Την πλεονεκτική θέση της Αθήνας ως προς το επενδυτικό κλίμα αναγνωρίζουν οι διεθνείς επενδυτές, συγκρίνοντας την τοπική κτηματαγορά με αυτήν της Κωνσταντινούπολης.

Ως προς το επενδυτικό κλίμα, η Αθήνα κατατάσσεται στην 23η θέση, βαθμολογούμενη με 0,47 (έναντι 2,22 που είναι η βαθμολογίου του πρώτου στην κατάταξη Λονδίνου), από τους συμμετέχοντες στην έρευνα «Emerging trends in real estate – In the eye of storm» η PwC για λογαριασμό του Urban Land Institute.

Παρά την κατάταξή της στην 23η θέση και το σχετικά μικρό μέγεθος της επενδυτικής της αγοράς, η Αθήνα θεωρείται «καλά τοποθετημένη» ως προς τις προοπτικές ενοικίασης και κεφαλαιακής αξίας από τους ερωτηθέντες. Περιφερειακός fund manager σχολιάζει πως «υπάρχει ακόμη έλλειψη πρωτογενούς κτιριακού αποθέματος, λόγω της παρατεταμένης ύφεσης. Τα τελευταία 10 χρόνια υπήρξαν κάποιες εξελίξεις στους κλάδους των γραφείων και του λιανικού εμπορίου, αλλά οι ευκαιρίες εξακολουθούν να υπάρχουν». Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την Κωνσταντινούπολη που κατατάσσεται στην 19η θέση, όπου «τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα προτού βελτιωθούν. Μιλάμε για τριψήφιο πληθωρισμό, παρόλο που η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται» .

Παρόμοια είναι η κατάταξη και όσον αφορά τις προοπτικές της ανάπτυξης ακινήτων, στη λίστα όπου το Λονδίνο, το Βερολίνο και το Παρίσι κατατάσσονται στην κορυφή και η Αθήνα βαθμολογείται με 0,46 έναντι 2,08 της κορυφαίας στο development πόλης και 0,24 της τελευταίας, που είναι το Όσλο. Σημειωτέον ότι όσο υψηλότερη και κοντά στο 5 η βαθμολογία, τόσο μεγαλύτερη η πρόοδος που έκανε κάθε αγορά σε σχέση με πέρσι και αναφορικά με τις επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές. Σε ό,τι έχει να κάνει με τα μισθώματα, η ελληνική πρωτεύουσα βαθμολογήθηκε με 0,44, ξεπερνώντας στην κατάταξη τόσο την Κωνσταντινούπολη, όσο και τη Βουδαπέστη, την Πράγα και το Μπέρμιγχαμ.

Παρόμοια εκτίμηση έδωσε προ ημερών και ο Θεόδωρος Μητράκος, διευθυντής – σύμβουλος Διοίκησης και πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, μιλώντας σε συνέδριο για την ελληνική αγορά real estate. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ελλάδα δεν έχει ακολουθήσει το ράλι αύξησης τιμών της τάξης του 50% της διεθνούς κτηματαγοράς, άρα υπάρχουν ακόμα ευκαιρίες. Μιλώντας για το ενδεχόμενο «φούσκας» επεσήμανε ότι «όλοι οι δείκτες δείχνουν ότι δεν οδηγούμαστε σε κάτι τέτοιο. Στην Ελλάδα δεν ανησυχούμε ιδιαίτερα στο κομμάτι αυτό». Τόνισε, μάλθιστα, ότι η ύφεση δεν θα έρθει άμεσα, καθώς «ο δυναμισμός θα συνεχίσει, ίσως με μειωμένους ρυθμούς τα επόμενα τρίμηνα», εκτίμησε, καθώς ούτε η γεωπολιτική ούτε η ενεργειακή κρίση ανέκοψε αυτόν τον ρυθμό».

Ύφεση το 2022 – Ανάκαμψη το 2024

Σενάριο που δεν είναι μακρινό για τους Ευρωπαίους επενδυτές, οι οποίοι, όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, θεωρούν κατά ποσοστό 70% ότι η Ευρώπη θα περάσει σε ύφεση πριν από το τέλος του 2022.

Παρά την αβεβαιότητα, οι μισθώσεις σε όλη την Ευρώπη διατηρήθηκαν σε «αρκετά καλά επίπεδα» το 2022. Υπάρχει όμως ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση ότι οι υψηλές τιμές ενέργειας και η ύφεση θα οδηγήσουν σε πτώση πληρότητας και ενοικίων, ακόμη και σε εύρωστους τομείς. «Είναι σαφές ότι το 2023 θα είναι μια δύσκολη χρονιά σε κάθε περίπτωση, και όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ηγέτες του κλάδου, η ανάκαμψη μπορεί να μην εμφανιστεί μέχρι τις αρχές του 2024», ενώ η μεγαλύτερη ανησύχια εκφράζεται για τις αξίες των ακινήτων.

Οι ερευνητές επισημαίνουν πως ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες οδήγησαν ακόμα και τα logistics, που πρωταγωνίστησαν στην ανάπτυξη του real estate, να υποχωρούν στη συνολική κατάταξη, αν και ως κλάδος εξακολουθεί να βρίσκεται στην 7η θέση όσον αφορά στις προοπτικές για επενδύσεις και στην 6η θέση ως προς την αύξηση των ενοικίων. «Ως ένας τομέας που έχει δει τις αποδόσεις να συμπιέζονται σε ιστορικά χαμηλά, κάτω του 3% σε πολλές αγορές, είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένος όταν οι αξίες πέφτουν», καταλήγουν οι ερευνητές της PwC.