Η avant garde σχεδιαστική φιλοσοφία του γραφείου, το οποίο υπογράφει σημαντικό μέρος της πιο προηγμένης αρχιτεκτονικής που σχεδιάζεται και κτίζεται σήμερα στη χώρα μας, έχει συμβάλει στην εδραίωση της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής του ταυτότητας. Στα 30 χρόνια της πορείας του πολυάριθμα έργα του ξεχώρισαν και διακρίθηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Σήμερα το γραφείο Potiropoulos+Partners βρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων στην χώρα μας, τις συνδιαμορφώνει με έργα αιχμής που καλύπτουν όλες τις τυπολογίες και τις κλίμακες της αρχιτεκτονικής παραγωγής.
Με 30 και πλέον χρόνια εμπειρία και με τη συμμετοχή του Ρήγα Ποτηρόπουλου, η δημιουργική ομάδα ταλαντούχων αρχιτεκτόνων της Potiropoulos+Partners απευθύνεται στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας πλήρεις υπηρεσίες σχεδιασμού, σε όλο το φάσμα και τις κλίμακες των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών έργων.
Ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος, επικεφαλής του γραφείου Potiropoulos+Partners, μιλά στο mononews για την αρχιτεκτονική των Ελληνικών πόλεων, την τουριστική ανάπτυξη και την Αθηναϊκή Ριβιέρα καθώς και για τη σχεδιαστική φιλοσοφία της Potiropoulos+Partners.
-Ελληνικό αστικό τοπίο. Πού εντοπίζετε τα λάθη των πολεοδομικών σχηματισμών;
Η Αθήνα, και γενικά οι Ελληνικές πόλεις, στερούνται ισχυρών τοπόσημων και επίσης τα κέντρα τους δεν είναι λειτουργικά προσδιορισμένα. Πρόκειται για πολεοδομικά συγκροτήματα που αναπτύχθηκαν χύδην, μη αναγνωρίσιμα, χωρίς ταυτότητα. Το πρόβλημα των Ελληνικών πόλεων δεν είναι αποτέλεσμα των τελευταίων δεκαετιών. Hδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι ειδικοί είχαν επισημάνει τα αδιέξοδα της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης, ενώ έθεταν επίσης το ζήτημα του ανύπαρκτου αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των αστικών μας κέντρων. Η πολεοδομική ταυτότητα των Ελληνικών πόλεων αποτελεί πλέον έναν γρίφο χωρίς λύση. Είναι βέβαιο ότι η μοναδική πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση αυτού του αδιέξοδου μπορεί να προέλθει από τους πολιτικούς. Είναι πλεονασμός να πούμε ότι οι πολιτικοί και οι νομοθέτες σχεδιάζουν τον χώρο και όχι οι αρχιτέκτονες, οι οποίοι εξάλλου ήταν υπεύθυνοι μόνο για το 2% του συνολικά πραγματοποιημένου έργου στη χώρα μας.
-Η Αθήνα σταδιακά αλλάζει. Πώς θα επηρεάσει την Αττική η αστική ανάπλαση μέσα από τις μεγάλες επενδύσεις;
Η ιστορικότητα των κέντρων τους και κατά συνέπεια η δυνατότητα ανάκλησης της μνήμης είναι αυτά που συνήθως μας γοητεύουν στις ευρωπαϊκές πόλεις. Το ότι η πόλη, δηλαδή, έχει κάτι να μας διηγηθεί, αφενός μέσα από την πολεοδομική της δομή και αφετέρου μέσω των κτιρίων της, προσφέροντας στον επισκέπτη ένα μοναδικό ταξίδι στο χρόνο. Η έννοια του ιστορικού κέντρου αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα κάθε βιώσιμου πολεοδομικού σχηματισμού για λόγους θεσμικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς.
Στον αντίποδα όλων αυτών το πρόβλημα του κέντρου της Αθήνας είναι ακριβώς ότι στερείται ταυτότητας, καθώς αναπτύχθηκε χωρίς ισχυρό ιστορικό πυρήνα. Η ελληνική πρωτεύουσα δεν είναι σε θέση να μας ταξιδέψει στο παρελθόν της, εδώ η ιστορική μνήμη είναι αδύναμη, σχεδόν κάθε απτό ίχνος της έχει, ή κινδυνεύει να χαθεί. Το πρόβλημα βέβαια είναι παλιό. Ήδη στην πρώτη περίοδο της πόλης μας μετά το 1833 κατεδαφίστηκαν εκατοντάδες υστεροβυζαντινές εκκλησίες, μοναδικό αποτύπωμα της μετακλασικής ιστορικής μνήμης. Τα λίγα αξιόλογα δημόσια κτίρια που ανεγέρθηκαν -όπως η Βουλή, τα Ανάκτορα, η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο- δεν στάθηκαν ικανά να συγκροτήσουν ένα αναγνωρίσιμο και συνεκτικό αστικό κέντρο.
