Ένα μουσείο όχι της Ελλάδας μόνον αλλά ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού, όπως είναι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο δεν μπορεί παρά απαιτεί υψηλές προδιαγραφές, προκειμένου να επεκταθεί: Διπλασιασμό των εκθεσιακών του χώρων, που από 16.500 τ.μ. θα γίνουν  33.000. Δημιουργία χώρου στάθμευσης  8.500 τ.μ. (σήμερα απουσιάζει παντελώς). Και κήπο περί τα 13 στρέμματα. Όσο για την επέκταση θα είναι υπόγεια βεβαίως _κάτω από τον κήπο_ , όπως είναι ήδη γνωστό, αλλά η έκθεση σε αυτό θα είναι ασφαλώς, ενιαία. Απορρίπτεται ωστόσο, η υπόγεια σύνδεση του μουσείου με το έναντι κτίριο του Ακροπόλ στην Πατησίων, όπως είχε παλαιότερα ανακοινωθεί, μια κίνηση σοφή, δεδομένης της ανύπαρκτης «συγγένειας» των δύο οργανισμών, ομοίως και των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσε να έχει μία τέτοια διασύνδεση.

  «Από την αρχή είχαμε θέσει ως στόχο, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο αποτελεί σε διεθνές επίπεδο, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μουσείο του είδους του, της προβολής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της αρχαίας ελληνικής τέχνης να αποκτήσει μια διεθνή διάσταση», όπως είπε η υπουργός Πολιτισμού στην πρώτη παρουσίαση της αρχιτεκτονικής πρότασης για την επέκταση του μουσείου. Πρόκειται συγκεκριμένα για το αρχιτεκτονικό προσχέδιο των γραφείων David Chipperfield Architects και Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη Α.Ε. που προκρίθηκε ομόφωνα από το σχετικό διαγωνισμό που διεξήχθη.

Ο διαγωνισμός

Επρόκειτο για έναν «κλειστό διαγωνισμό» για την ακρίβεια, η συμμετοχή στον οποίο έγινε με πρόσκληση σε δέκα ξένα αρχιτεκτονικά γραφεία με  αυστηρά κριτήρια, μεταξύ των οποίων ήταν η συνεργασία με ελληνικά αλλά και η προηγούμενη βράβευσή τους με διεθνή βραβεία Πρίτσκερ ή Βαν Ντε Ρόε. Όπως είπε εξάλλου ο πρόεδρος της διεθνούς επιτροπής αξιολόγησης, καθηγητής κ. Ανδρέας Κούρκουλας «Θέση μας είναι, ότι ένα μουσείο δεν έχει μόνο τουριστική διάσταση, αλλά έχει και πολύ σημαντική επέμβαση στην πόλη. Και το μεγάλο  στοίχημα, πέρα από το δεδομένο των τουριστών, είναι να αποτελέσει το μουσείο ένα σημείο συνάντησης του ευρύτερου κέντρου».

Όπως επισήμανε εξάλλου, η κυρία Μενδώνη «Σήμερα, έχουμε ολοκληρώσει το πρώτο βήμα του έργου, την αρχιτεκτονική ιδέα. Με βάση όλη την ισχύουσα νομοθεσία. Πρέπει να πω ότι αυτή η διαδικασία επί της ουσίας ολοκληρώθηκε, σε έξι μήνες από την πρόσκληση των αρχιτεκτονικών γραφείων, χωρίς την παραμικρή δαπάνη, εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου».

Η συνέχεια έχει να κάνει με την  εξέλιξη της πρότασης από τα γραφεία Τσίπερφιλντ-Τομπάζη ώστε να είναι έτοιμες οι μελέτες υλοποίησης. «Στη συνέχεια, μέσω της γνωστής διαγωνιστικής διαδικασίας, που προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή ο Νόμος 4412, το έργο θα χρηματοδοτηθεί από ενωσιακούς πόρους, από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, είτε είναι ΕΣΠΑ, είτε είναι άλλα προγράμματα, τα οποία αφορούν κατά κύριο λόγο χρηματοδοτήσεις από τη Ευρωπαϊκή Ένωση», πρόσθεσε η υπουργός.

Το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Νέου Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

Η μουσειακή λειτουργία    

Περισσότερες από 125.000 αρχαιότητες φιλοξενεί σήμερα στις αποθήκες του το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και παρ΄ ότι είναι αδύνατον φυσικά να εκτεθούν όλες, η επέκταση των εκθεσιακών χώρων του θα προσφέρει τη δυνατότητα να έρθουν στο φως όσον το δυνατόν περισσότερες. Ο εσωτερικός σχεδιασμός περιλαμβάνει εξάλλου, εκτός από τις εκθέσεις τους χώρους μελέτης, συντήρησης, τα εργαστήρια συντήρησης και τις αποθήκες.

«Υπάρχει όμως, και μία σύγχρονη προσέγγιση των μουσείων αναφορικά με τις αποθήκες τους, καθώς μπορεί να είναι επισκέψιμες είναι λειτουργικές», είπε η κυρία Μενδώνη. Προσθέτοντας, ότι αυτή η μουσειακή λειτουργία θα πρέπει να συνδυαστεί λειτουργικά και με το κοινωνικό πρόσωπο του μουσείου: «Δηλαδή τον ρόλο που διαδραματίζει στην Αθήνα, στην περιοχή, στη γειτονιά, στους Αθηναίους. Είναι οι χώροι εκδηλώσεων και υποδοχής του κοινού, το πωλητήριο και το αναψυκτήριο, που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με βάση αυτό το κοινωνικό πρόσωπο».

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμερα

Ο προϋπολογισμός

Να σημειωθεί ότι η όλη διαδικασία, ξεκίνησε αφού ρυθμίστηκε μια σειρά θεμάτων, που προαπαιτούσαν και νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες έγιναν από το Υπουργείο Περιβάλλοντος στο τέλος του 2020. Όσο για την εκπόνηση μελέτης αρχιτεκτονικού προσχεδίου έγινε με την δωρεά 650.000 ευρώ από την οικογένεια Ειρήνης και Νικολάου Λαιμού. Παρών στην συνέντευξη ήταν και ο κ. Γιάννης  Βεντουράκης, αρχιτέκτων, στην ομάδα του project manager που έχει οριστεί από την δωρήτρια.

Το ακριβές κόστος του έργου ωστόσο, θα προκύψει μετά την κατάθεση των μελετών. Παρ΄όλα αυτά η μελέτη σκοπιμότητας έχει δώσει ένα maximum προϋπολογισμού, που ανέρχεται στα 300 εκατομμύρια ευρώ, όπου έχουν περιληφθεί τα πάντα: Το ίδιο το έργο, η αποκατάσταση του ιστορικού κελύφους, το σύνολο της έκθεσης, όλος ο εξοπλισμός αποθηκών, πωλητηρίων, αναψυκτηρίων και  όλα τα ψηφιακά, τα οποία είναι εξαιρετικά  προωθημένα.

Διαβάστε επίσης

Μενδώνη για Τατόι: «Έως το 2025 η πρόσβαση των πολιτών στα παλιά ανάκτορα»

Η Μαντόνα, ένας μυθικός βασιλιάς από την Ολυμπία και μία γαλλική πόλη – Τι τους ενώνει