ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η Μπεθ Χάρμον ηρωίδα στο «Γκαμπί της Βασίλισσας» («The Queen’s Gambit») δεν είχε διαβάσει ποτέ Μανόλη Αναγνωστάκη. Όμως όσοι έχουν δει τη σειρά θεωρούν, πως πολύ θα της μιλούσαν αυτοί οι στίχοι…
Μοναχική, ψυχρή, ακοινώνητη, πεταμένη κυριολεκτικά σε ένα ορφανοτροφείο, εθισμένη σε χάπια, τι μέλλον μπορεί να έχει στη ζωή της; Ο συγγραφέας Ουόλτερ Τέβις όμως επιφυλάσσει γι’ αυτήν κάτι εξαιρετικό. Έναν δρόμο, όχι στρωμένο με άνθη, αλλά δύσκολο και απαιτητικό, που όμως θα την οδηγήσει στην ανακάλυψη και στην αποδοχή του εαυτού της, στη συνειδητοποίηση των κρυμμένων δυνατοτήτων της και στην απόδειξη της αξίας της.
Κι όλα αυτά μέσα από το σκάκι, που θα γνωρίσει εκεί, στο βρώμικο ορφανοτροφείο, για να μην το εγκαταλείψει ποτέ. Μια δυνατή ιστορία, που καθήλωσε το τηλεοπτικό κοινό στα επτά επεισόδια της σειράς του Netflix το «The Queen’s Gambit» και έγινε ένα φαινόμενο της εποχής.
Αν δεν είναι η πρώτη φορά όμως, που μία σειρά ή μία κινηματογραφική ταινία προκαλεί τέτοιο παγκόσμιο ενδιαφέρον, είναι σίγουρα μία από τις λίγες, που ο απόηχός της, όχι απλώς δεν μειώνεται, αλλά διαρκώς ανατροφοδοτείται. Κι αυτό, χάρις στη δίψα του κοινού να γνωρίσει, οτιδήποτε σχετικό με τον συγγραφέα, την πρωταγωνίστρια, τους συντελεστές, τα πάντα. Ακόμη και η επιστροφή στην εποχή του ΄50 και του ΄60 έχει ξεπροβάλλει ως μόδα μέσα από την αισθητική της σειράς.
Αλλά δεν είναι απλώς και μόνον το στόρι και το επιτελείο που έχουν κάνει τη διαφορά. Το μυστικό βρίσκεται αλλού. Κι αυτό είναι το ίδιο το σκάκι. Ένα πολύπλοκο, καθαρά πολεμικό παιχνίδι. Ένα παιχνίδι με μεγάλη ιστορία, φανατικούς οπαδούς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, διάσημους παίκτες με φοβερές επιτυχίες κι άλλες τόσες ιδιορρυθμίες που εξάπτουν την ανθρώπινη περιέργεια, βραβεία και μεγάλα κέρδη, ακόμη και μυστικά -περισσότερο ή λιγότερο- πολιτικά παιχνίδια που παίζονται μέσω αυτού, αλλά είναι και κάτι ακόμη: Ότι έχει να κάνει με «εκλεκτούς». Ανθρώπους ιδιαίτερης ευφυΐας, που όλοι θα θέλαμε να τους μοιάσουμε.
Κι αν οι περισσότεροι θεατές έμαθαν για πρώτη φορά αυτό το περίφημο, λόγω της σειράς, «Γκαμπί της Βασίλισσας», που απλώς είναι ένα άνοιγμα στην αρχή του παιχνιδιού, τι σημασία έχει; Το θέμα είναι να σε συνεπάρει το παιχνίδι, είτε γνωρίζεις όλους τους κανόνες του, είτε όχι. Κι αν μάλιστα η ενσάρκωσή του γίνεται στο πρόσωπο μιας όμορφης, αλλά με βαρύ ιστορικό, νέας γυναίκας, τότε το ενδιαφέρον απογειώνεται.
Αλλά το ενδιαφέρον είναι, ότι και από την απέναντι πλευρά, των σκακιστών, οι κριτικές είναι θετικές. Όπως αυτή του Βρετανού πρωταθλητή σκακιού Ντέιβιντ Χάουελ, που βρήκε ότι οι σκηνές του σκακιού ήταν «καλά σκηνοθετημένες και ρεαλιστικές».