Πολύ αργότερα, στην μεταπολεμική Αθήνα, το κύριο βάρος της οικοδόμησης αφέθηκε στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία και στην αυθαίρετη στέγαση, με τα γνωστά αποτελέσματα. Το σύστημα της αντιπαροχής γιγαντώθηκε, ενώ ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε σε μικρής κλίμακας έργα ή σε διορθωτικές παρεμβάσεις. Με μαζικό τρόπο, νεοκλασικά και παραδοσιακά κτίρια θυσιάστηκαν στο βωμό της οικοπεδοποίησης. Το πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας μετά τη δεκαετία του ’70 πολύ λίγο θυμίζει πλέον την Αθήνα του Μεσοπολέμου, ο δε σημερινός χαοτικός αστικός σχηματισμός των περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων είναι ουσιαστικά μια σύγχρονη «μεταπόλη» που καμία σχέση δεν έχει με τις υπόλοιπες ιστορικές πόλεις της Ευρώπης.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα προβλήματα της Αθήνας, και κάθε ελληνικής πόλης, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσα από τις μεγάλες ή μικρότερες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αλλά και με πρωτοβουλίες του κράτους, και βέβαια αλλαγή της συλλογικής νοοτροπίας και κουλτούρας.
-Κάτι που θα μπορούσε να έχει γίνει και δεν έγινε στην Αθήνα; Μια χαμένη «ευκαιρία» που θεωρείτε ότι θα έπρεπε να έχουμε αξιοποιήσει;
Αρνούμενος να δεχτεί τη μίζερη πραγματικότητα της μεταπολεμικής Αθήνας, ο οραματιστής Τάκης Ζενέτος αγωνίστηκε με πάθος για την υλοποίηση πρωτοποριακών στόχων, όπως ήταν η χρήση της προηγμένης τεχνολογίας, επίσης της προκατασκευής, η εξοικονόμηση ενέργειας, ο ηλιασμός και η ηλιοπροστασία, η ηλεκτρονική πολεοδομία κ.α. Με τη γόνιμη φαντασία του δημιούργησε ορόσημα ποιοτικής αρχιτεκτονικής και ένα τέτοιο ορόσημο ήταν αναμφισβήτητα το εργοστάσιο του Φιξ, που εκπροσωπούσε ένα από τα σπουδαία ευρωπαϊκά δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής σε αστικό περιβάλλον. Μέχρι που γκρεμίστηκε σημαντικό μέρος του, περίπου το μισό κτίριο, προκειμένου να διευκολυνθούν τα έργα του υπό κατασκευή τότε μετρό.
Στην περίπτωση Φιξ, η περίφημη Tate Modern του Λονδίνου θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει για μας ως αυτονόητο παράδειγμα. Η Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Τate δημιουργήθηκε στο κτίριο που παλαιότερα στεγαζόταν ο Σταθμός Παραγωγής Ενέργειας Bankside – έργο του Gileς Gilbert Scott, που μεταξύ άλλων είχε σχεδιάσει και το γνωστό κόκκινο λονδρέζικο τηλεφωνικό θάλαμο. Το εργοστάσιο του Bankside έκλεισε το 1981, ενώ το 1993 η Tate ανακοίνωσε ότι ο πρώην Σταθμός θα φιλοξενούσε στο εξής την συλλογή μοντέρνας τέχνης. Το κτίριο τροποποιήθηκε, με σεβασμό στην ιστορία του και πρωτοτυπία όσον αφορά στην σύγχρονη επέμβαση από τους ελβετούς αρχιτέκτονες Herzog & de Meuron. Σήμερα είναι η πιο δημοφιλής Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης της Αγγλίας και το τρίτο δημοφιλέστερο Μουσείο της.
Το εμπνευσμένο έργο του Τάκη Ζενέτου, πλήρες, άθικτο, στην αρχική του μορφή και διάσταση, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποτελέσει τη χωρική αφορμή για τη δημιουργία ενός αθηναϊκού κέντρου μοντέρνας τέχνης, γιατί όχι παγκόσμιας εμβέλειας, εφάμιλλο της Tate Modern. Όμως, ως μικρόνοες κλωτσήσαμε τη μεγάλη αυτή ευκαιρία, απαξιώνοντας ταυτόχρονα ένα από τα πιο σημαντικά νεότερα μνημεία της αρχιτεκτονικής μας ιστορίας.
