Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού
Κτίσθηκε ως βιβλιοθήκη, μεγαλοπρεπής, τεράστια και περίλαμπρη, αλλά μέσα στους αιώνες στέγασε τα πάντα: Από διοικητικό κέντρο με δημόσια κτήρια, κατοικίες αρχόντων και αγορά ως εκκλησίες, εργαστήρια, ταπεινά σπίτια, στρατώνες και φυλακές!
Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, έργο του μέγα φιλέλληνα και προστάτη των τεχνών, που έδωσε νέα λάμψη στην ταλαιπωρημένη Αθήνα του 2ου μ.Χ. αιώνα, μπορεί σήμερα να σώζεται κατά ένα πολύ μικρό μέρος της και έτσι, όμως, δίνει μια ιδέα για την πολυτέλεια της κατασκευής της και την διαρκή σύνδεσή της με την Ιστορία.
Το Μοναστηράκι αυτές τις μέρες δεν είναι όπως παλιά, που έσφυζε από κόσμο, τουρίστες βέβαια κυρίως, αλλά αυτή η ηρεμία έχει εντέλει και τα καλά της. Αφήνει περιθώριο να δει κανείς τα πράγματα με άλλο μάτι. Όπως τους παραταγμένους στη σειρά κορινθιακούς κίονες, αμέσως μετά την πλατεία, ανηφορίζοντας την οδό Άρεως στο αριστερό μας χέρι.
Όλοι οι Αθηναίοι ξέρουν ότι εδώ ήταν η Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Ελάχιστοι, όμως, έχουν περάσει πίσω από αυτή την εντυπωσιακή πρόσοψη. Τα κατάλοιπα είναι ελάχιστα μέσα, έτσι κι αλλιώς. Όμως εδώ, όπως και σε όλη την περιοχή από το Μοναστηράκι και την Πλάκα ως τις υπώρειες της Ακρόπολης και ως το Θησείο, είναι που γράφτηκε η δημόσια και μη ιστορία της πόλης.
Γιατί εδώ ζούσαν, σπούδαζαν και εμπορεύονταν οι άνθρωποι, εδώ έφτιαχναν τα ιερά και τις εκκλησίες τους, εδώ περνούσαν χαρές και λύπες για πάρα πολλούς αιώνες. Η καρδιά της Αθήνας χτυπούσε σ΄αυτήν την περιοχή, όπως όμως συμβαίνει και τώρα με όλες τις δραστηριότητες να αναπτύσσονται τριγύρω, συνεχίζοντας την παράδοση.
Όταν κτίσθηκε η Βιβλιοθήκη (132 ως 134 μ.Χ.), στο πλαίσιο του οικοδομικού προγράμματος του αυτοκράτορα Αδριανού για την ανάπλαση της Αθήνας, στο σημείο αυτό προϋπήρχε ένα μεγάλο και πολυτελές κτήριο της Ελληνιστικής εποχής, που κι αυτό είχε οικοδομηθεί πάνω σε παλαιότερα κτίσματα.
Η Βιβλιοθήκη, όμως, ήταν πραγματικά τεράστια για τα αθηναϊκά μεγέθη. Με 122 μέτρα μήκος και 82 πλάτος σχημάτιζε ένα ορθογώνιο με στοές σε όλες τις πλευρές, μεγάλο αίθριο στο κέντρο και μια μεγάλη επίσης δεξαμενή. Την αυλή περιέβαλε περιστύλιο από 100 κίονες, κατασκευασμένους από φρύγιο μάρμαρο, ξεχωριστό για τις ιώδεις νευρώσεις του.
Πνευματικό κέντρο
Ο Παυσανίας, μάλιστα, που είδε την Βιβλιοθήκη περίπου στην εποχή της κατασκευής της λέει: «Αδριανός δε κατασκευάσατο μεν και άλλα Αθηναίοις… τα δε επιφανέστερα εκατόν εισι κίονες φρυγίου λίθου. πεποίηνται δε και ταις στοαίς κατά τα αυτά οι τοίχοι. Και οικήματα ενταύθα εστίν ορόφῳ τε επιχρύσῳ και αλαβάστρω λίθω, προς δε αγάλμασι κεκοσμημένα και γραφαίς. Κατάκειται δε ες αυτά βιβλία».
