματικών ανοιγμάτων.
Ο υποδιοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι η σωρευτική υποχώρηση των τιμών των οικιστικών ακινήτων από το 2008 μέχρι και το τέλος του 2017 εκτιμάται στο 41,8%. Η καταγεγραμμένη σωρευτική πτώση των τιμών γραφείων και καταστημάτων από το 2010, όταν και ξεκίνησε η αντίστοιχη καταγραφή της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται περίπου στο 30% και προφανώς είναι ακόμα μεγαλύτερη αν προσμετρηθεί και η διόρθωση της αγοράς κατά τα πρώτα έτη της πρόσφατης χρηματοοικονομικής κρίσης.
Όπως εκτίμησε ο κ. Μητράκος, υπάρχουν από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις σημαντικές ενδείξεις ότι ο καθοδικός κύκλος των τιμών στην ελληνική κτηματαγορά, που ξεκίνησε το 2009, αν δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, σταδιακά ολοκληρώνεται.
«Όσο η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αποκαθίσταται, τόσο αναμένεται να αυξάνεται η κινητικότητα στην αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών. Εξάλλου, τα τελευταία έτη, η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων έχει συνολικά εισέλθει σε έναν έντονο ανοδικό κύκλο, ο οποίος εκτιμούμε ότι θα συμπαρασύρει σταδιακά και την ελληνική αγορά, στο πλαίσιο μάλιστα και των αυξημένων τουριστικών ροών προς τη χώρα μας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο υποδιοικητής της ΤτΕ είπε ότι η ελληνική αγορά ακινήτων, παρουσιάζοντας σημαντικά ανταγωνιστικές αποδόσεις σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, αλλά και πραγματικές ευκαιρίες, θα αρχίσει σύντομα να διαδραματίζει πιο ενεργό ρόλο στη συνολική ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας.
Όπως εκτίμησε, παρά την όποια βραχυπρόθεσμη αρνητική επίδραση στις τιμές των ακινήτων υποδεέστερων χαρακτηριστικών από τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, στην προσπάθεια διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες, εκτιμάται ότι, μεσοπρόθεσμα, η κινητοποίηση της αγοράς θα ενισχύσει τη ζήτηση για ακίνητα υψηλών προδιαγραφών και επενδυτικών χαρακτηριστικών, συμπαρασύροντας τελικώς ανοδικά τη ζήτηση σε όλο και ευρύτερο φάσμα της ελληνικής κτηματαγοράς.
Εξάλλου, οι τράπεζες, έχοντας πλέον χαρτογραφήσει τα χαρτοφυλάκιά τους, φαίνεται να ξεκινούν τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων με ακίνητα μεγάλης αξίας, επαγγελματικά κυρίως, για τα οποία υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον, επιλέγοντας μάλιστα να διακρατήσουν σημαντικά ακίνητα σε περίπτωση μη ικανοποιητικών τιμών στους πλειστηριασμούς.
Αναφερόμενος στην αγορά της Θεσσαλονίκης, ο κ. Μητράκος είπε ότι έχει σημαντικές προοπτικές να αναπτύξει επενδυτική δυναμική και σε χρήσεις πέρα από τον τουρισμό. Η επιτυχής εξέλιξη της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης του ΟΛΘ, σε συνδυασμό με την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό του διεθνούς αεροδρομίου “Μακεδονία”, η εξέλιξη του έργου της κατασκευής του Μετρό, αλλά και η ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ – και η επέκταση των δραστηριοτήτων που αυτή συνεπάγεται – εκτιμάται ότι θα αναδείξουν μεσοπρόθεσμα τη Θεσσαλονίκη σε σημαντικό μεταφορικό και επιχειρηματικό κόμβο, με άμεση θετική επίδραση στην αγορά – ειδικά των επαγγελματικών – ακινήτων της ευρύτερης περιοχής.
Η κομβική θέση της πόλης, σε συνδυασμό με το ενισχυμένο δίκτυο υποδομών και μεταφορών, αναμένεται να δώσει κατ’ αρχάς νέα ώθηση στην αγορά αποθηκών – logistics, αλλά τελικά και σε χρήσεις σε όλο το φάσμα της αγοράς, με θετικές επιδράσεις στην ευρύτερη τοπική οικονομία.
Τράπεζες και «κόκκινα» δάνεια
Αναφερόμενος στον τραπεζικό τομέα, ο κ. Μητράκος τόνισε ότι το 2017 η ανθεκτικότητά του ενισχύθηκε, ωστόσο παραμένει η μεγάλη πρόκληση της αποτελεσματικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως είπε, το 2017 παρατηρήθηκε σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τα οποία διαμορφώθηκαν σε 95,6 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 10% σε ετήσια βάση.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα, όπως είπε, οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων, διευρύνοντας τις λύσεις ρύθμισης που προτείνουν στους δανειολήπτες και προχωρώντας στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, αξιοποιώντας το βελτιωμένο θεσμικό πλαίσιο (π.χ. ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, πτωχευτικό δίκαιο, εξωδικαστικός μηχανισμός διευθέτησης οφειλών κ.λπ.).
Με δεδομένο το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα, ο κ. Μητράκος εκτίμησε ότι θα μπορούσε να εξεταστεί και το ενδεχόμενο μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων (Asset Management Company – AMC) που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για το σκοπό αυτό.
Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα που χρήζει προσεκτικής μελέτης και σχεδιασμού, καθώς, εκτός από τις επιπτώσεις στα χρηματοοικονομικά μεγέθη των τραπεζών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, όπως είπε.