-Η ελληνική αρχιτεκτονική έχει διακριτή ταυτότητα; Το στοιχείο της ιστορικότητας αποτελεί κομμάτι αυτής;
Αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα την αρχιτεκτονική πραγματικότητα της Ελλάδας είναι ότι δεν υπάρχει μία τάση ανανέωσης, καινοτομίας, που να μπορεί να προκαλέσει αληθινά ρήγματα στην στερεοτυπική της εικόνα. Οι πόλεις μας ήταν και είναι από άποψη ύφους, αλλά και λειτουργικά, ανεξέλεγκτες και ασύνδετες. Χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς θύλακες «ευφορίας». Λείπει η γοητευτική αφήγηση. Επίσης η μνήμη – η παλαιότερη και η νεότερη – είναι «εγκεφαλική», κάθε απτό ίχνος της έχει ή κινδυνεύσει να χαθεί. Έτσι, η Ελληνική πόλη και η αρχιτεκτονική δεν ανακεφαλαιώνουν ούτε την παράδοση, ούτε την εμπειρία της «μοντέρνας» πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής. Η απουσία αυτής της ανανέωσης «σκοτώνει» την ίδια την πόλη, «σκοτώνει» μαζί και τον σύγχρονο αρχιτεκτονικό μας πολιτισμό. Οι όποιες εξαιρέσεις, γιατί υπάρχουν εξαιρέσεις, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
-Πώς θα αλλάξει η Αθηναϊκή Ριβιέρα με αφορμή την επένδυση στο Ελληνικό;
Η Ελληνική πρωτεύουσα θα μπορούσε να είναι μια υπέροχη πόλη. Η τοπογραφία της, το εύκρατο κλίμα και η ιστορία της το επιτρέπουν. Όμως, δεν είναι. Το φυσικό περιβάλλον του ευρύτερου πολεοδομικού σχηματισμού της θυσιάστηκε στο βωμό της ανοικοδόμησης, το ίδιο συνέβη και στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής, που δίνει σήμερα την εικόνα μιας ασυγκρότητης ζώνης, χωρίς χαρακτήρα, με άναρχη συσσώρευση κατοικιών και ελλειμματικές υποδομές. Η σημερινή Αθήνα, εκτός από την Ακρόπολη, δεν διαθέτει σημαντικούς κοινωνικούς πυκνωτές, ούτε επίσης ένα δίκτυο ισχυρών σημείων αναφοράς και ελκυστικών θεματικών ενοτήτων. Πόσο μάλλον προοπτικές ανάπτυξης, με την ουσιαστική έννοια του όρου.
Όλα αυτά συμβαίνουν, ωστόσο, σε μια πόλη με σχεδόν ιδανικές κλιματικές συνθήκες. Το πρόταγμα ενός αναβαθμισμένου παράκτιου μετώπου αφορά τόσο στην ποιότητα διαβίωσης των κατοίκων του, όσο και στο τουριστικό προϊόν. Είναι ολοφάνερη η ανάγκη ενός δομημένου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού για το ευρύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελληνικής πρωτεύουσας, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Τα τρέχοντα αστικά και περιαστικά προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με αποσπασματικές παρεμβάσεις. Η ανάπτυξη του «Ελληνικού», ως «οριοθετημένου» μεμονωμένου σχεδιασμού, δεν θα αποδώσει καρπούς αν δεν ενταχθεί σε ένα μεγαλύτερο και μελετημένο πρόγραμμα.
Έτσι μόνο θα μπορούσαμε να μιλάμε πραγματικά για «Αθηναϊκή Ριβιέρα». Φιλόδοξοι στόχοι αυτού του επιπέδου δυστυχώς μας υπερβαίνουν. Αναρωτιέμαι, ποιο είναι άραγε το όραμα της εκάστοτε κυβέρνησης, με ποιο τρόπο σκοπεύει να χειριστεί στρατηγικά την ευαίσθητη και πολυπαραμετρική σχέση πόλης-φύσης, σε όλη την επικράτεια, και ειδικότερα στην Αθήνα των 4 εκ. κατοίκων, με τα ειδυλλιακά νησιά του Αργοσαρωνικού σε απόσταση αναπνοής; Προκειμένου η πόλη να μπορέσει να ανοιχτεί στην κοντινή της θάλασσα και στα πανέμορφα τοπία που την περιβάλλουν. Ο συνδετικός κρίκος αυτής της τόσο κρίσιμης οργανικής ένωσης μόνο το παράκτιο αττικό μέτωπο θα μπορούσε να είναι, εξού και η σημαντικότητά του.