Η είσοδος ήταν από τα δυτικά -την οδό Άρεως- μέσα από ένα μνημειώδες πρόπυλο με τέσσερις κίονες κορινθιακού ρυθμού από φρύγιο μάρμαρο επίσης. Αριστερά και δεξιά του, όλη την πρόσοψη δηλαδή, που ήταν από πεντελικό μάρμαρο, διακοσμούσαν από επτά, σε κάθε πλευρά, αράβδωτοι κίονες από πράσινο μάρμαρο Καρύστου.
Εσωτερικά, διαμορφώνονταν οι χώροι για τα βιβλία και συγκεκριμένα το βιβλιοστάσιο, όπου γινόταν η φύλαξή τους, ενώ δύο μικρές αίθουσες δίπλα του θα πρέπει να ήταν τα αναγνωστήρια. Άλλες αίθουσες, εξάλλου, με σειρές εδωλίων σε καμπύλη διάταξη ήταν χώροι για μαθήματα και διαλέξεις. Στο σύνολό της, δηλαδή, η Βιβλιοθήκη υπήρξε, κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, το μεγαλύτερο πνευματικό και πολιτισμικό κέντρο της Αθήνας. Ονομαζόταν μάλιστα και Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν ήταν η πρώτη βιβλιοθήκη της Αθήνας όμως αυτή, καθώς είχε προηγηθεί η βιβλιοθήκη της εποχής του Πεισίστρατου (530 π.Χ.), ενώ ονομαστές ήταν εκείνες των φιλοσόφων, όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, καθώς επίσης του Ευριπίδη. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι όλες οι φιλοσοφικές σχολές είχαν τις βιβλιοθήκες τους, αν και μικρές βέβαια.
Ιδιαίτερα σημειώνεται, επίσης, η βιβλιοθήκη των χρόνων του Δημητρίου Φαληρέως (τέλη 4ου π.Χ.), η Βιβλιοθήκη του Πανταίνου (100 μ.Χ.) δίπλα στην Στοά του Αττάλου, καθώς και η «εν Πτολεμαίω».
Η Μεγάλη Παναγιά
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η Βιβλιοθήκη του Αδριανού ξεπερνούσε όλα τα έως τότε γνωστά μέτρα, θέλοντας να ακολουθήσει το πρότυπο της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Η άνθησή της, όμως, κράτησε λιγότερο από ενάμιση αιώνα, αφού το 267 μ.Χ. η μεγάλη επιδρομή των Ερούλων κατέστρεψε όλη την Αθήνα, μαζί και την Βιβλιοθήκη.
Η πόλη πραγματικά συρρικνώθηκε και οι Αθηναίοι, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν νέους κινδύνους, κατασκεύασαν ένα τείχος, το οποίο ενσωμάτωσε τον περίβολο της Βιβλιοθήκης και έτσι το οικοδόμημα πήρε χαρακτήρα φρουρίου. Στις αρχές του 5ου αιώνα, εξάλλου, ο Ρωμαίος ύπαρχος Ερκούλιος επισκεύασε και ορισμένα τμήματα της Βιβλιοθήκης, που είχαν κάπως διασωθεί από την επιδρομή.
Η νέα θρησκεία, στο μεταξύ, επικρατεί σιγά σιγά και στην Αθήνα και στη θέση της μεγάλης δεξαμενής του αιθρίου κατασκευάζεται ένας χριστιανικός ναός, το λεγόμενο Τετράκογχο, αφιερωμένος στην Παναγία. Νέοι επιδρομείς, όμως, αυτή τη φορά Αβαροσλάβοι, εισβάλλουν στην Αθήνα περί το 580 και τον καταστρέφουν.