Ή της Βρετανίδας, επίσης, γκραντμάστερ Γιοβάνκα Χούσκα που δήλωσε ότι πρόκειται για «μία φανταστική τηλεοπτική σειρά, που μεταφέρει το συναίσθημα του σκακιού πολύ καλά». Και της Αμερικανίδας γκραντμάστερ Τζένιφερ Σάχαντ, που σε συνέντευξή της στο Vanity Fair είπε χαρακτηριστικά, ότι η σειρά «στοχεύει εντελώς την ακρίβεια του σκακιού»…
Η βασίλισσα του παιχνιδιού
«Η ηθοποιός είναι τόσο μαγνητική, που όταν κοιτάζει το φακό της κάμερας, η αστραφτερή της λάμψη απειλεί να την διαπεράσει από μέσα». Αυτό γράφτηκε στο Variety για την 24χρονη Άνια Τέιλορ-Τζόι, το νέο, αδιαμφισβήτητο αστέρι του κινηματογράφου και ιδανική ερμηνεύτρια της Μπεθ Χάρμον.
Με ρίζες από την Αργεντινή και τη Μεγάλη Βρετανία η Άνια Τέιλορ-Τζόι ζωντανεύει πράγματι εξαιρετικά και με απέριττο τρόπο την εσωστρεφή, μυστηριώδη και γοητευτική Μπεθ Χάρμον, που προσπαθεί να ισορροπήσει την ευφυΐα και το ταλέντο της με την εξάρτησή της από τα ηρεμιστικά και το αλκοόλ.
«Όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο πόνεσα. Πόνεσα γιατί αναγνώρισα όσα νιώθει η Μπεθ Χάρμον. Οι άνθρωποι μεγαλώνουμε και εκπαιδευόμαστε να μην εκφράζουμε όσα νιώθουμε πραγματικά. Όταν βρίσκεις κάποιον που αισθάνεται ακριβώς όπως εσύ, αρχίζεις να νιώθεις λιγότερο μόνος», όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή της.
Η ίδια ωστόσο προέρχεται από μία κλασική οικογένεια με μητέρα αρχιτέκτονα εσωτερικών χώρων και πατέρα οδηγό σε αγώνες ταχύτητας σκαφών και στη συνέχεια τραπεζίτη, ενώ έχει ακόμη πέντε αδέρφια. Στα 16 της χρόνια ένας κυνηγός ταλέντων της πρότεινε να γίνει μοντέλο και πράγματι ξεκίνησε να κάνει φωτογραφήσεις, όταν αμέσως σχεδόν της έδωσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «The Witch» για να ακολουθήσουν γρήγορα τα θρίλερ «Split» και «Glass». Μαζί ήρθαν και οι διακρίσεις αφού προτάθηκε για το BAFTA πρωτοεμφανιζόμενης ηθοποιού, τιμήθηκε με τη διάκριση της Chopard στις Κάννες, πρωταγωνίστησε στο «Peaky Blinders», αυτή την περίοδο συμμετέχει στα γυρίσματα της ταινίας «The Northman», μαζί με τον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, τη Νικόλ Κίντμαν και τον Γουίλεμ Νταφόε, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να εργάζεται ως μοντέλο.
Σκάκι ωστόσο δεν γνώριζε καθόλου, γι’ αυτό και δούλεψε επί εβδομάδες με έναν επαγγελματία παίκτη, που της έδωσε τις βασικές γνώσεις, αν και πάλι αυτό δεν ήταν αρκετό. Η επιλογή της έτσι, ήταν να μαθαίνει πριν από κάθε σκηνή τις κινήσεις απ’ έξω. «Η Τέιλορ –Τζόι υπερέχει στις ήσυχες στιγμές, τα βλέφαρά της στενεύουν καθώς νικάει έναν αντίπαλο, ενώ ολόκληρο το σώμα της αντιδρά με οργισμένη απόγνωση όταν το παιχνίδι γυρίζει εναντίον της», έγραψε το Entertainment Weekly. Η επιτυχία του «The Queen’s Gambit», έτσι, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην νεαρή ηθοποιό. Όχι απόλυτα όμως, αφού προηγείται ο δημιουργός του.