-Την περίοδο αυτή «τρέχουν» αρκετές τουριστικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Ποια θα ήταν η υπεραξία που μπορεί να προσφέρει ο αρχιτέκτονας στην βαριά βιομηχανία της χώρας;
Η σύγχρονη κοινωνική πολυπολιτισμικότητα και η αντίστοιχη αστική πολυπλοκότητα επιτάσσουν νέα, σύνθετα σχήματα ερμηνείας της αρχιτεκτονικής. Στο πλαίσιο αυτό ο χώρος, ως βιωματική εμπειρία, συνιστά έναν από τους βασικότερους άξονες συνθετικής προβληματικής. Όπου ένα σημαντικό θέμα αποτελεί η καινοτομία στην σύλληψη της «ιδέας». Η πρόκληση λοιπόν είναι με ποιο τρόπο θα μπορεί στο μέλλον να εξελίσσεται η αρχιτεκτονική με δημιουργικό τρόπο και ταυτόχρονα να πορεύεται στο φάσμα ενός κεκτημένου ιδιώματος. Μας απασχολεί το πως θα διαμορφωθεί στην αρχιτεκτονική η δυναμική σχέση ανάμεσα στην προηγμένη τεχνολογία και στην ανάγκη μας να επαναπροσδιορίσουμε τις «αρχετυπικές» πλευρές του σχεδιασμού προκειμένου η ζωή μας να γίνει πιο ανθρώπινη. Αφενός, δηλαδή, ο Τόπος ― με την «αρχέγονη» διάστασή του ― και, αφετέρου, η προσδοκία γι’ αυτό που δεν έχει έρθει ακόμη.
-Έχετε αναλάβει αρκετά και σημαντικά έργα στον χώρο της φιλοξενίας. Με ποιο τρόπο η Potiropoulos+Partners εμβαθύνει σε αυτόν τον τομέα;
Ισχύει ότι τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό ποσοστό των έργων μας αφορά στον ευρύτερο χώρο του τουρισμού. Έχουμε αποκτήσει κατ΄ επέκταση το know-how εκείνο που είναι απαραίτητο ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το γραφείο ακόμη και στον πιο απαιτητικό σχεδιασμό.
Η δουλειά μας έχει μια «αντισυμβατική» τάση, στόχος μας είναι να προσπαθούμε να ανεβαίνουμε επίπεδα εφευρετικότητας. Έτσι παραμένουμε δημιουργικοί. Και δημιουργικότητα σημαίνει «φαντάζομαι», «επινοώ». Αυτό που εξετάζουμε στις προτάσεις μας είναι η εμπειρία που προκαλεί ο σχεδιασμός μας, πέρα από την υλική υπόσταση των κτιρίων. Εύκολα καταλαβαίνει κάποιος την χρησιμότητα αυτής της προσέγγισης στον τομέα της φιλοξενίας, όπου ο χρήστης αναζητά σήμερα το «αναπάντεχο» βίωμα. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη να φανταστούμε μία αρχιτεκτονική «εκτός του μέχρι τώρα».
-Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια “αειφόρος σχεδιασμός” και σε ποιον βαθμό πραγματώνεται στα έργα σας;
Ο αειφόρος ή οικολογικός σχεδιασμός σχετίζεται με τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού και αντιμετωπίζει τα κτίρια, τον ελεύθερο χώρο και τα οικιστικά σύνολα ως μία ενότητα αλληλοεξαρτώμενη, που επηρεάζει και επηρεάζεται από το κλίμα του τόπου. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού οφείλουμε να εξασφαλίσουμε την τήρηση των βασικών αξόνων της αειφόρου ανάπτυξης, όπως είναι η προστασία και η διατήρηση των τοπικών οικοσυστημάτων και η συνετή διαχείριση των φυσικών πόρων. Η βιοκλιματική ή αειφόρος αρχιτεκτονική θεωρεί το κλίμα ως έναν από τους κρίσιμους παράγοντες που καθορίζουν τον σχεδιασμό των κτιρίων, υιοθετεί φυσικά και ανακυκλώσιμα υλικά, ενώ λαμβάνει υπόψη της τις αρχές της οικολογικής, κοινωνικής και οικονομικής βιωσιμότητας. Τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό τον αντιλαμβανόμαστε σαν ένα «εργαλείο» φιλικής δράσης προς το περιβάλλον, με σκοπό την ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου από την δόμηση.
