ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Ενώ άλλοι πειραματίζονταν με τους τεχνητούς, διαδοχικούς ρυθμούς», γράφει η Washington Post «ο Βαγγέλης έπαιζε τα συνθεσάιζέρ του σαν εκκλησιαστικό όργανο, παράγοντας μεγάλες μελωδίες με ογκώδη, τεχνητή αντήχηση για να δημιουργήσει την αίσθηση του ήχου σε καθεδρικό ναό. Επινόησε επίσης ένα σύστημα, που του επέτρεπε να παίζει πολλές φωνές συνθεσάιζερ ταυτόχρονα, μετατρέποντας τα πλήκτρα του σε πλήρη ορχήστρα. Συνήθως μάλιστα ηχογραφούσε άμεσα τα κομμάτια.
Ο δρομέας
Το «Chariots of Fire» του 1981 με το οποίο ο Βαγγέλης Παπαθανασίου κέρδισε το Όσκαρ Μουσικής αλλά και το εμβληματικό «Blade Runner» του 1982, μια ταινία-σταθμός του Ρίντλεϊ Σκοτ που δημιούργησε σχολή είναι οι βασικές δημιουργίες του, στις οποίες στέκονται κυρίως τα ξένα Μέσα. Και όχι άδικα, δεδομένης της τεράστιας επιτυχίας τους αλλά και της φήμης, που απέκτησε ο ίδιος μέσα από αυτές.
Το θέμα του στους «Δρόμους της Φωτιάς» παραμένει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στην ιστορία της κινηματογραφικής μουσικής.
Οι νεαροί δρομείς της ταινίας, που τρέχουν κατά μήκος της παραλίας σε αργή κίνηση, καθώς προετοιμάζονται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 υπό τους ήχους ενός «ύμνου», που εκτινάσσεται στα ύψη μέσα από έναν επίμονα, παλλόμενο ρυθμό είναι σαν να γράφουν ένα έπος. Και υπεύθυνος γι΄αυτό ήταν ο Παπαθανασίου. Παρασυρμένος μάλιστα κι ο ίδιος απ΄αυτόν τον ρυθμό, που εύκολα έκανε το θεατή να νιώσει ξαφνικά, με κομμένη την ανάσα του…. «Προσπαθώ να βάλω τον εαυτό μου στην κατάσταση και να το νιώσω», έλεγε ο Παπαθανασίου σε μία από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του. «Είμαι δρομέας εκείνη την ώρα, έτσι νιώθω … και μετά συνθέτω… και η στιγμή είναι γόνιμη και ειλικρινής, νομίζω».
Ο ορισμός της μουσικής
Πέρασε την κινηματογραφική του επιτυχία την επόμενη χρονιά με το «Blade Runner», συνθέτοντας ένα μεγαλειώδες και προωθημένο έργο για τη νεο-νουάρ ταινία επιστημονικής φαντασίας του Ρίντλεϊ Σκοτ. Όπως γράφει η Washington Post ο Ρίντλεϊ Σκοτ επισκεπτόταν κάθε βράδυ τον Παπαθανασίου στο Λονδίνο, ενώ έκανε το μοντάζ της ταινίας του. Και θυμάται έντονα την αντίδρασή του, όταν άκουσε για πρώτη φορά τη μουσική ιδέα του συνθέτη για το εναρκτήριο πλάνο, που ήταν μια εναέρια εικόνα ενός μελλοντικού Λος Άντζελες στον νυχτερινό ουρανό. «Ειλικρινά, οι τρίχες μου σηκώθηκαν», είχε πει. «Ήταν η ψυχή της ταινίας».