Το σκάκι που πονάει
«Το σκάκι δεν είναι το μόνο που υπάρχει στη ζωή. Αλλά πονάει σαν κόλαση», διαπίστωνε στην ωριμότητά του ο Ουόλτερ Τέβις (1928 – 1984). Η ζωή τού είχε φερθεί άσχημα ως τότε, αλλά ούτε κι αυτός της είχε φερθεί καλά.
Αλκοολικός, εμμονικός, με μεγάλες διακυμάνσεις συμπεριφοράς και συγκέντρωσης είχε αντίστοιχες διακυμάνσεις τόσο στη συγγραφή όσο και στη ζωή του. Χωρίς αυτό ωστόσο να του στερήσει τις επιτυχίες, που ήταν μεγάλες. Από τα πρώτα του χρόνια όμως οι δυσκολίες ήταν εκεί. Άρχισε να παίζει σκάκι από επτά μόλις χρονών αλλά δύο χρόνια αργότερα κι επειδή διαγνώστηκε με προβλήματα στην καρδιά, οι γονείς του τον εγκατέλειψαν σε ένα αναρρωτήριο του Σαν Φραντσίσκο όπου έμεινε για έναν χρόνο. Οι ίδιοι μάλιστα μετακόμισαν στο Λέξινγκτον του Κεντάκι. Στο αναρρωτήριο του έδιναν τρεις φορές την ημέρα φάρμακα με βαρβιτουρικό, που του άρεσαν πολύ, όπως έλεγε ο ίδιος, αργότερα, καθώς το θυμόταν. Εκεί μάλιστα απέδιδε τον μετέπειτα εθισμό του στο αλκοόλ, ενώ δεν παρέλειπε να μιλάει και για τον αλκοολισμό του πατέρα του.
Όταν τελικά πήγε να ζήσει με τους γονείς του είχε φυσικά, προβλήματα στο σχολείο, όπως ακριβώς και η ηρωίδα του κι αν εκείνη βρήκε καταφύγιο στο σκάκι, εκείνος έβαλε πρώτο σε προτίμηση το μπιλιάρδο. Συνέχισε να ζει στα μπιλιαρδάδικα, ακόμη κι όταν μπήκε στο Πανεπιστήμιο, όπου μάλιστα μία εργασία του είχε ακριβώς αυτό το θέμα: το μπιλιάρδο. Παίρνοντας πτυχίο άρχισε να διδάσκει σε Γυμνάσιο έξω από το Λέξινγκτον ενώ παράλληλα έγραφε και ορισμένα διηγήματα (πάντα με θέμα το μπιλιάρδο) για περιοδικά. Όπως το Playboy, το Redbook, η Saturday Evening Post, το Colliers και το Cosmopolitan.
Το πρώτο του βιβλίο «Τhe Hustler» (1959) έγινε αμέσως επιτυχία, οπότε αντιλαμβάνεται και ο ίδιος το ταλέντο του, ενώ ο παραγωγός Ρόμπερτ Ρόσεν θα του καταβάλει 25.000 δολάρια για να αγοράσει τα δικαιώματα για την μεταφορά του στο σινεμά. Με αυτά τα χρήματα ο Τέβις μάλιστα θα πληρώσει τα δίδακτρα για διδακτορικό του στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αϊόβα. Μερικά χρόνια αργότερα και ενώ έχει μετακομίσει οικογενειακώς στο Μεξικό γράφει το επόμενο βιβλίο τον «Άνθρωπο που έπεσε στη Γη» (1963) μία ακόμη τεράστια επιτυχία που γίνεται και ταινία.
Εκεί στο Μεξικό όμως, επιστρέφει στο αλκοόλ, με μόνη ανάπαυλα να παίζει σκάκι. Κι όχι μόνον αυτό, αφού αφιερώνεται στη μελέτη του σκακιού, εστιάζοντας στους τρόπους ανοίγματος μιας παρτίδας. Και αυτό είναι το ίδιο βιβλίο, που διαβάζει και η Μπεθ στο ορφανοτροφείο. Ο ίδιος αρχίζει να παίζει και σε τουρνουά, μάλιστα όταν το 1974 το περιοδικό Atlantic Monthly τον στέλνει για ανταπόκριση στο Εθνικό Πρωτάθλημα στο Λας Βέγκας, εκείνος το παρακολουθεί μεν αλλά και παίρνει μέρος. Χάνει όμως και δεν του αρέσει καθόλου αυτό. Είναι όμως από την άλλη πολύ εντυπωσιασμένος από το πάθος των παικτών και του κοινού, μεγαλύτερο από αυτό στο μπιλιάρδο.