-Έχετε διαγράψει 30 χρόνια στην ελληνική αρχιτεκτονική σκηνή, με σπουδαία έργα, πολλές διακρίσεις, αλλά και σημαντική παρουσία στη διεθνή αρχιτεκτονική σκηνή. Έχετε καταλήξει στο τι είναι αυτό που εξελίσσει έναν αρχιτέκτονα και τον κρατάει πάντα σταθερό στις δημιουργικές “επάλξεις”;
Η αρχιτεκτονική καλείται σήμερα να επανερμηνεύσει τις πολλαπλές δυναμικές σχέσεις που απελευθερώνει η ίδια η εξέλιξη της κοινωνίας, διερευνώντας πιο βαθιές οπτικές γωνίες νοηματοδότησης του υλικού χώρου και εκδήλωσης της φαντασίας. Μέσα από έναν τρόπο σκέψης που πρέπει να έχει σκοπό να περιλαμβάνει αντί να αποκλείει, να ερευνά και επίσης να ευαισθητοποιεί, σε αντίθεση με μία στατική αρχιτεκτονική. Σε αυτή τη δυναμική διαδικασία η παρουσία ενός πολύτροπου αρχιτεκτονικού λόγου θα συμβάλλει στην δημιουργία ενός ζωντανού αστικού χώρου ενισχύοντας τις εσωτερικές αλληλεπιδράσεις του. Η αλήθεια αυτή θέτει ένα βασικό ζήτημα για μία αρχιτεκτονική που θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από προσαρμοστικότητα, που θα ακολουθεί ανοικτούς νοητικούς ορίζοντες. Ο σχεδιασμός που είναι ευσύνοπτος και αφηγηματικός συγχρόνως, οικείος και αναπάντεχος μαζί, σαφής αλλά και ευρηματικός, θεωρούμε ότι αποτελεί δημόσια συνεισφορά. Η προσφορά αυτή είναι που κάνει τη δουλειά του αρχιτέκτονα χρήσιμη και επίκαιρη.
-Ποια είναι η φιλοσοφία που υιοθετεί η Potiropoulos + Partners στα έργα της;
Μας απασχολεί η «θεατρική» οργάνωση του χώρου, ο τρόπος με τον οποίον η αρχιτεκτονική μπορεί να παρέμβει στο περιβάλλον προσφέροντας εμπειρίες. Τον ρόλο της αρχιτεκτονικής στην πόλη τον καταλαβαίνουμε σαν ένα «κρίκο» που μπορεί να ενισχύσει τους αστικούς χώρους συνδέοντας τους μέσα από την ίδια τη χωρική δυναμική τους. Ώστε οι χώροι αυτοί – που κάποιες φορές είναι άμορφοι, άλλοτε αποσπασματικοί ή και εγκαταλελειμμένοι, να αποκτούν σύνδεση μεταξύ τους και ενδιαφέρον. Αυτή η διαδικασία είναι πολύ πιο σύνθετη αλλά και αληθινή από το να προσπαθήσει κάποιος να επιβάλει ένα «προκατασκευασμένο» αστικό μοντέλο και μετά να επιχειρήσει να διαπραγματευτεί την αρχιτεκτονική που αντιστοιχεί σ’ αυτό το μοντέλο. Εξάλλου η πολυπλοκότητα της εποχής μας δεν επιτρέπει να σκεφτόμαστε μονοσήμαντες ή απλοϊκές λύσεις.
Η αρχιτεκτονική καλείται σήμερα να επανερμηνεύσει τα πολλαπλά και ευαίσθητα δυναμικά πεδία που απελευθερώνει η ίδια η εξέλιξη της κοινωνίας, εξετάζοντας πιο βαθιές οπτικές γωνίες νοηματοδότησης του αρχιτεκτονικού χώρου, ενεργοποίησης των αισθήσεων και των συναισθημάτων, και εκδήλωσης της φαντασίας.
- Black Friday στο Λαϊκό Λαχείο: 5 ευρώ η πεντάδα και εγγυημένο έπαθλο 100.000 ευρώ στον μεγάλο νικητή
- Άννα Μάνη: Με 102 εκατ. ευρώ ενισχύονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις με την «Έξυπνη Μεταποίηση»
- Ισραήλ: Ζητά να κρατηθεί μακριά η Γαλλία από τη συμφωνία εκεχειρίας με τον Λίβανο
- ΑΑΔΕ: Στην Αθήνα η συνάντηση εκπροσώπων χημικών και τελωνειακών Υπηρεσιών από 27 χώρες