Στις αρχές του 7ου αιώνα κατασκευάζεται στην ίδια θέση νέος ναός, η Μεγάλη Παναγιά, όπως λέγεται πλέον, που θα καεί όμως τον 11ο αιώνα, για να κατασκευαστεί η τρίτη κατά σειρά στην ίδια θέση, μερικά χρόνια αργότερα. «…Εικών ολόσωμος της Παναγίας ορθής και άνευ του Ιησού εις αγαλματώδην Αθηνάς στάσιν» βρισκόταν μέσα στον ναό όπως αναφέρει ο Δημήτριος Καμπούρογλου, που μας πληροφορεί επίσης, ότι γιόρταζε στα εννιάμερα της Παναγίας, μαζί και οι φέρουσες το όνομα Μαριάννα.
…Στα Σκαλία
Μια δεύτερη εκκλησία, όμως, σαφώς μικρότερη, κτίζεται τον 12ο αιώνα στη Βιβλιοθήκη και συγκεκριμένα σε επαφή με ένα τμήμα της πρόσοψης και του προπύλου, δηλαδή επί της σημερινής οδού Άρεως. Ήταν ο Άγιος Ασώματος στα Σκαλία (ακριβώς γιατί ήταν επάνω στις σκάλες) και θεωρείται ότι ανήκε στην παλιά οικογένεια Χαλκοκονδύλη, μία από τις παλαιότερες της Αθήνας.
Άλλωστε, στον νάρθηκα της εκκλησίας είχαν ταφεί όλα τα μέλη αυτής της οικογένειας. Κατεδαφίστηκε, πάντως, το 1849, αν και έχουν διασωθεί κάποια ελάχιστα κατάλοιπα. Άλλο σημαντικό κτίσμα, από το οποίο δεν έχει διασωθεί τίποτε, παρά μόνον οι γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξή του, ήταν το «Σχολείο του Κοινού», που είχε ιδρυθεί το 1720 στην άλλη πλευρά της Βιβλιοθήκης, κοντά στην Μεγάλη Παναγία, από έναν ιερομόναχο, για να μάθουν γράμματα τα παιδιά των Αθηναίων.
Διοικητικό και εμπορικό κέντρο είναι η περιοχή στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας και στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού έχει πλέον την έδρα του -βοεβοδαλίκη- ο Τούρκος βοεβόδας. Τον 18ο αιώνα, μάλιστα, το βοεβοδαλίκι θα επεκταθεί κατά πολύ, προκειμένου να στεγάσει τον τύραννο βοεβόδα Χασεκή και το χαρέμι του. Στην Επανάσταση, όμως, θα καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά και το 1834 θα ανεγερθεί πλέον στη θέση του στρατώνας πεζικού και ιππικού, που γρήγορα όμως μετατρέπεται σε φυλακές.
Σε όλη την έκταση της Βιβλιοθήκης, εξάλλου, αναπτύσσεται παζάρι, πολλά μικρά οικήματα –καταστήματα, εργαστήρια, καφενεία. Όλα θα καούν από την μεγάλη πυρκαγιά του 1884 -εμπρησμός ήταν- και για πρώτη φορά, μετά από αιώνες, ένα τμήμα της πόλης μένει ελεύθερο. Η καλύτερη ευκαιρία για την έναρξη των ανασκαφών, το 1885 -86 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τον Στέφανο Κουμανούδη και τον Βίλχελμ Ντέρπφελντ, τους οποίου διαδέχθηκε αργότερα ο Ιωάννης Τραυλός.
Ένα παλίμψηστο της αθηναϊκής ιστορίας, που γράφεται, σβήνεται και ξαναγράφεται εδώ και χιλιετίες είναι τελικά αυτή η περιοχή, η πιο ζωντανή της πόλης με τα στρώματα να καλύπτουν το ένα τ΄ άλλο και τις χρονολογίες να ανακατεύονται. Μπορούμε να την επισκεφθούμε καθημερινά, 8 το πρωί με 8 το βράδυ με εισιτήρια 6 ευρώ (μειωμένο 3). Και εδώ ισχύουν τα μέτρα προστασίας από την πανδημία.