Όλα αυτά όμως είναι χρήσιμα και θα τα χρησιμοποιήσει όταν έρθει η στιγμή στο βιβλίο του «The Queen’s Gambit». Επί του παρόντος είχε να επιβιώσει από το αλκοόλ και τις δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Το 1978, νηφάλιος και πάλι και έχοντας πάρει διαζύγιο μετακομίζει στην Νέα Υόρκη και το 1980 θα κυκλοφορήσει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας για τον αλκοολισμό, με τίτλο «Mockingbird». Τρία χρόνια μετά δημοσιεύει το «The Queen’s Gambit» και στη συνέχεια «Το χρώμα του χρήματος», που έγινε ταινία με τον Πολ Νιούμαν, ο οποίος βραβεύθηκε και με Όσκαρ. Ο Τέβις όμως οκτώ ημέρες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου είχε πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα.
Το σκάκι: Μια ιστορία ρουά ματ
Από την Κίνα ως την Περσία, τις Ινδίες και την Αίγυπτο, αλλά και την Ελλάδα παιχνίδια που έμοιαζαν με το σκάκι παίζονταν εδώ και μερικές χιλιετίες. Η πραγματική πατρίδα του σκακιού όμως δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί, ούτε φυσικά ποιος το επινόησε.
Μερικές από τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί πάντως αναφέρουν κατ’ αρχάς την Ινδία, όπου πριν από 2000 χρόνια παιζόταν ένα παιχνίδι με την ονομασία τσατουράγκα, που σημαίνει τετραπλή σύνθεση. Περιελάμβανε τα τέσσερα όπλα των αρχαίων Ινδών, δηλαδή τους ελέφαντες, το ιππικό, τα άρματα και το πεζικό και παιζόταν από τέσσερα άτομα -ένα για κάθε γωνία της σκακιέρας, και όχι από δύο, ενώ κάθε παίκτης κατείχε από μία γωνία της σκακιέρας.
Ακολουθεί η Περσία, όπου πλέον ονομάζεται σατράνζ και χρησιμοποιείται για την εκμάθηση της τέχνης του πολέμου στους πρίγκιπες και τους αξιωματικούς. Όπως έλεγε μάλιστα ένας πέρσης ηγεμόνας τον 3ο μ.Χ. αιώνα «Δεν μπορώ να σκεφτώ έναν πρίγκιπα, που να μην ξέρει να παίζει σκάκι. Πώς θα κυβερνήσει το βασίλειο;». Το σατράνζ παιζόταν σε σκακιέρα με τον στρατιώτη, το άλογο, τον ελέφαντα (ως αξιωματικό), το άρμα, τον σύμβουλο (ως βασίλισσα αλλά χωρίς πολλές δυνατότητες) και τον βασιλιά («shah»).
Στην αρχαία Ελλάδα στο μεταξύ, είχαν αναπτυχθεί πολλά παιχνίδια με πεσσούς, ιδιαίτερα δημοφιλή, με ομοιότητες προς το σκάκι. Στα τέλη της Ρωμαϊκής εποχής εμφανίζεται το ζατρίκιον, που θα συναντήσουμε στη συνέχεια σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο και με την λατινογενή ονομασία «σκάκος» ( scacco= τετράγωνη εικόνα). Αυτή η λέξη μάλιστα διασώθηκε επί αιώνες και ως σήμερα, αν θυμηθούμε τον Επτανήσιο Γρηγόριο Ξενόπουλο, που λέει σε ένα έργο του «παίξαμε τους σκάκους». Στο Βυζάντιο πάντως για το ζατρίκιον χρησιμοποιούσαν και τις ονομασίες και κιόσα και ζατριζάν.
Στους Άραβες έφτασε το σκάκι (ή ό,τι ήταν τέλος πάντων εκείνη την εποχή κάπου εκεί στον 7ο μ.Χ. αιώνα. Μόνο που το Κοράνι ήταν εντελώς αρνητικό, δεδομένου ότι τα κομμάτια του παιχνιδιού παρίσταναν ανθρώπινες μορφές και ζώα, κάτι απαγορευμένο. Η λύση όμως βρέθηκε, καθώς τους δόθηκαν αφηρημένα σχήματα και με τη μορφή αυτή το παιχνίδι γνώρισε τεράστια άνθηση.
