ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Φαντάζεται ποτέ κανείς ότι ένα αρχαίο άγαλμα, ένα αγγείο, ένα ειδώλιο μπορεί να αποτελέσει «όργανο» ενίσχυσης της τρομοκρατίας; Προφανώς όχι, αλλά στα κατάλληλα χέρια, ασφαλώς ναι.
Όταν από τις Συμβάσεις της Γενεύης για την προστασία των θυμάτων πολέμου, από το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει κριθεί, ότι η αρχαιοκαπηλία αποτελεί έγκλημα πολέμου είναι σαφές, ότι η σύνδεση ανάμεσα στα αρχαία έργα τέχνης και την διεθνή τρομοκρατία είναι ευθεία.
Παρ΄όλα αυτά σπανίως ή ποτέ τιμωρούνται οι ένοχοι. Αυτό κατήγγειλε η συνεργάτης το Ιδρύματος Κλούνεϊ για τη Δικαιοσύνη Άνια Νεϊστάτ, παρουσιάζοντας στην Ουάσινγκτον τα αποτελέσματα έρευνας δύο ετών σχετικά με την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών θησαυρών από το Ιράκ, τη Συρία, την Υεμένη και τη Λιβύη και την πώλησή τους στη συνέχεια στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι πωλήσεις αρχαιοτήτων από εμπόλεμες περιοχές, οι κλοπές από τα ξένα στρατεύματα, οι παράνομες ανασκαφές είναι από τα παρεπόμενα του πολέμου, που μπροστά στις ανθρώπινες ζωές έρχονται ασφαλώς, σε δεύτερη μοίρα.
Παρ΄όλα αυτά εξακολουθούν να είναι εγκλήματα πολέμου και όχι μόνον γιατί απογυμνώνουν τους λαούς από την πολιτιστική κληρονομιά τους και στην ουσία από την ιστορία τους Αλλά και γιατί τα κέρδη χρησιμοποιούνται σταθερά για την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και την τροφοδότηση των εξτρεμιστών με πολεμικό υλικό.
Αγώνας για δικαιοσύνη
«Ο κόσμος γίνεται όλο και πιο αυταρχικός και οι αυταρχικοί ηγέτες χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τα δικαστήρια για να εδραιώσουν την εξουσία τους», όπως αναφέρουν ο Τζορτζ Κλουνεϊ και η Αμάλ Αλαμουντίν – Κλούνεϊ για τους σκοπούς του ιδρύματος τους.
«Ιδρύσαμε το Ίδρυμα Κλούνεϊ για τη Δικαιοσύνη για να αναγκάσουμε τους δράστες διεθνών εγκλημάτων να λογοδοτήσουν και για να αγωνιστούμε για δικαιοσύνη, για τα θύματα και για τους επιζώντες της εκτεταμένης διαφθοράς και των μαζικών θηριωδιών», συμπληρώνουν.
Η εμπειρία και των δύο σε διεθνές πεδίο ήταν η αφορμή. Η Αμάλ Κλούνεϊ μέσα από τη δουλειά της ως διεθνής δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων είδε αυταρχικούς ηγέτες και καταπιεστικές κυβερνήσεις να διαπράττουν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάνοντας κατάχρηση των δικαστηρίων και των δικαστικών συστημάτων στις χώρες τους χωρίς φόβο και, πολύ συχνά, χωρίς συνέπειες.
Από τη δική του πλευρά, οι επιζώντες των φρικαλεοτήτων, που γνώρισε ο Τζορτζ Κλούνεϊ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Νταρφούρ τον ώθησαν να ιδρύσει το The Sentry, έναν οργανισμό που επιδιώκει να απενεργοποιήσει τα πολυεθνικά ληστρικά δίκτυα, τα οποία επωφελούνται από τα εγκλήματά τους, από τις βίαιες συγκρούσεις, την καταστολή και τις εκτεταμένες κλοπές.
Χωρίς να αντιμετωπίζουν σχεδόν ποτέ τη δικαιοσύνη και χωρίς τα θύματα να λαμβάνουν αποζημίωση. Αυτές οι επιδιώξεις για δικαιοσύνη αντιμετωπιζόμενες από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των δύο, συνδυάστηκαν προκειμένου για να δημιουργήσουν το The Clooney Foundation for Justice.