Και πράγματι οι παρτιτούρες του «Blade Runner» πλημμύρισαν την δυστοπική πόλη που είχε δημιουργήσει ο Σκοτ, με γιγαντιαίες, κομψές, ηλεκτρικές συγχορδίες και ακολούθησαν τα βήματα του κυνηγού των ρέπλικα, κατά κόσμον Χάρισον Φορντ, με μια θλιμμένη μπαλάντα για σαξόφωνο και συνθεσάιζερ. Ένα μουσικό έργο, που έγινε υπόδειγμα στο είδος του συνεχίζοντας να επηρεάζει συγκροτήματα και συνθέτες ταινιών δεκαετίες αργότερα.
Για τον ίδιο ωστόσο, ο ορισμός της καλής μουσικής ήταν απλός: «Το να κάνεις μουσική είναι σαν να κάνεις έρωτα. Δεν είναι καλό, εκτός κι αν είναι ειλικρινές και αυθόρμητο», είχε πει.
Η μουσική για το διάστημα
Στα καταστήματα μουσικής εξάλλου, η σόλο δουλειά του συνθέτη βρισκόταν στο ράφι του αναπτυσσόμενου είδους της New Age, μαζί με συνομηλίκους του, όπως οι σπουδαίοι Mike Oldfield, Jean-Michel Jarre και Tangerine Dream. Βασική διαφορά του με τους συγχρόνους του όμως, ήταν η μελωδία. «Ο Βαγγέλης είναι ο κύριος της σαρωτικής, μελωδικής μουσικής», είχε δηλώσει ο Πολ Χάσλιγκερ, άλλοτε μέλος των Tangerine Dream. «Είτε σας αρέσει αυτός ο πλούσιος, συμφωνικός ήχος είτε όχι, οι μελωδίες αρέσουν. Κι αν έχετε δοκιμάσει ποτέ οτιδήποτε στη μουσική, ξέρετε πόσο δύσκολο είναι».
Αλλά εκείνος δεν έμεινε εκεί. Θέλησε να συνδέσει τη μουσική του με το διάστημα ξεκινώντας ήδη από την δεκαετία του ΄70 με γαλλικά ντοκιμαντέρ για να ακολουθήσει το 1980 η σειρά «Cosmos: A Personal Voyage» του μεγάλου αστροφυσικού Καρλ Σέιγκαν στο PBS. Μια σειρά που τιμήθηκε με βραβείο Έμμυ και προβλήθηκε σε 69 χώρες με 500 εκατομμύρια τηλεθεατές και είχε ως θέμα της τη θέση του ανθρώπου το σύμπαν και την δυνατότητα εξωγήινης ζωής.
Ανθρώπινο αγαθό
Το 1982 συνεργάστηκε με τον Κώστα Γαβρά στην υποψήφια για Όσκαρ ταινία «Ο αγνοούμενος» με τον Τζακ Λέμον, που υποδυόταν έναν αμερικανό συγγραφέα, ο οποίος εξαφανίστηκε στη Χιλή εν μέσω του πραξικοπήματος του 1973 που έφερε το καθεστώς Πινοσέτ στην εξουσία. Και το 1992 έγραψε τη μουσική της ταινίας του Ρομάν Πολάνσκι «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα».
Την ίδια χρονιά ο Βαγγέλης Παπαθανασίου συνεργάστηκε ξανά με τον Ρίντλεϊ Σκοτ για το έπος του Κολόμβου «1492: Κατάκτηση του Παραδείσου», συνθέτοντας μια μουσική που συνδύαζε τα ηλεκτρονικά, τη χορωδία και τα πρωτόγονα όργανα κατακτώντας τα ευρωπαϊκά ποπ τσαρτ. Ενώ η τελευταία σημαντική κινηματογραφική δουλειά του ήταν στον «Αλέξανδρο» του Όλιβερ Στόουν, που ως ταινία για τον Μακεδόνα στρατηλάτη με κακές κριτικές αλλά με την μουσική του να διακρίνεται και πάλι.
«Η μουσική είναι κάτι πολύ περισσότερο από ψυχαγωγία, πιστέψτε με», όπως είχε πει. «Είναι ένα σημαντικό ανθρώπινο αγαθό».
Διαβάστε επίσης