Το παράνομο εμπόριο
Νομική διευθύντρια του The Docket, ενός προγράμματος του ιδρύματος, η Άνια Νεϊστάτ διαθέτει στοιχεία για το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων. Όπως λέει, ελέγχεται από ένοπλες οργανώσεις, όπως για παράδειγμα το Ισλαμικό Κράτος ή τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ –το πρώην παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία– και τους επιτρέπει, με τα έσοδα που προκύπτουν να αγοράζουν όπλα και να χρηματοδοτούν επιθέσεις. Ακόμη και με επίφαση «νομιμότητας».
Γιατί το Ισλαμικό Κράτος, την εποχή που είχε υπό τον έλεγχό του πολλά εδάφη της Συρίας και του Ιράκ (2011-16) ίδρυσε ένα «υφυπουργείο» Aρχαιοτήτων, που χορηγούσε άδειες σε άτομα που λεηλατούσαν αρχαιολογικούς χώρους και στη συνέχεια επέβαλε φόρους στην πώληση των αντικειμένων!
Κρατικές και μη κρατικές είναι αυτές οι ένοπλες ομάδες, σύμφωνα με τις έρευνες του Clooney Foundation for Justice, έχοντας θεσμοθετήσει τη λεηλασία των αρχαιοτήτων ως πολεμικό όπλο και ως σημαντική πηγή χρηματοδότησης.
«Η λεηλασία τροφοδοτεί τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις και επιτρέπει τη διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνών εγκλημάτων», σημειώνεται στην αναφορά του ιδρύματος, που κάνει και τη δυσοίωνη πρόβλεψε, πως όσο υπάρχει σε μεγάλο βαθμό άναρχη διεθνής αγορά για παράνομες αρχαιότητες, όπου οι έμποροι, οι μεσίτες και οι μεσάζοντες λειτουργούν ατιμώρητα, αθτά τα εγκλήματα θα συνεχισθούν αμείωτα και θα παραμείνουν κερδοφόρα.
Τα κέρδη
Το Ίδρυμα απορρίπτει κατηγορηματικά, ότι η παγκόσµια διακίνηση λεηλατημένων, πολιτιστικών θησαυρών είναι ένα έγκληµα χωρίς θύµατα.
Γιατί μπορεί να μη φαίνεται τόσο σοβαρό όσο η εμπορία όπλων, ναρκωτικών ή ανθρώπων, όμως η παράνομη διακίνηση λεηλατημένων αρχαιοτήτων είναι καταστροφική από φυσική, κοινωνική και πολιτιστική άποψη. Τα τεχνουργήματα είναι κομμάτια, που είναι συχνά, όχι μόνο ανεκτίμητες μορφές πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και μη ανανεώσιμοι πόροι που μπορούν να δημιουργήσουν εισόδημα για όσους τα λεηλατούν και τα διακινούν για γενιές.
Μάλιστα την τελευταία δεκαετία η λεηλασία αρχαιοτήτων έχει φτάσει σε μια κλίμακα που δεν έχει παρατηρηθεί από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μα, αποφέρουν τέτοια κέρδη, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Η απάντηση είναι, σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, ότι οι λεηλατημένες αρχαιότητες έχουν γίνει πηγή χρηματοδότησης πολλών εκατομμυρίων δολαρίων τόσο για κρατικούς όσο και για μη κρατικούς φορείς.
Αυτή η χρηματοδότηση τους δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσουν να διαπράττουν θηριωδίες, επιτρέποντάς τους να αγοράζουν όπλα, να στρατολογούν και να αποζημιώνουν νέα μέλη και να υποστηρίζουν με όποιο άλλο τρόπο τις επιχειρήσεις τους σε περιοχές συγκρούσεων και για την πραγματοποίηση τρομοκρατικών επιθέσεων αλλού.
Μέχρι στιγμής ωστόσο, τα μέτρα, που λαμβάνουν διάφορες χώρες καθώς και οι νομικές διαδικασίες που επικεντρώνονται σε τελωνειακές παραβιάσεις, φοροδιαφυγή ή εγκλήματα ιδιοκτησίας, δεν έχουν αποτρέψει το παράνομο εμπόριο αρχαίων.
Φαίνεται, όπως υποστηρίζει το Ίδρυμα, πως μόνον οι ποινικές διώξεις των εμπόρων όταν φθάνουν στο τελικό στάδιο πώλησης στον πελάτη μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση. Εκεί όπου ο κάθε έμπορος θα πρέπει να δικαιολογήσει πού και πώς βρήκε το αρχαίο, που διαθέτει προς πώληση.
Διαβάστε επίσης:
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – Ανοιχτό για όλους
Ένα γλυπτό μπαλόνι του Τζεφ Κουνς για την Ουκρανία – Προσφορά μεγιστάνα