Μέσω των Αράβων περί το 800 μ.Χ. το παιχνίδι έφθασε και στην Ευρώπη, όταν κατέκτησαν στην Ιβηρική Χερσόνησο. Κάθε πολιτισμός όμως έκανε και τις αλλαγές του. Έτσι στην Περσία οι παίκτες όταν νικούσαν, έλεγαν «Shah Mat», δηλαδή ο βασιλιάς πέθανε. Οι Γάλλοι άλλαξαν την ονομασία σε «echecs», μια αρχαία γαλλική λέξη που σημαίνει έλεγχος και από εκεί οι Άγγλοι το μετέφεραν στη γλώσσα τους σε «chess».
Οι πρώτοι σκακιστές στην Δύση
Το σκάκι που γνωρίζουμε σήμερα πήρε την αρχική μορφή του στη δυτική Ευρώπη του 15ου αιώνα. Τότε έγιναν οι τελικές αλλαγές στα κομμάτια του, τις κινήσεις και τους κανονισμούς ενώ το πρώτο βιβλίο για σκάκι γράφτηκε το 1496 από τον Ισπανό Λούις Λουτσένα, έναν εξέχοντα παίκτη, στον οποίο οφείλεται και η συνειδητοποίηση, ότι οι πρώτες κινήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο και γι’ αυτό θα πρέπει να γίνονται βάσει σχεδίου.
Η εξέλιξη όμως στους πρώτους αιώνες ήταν πολύ αργή, καθώς οι αμυντικές τεχνικές δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμη -αυτό έγινε κυρίως στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα- ενώ τα περισσότερα παιχνίδια τελείωναν πολύ γρήγορα. Όσο για την εξάπλωσή του στον πληθυσμό ήταν πολύ μικρή, καθώς οι ανώτερες μόνον κοινωνικές τάξεις είχαν την πολυτέλεια του χρόνου και της άνεσης, προκειμένου να ασχοληθούν με το σκάκι.
Πάντως ο επόμενος γνωστός παίκτης, κι αυτός Ισπανός, ήταν ένας μοναχός, ο Ρούι Λόπεζ Ντε Σεγούρα τον 16ο αιώνα. Ήταν ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά το σκάκι και έθεσε τις βάσεις για τη θεωρία του. Άλλωστε το όνομά του φέρει η «Ισπανική Παρτίδα» ή «Παρτίδα Ρούι Λόπεζ», που εξασφαλίζει στον λευκό ένα άνοιγμα με πλεονέκτημα, κάτι που ως και σήμερα επιλέγεται από τους μεγάλους παίκτες.
Σημαντικός τον επόμενο αιώνα ήταν ο Ιταλός Τζοακίνο Γκρέκο, ο οποίος ζούσε μάλιστα από την ενασχόλησή του με το σκάκι, καθώς πουλούσε αντίγραφα από παρτίδες αλλά και δικές του τακτικές σε άλλους σκακιστές. Για παράδειγμα, το γνωστό στο σκάκι «greek gift» που είναι η θυσία του αξιωματικού παίχτηκε για πρώτη φορά απ’ αυτόν. Γάλλος εξάλλου, ο επιφανής συνθέτης και σκακιστής του 18ου αιώνα, Φρανσουά-Αντρέ Ντανικάν Φιλιντόρ, που ήταν συγγραφέας του σκακιστικού βιβλίου «Ανάλυση στο παιχνίδι του σκακιού».
Ευρώπη και Αμερική
Ένας από τους πιο δυνατούς παίκτες όλων των εποχών, που εγκατέλειψε όμως νωρίς το σκάκι ήταν Πωλ Μόρφι, που είχε γεννηθεί το 1837 στη Νέα Ορλεάνη. Άρχισε να παίζει σκάκι παρακολουθώντας τον πατέρα του και στα εννιά του χρόνια ήταν ήδη ο καλύτερος της πόλης του. Επρόκειτο να γίνει όμως δικηγόρος και πράγματι εισήχθη στο Spring Hill College της Αλαμπάμα απ’ όπου αποφοίτησε πολύ νωρίτερα από το κανονικό. Το 1857 προσκλήθηκε στην Νέα Υόρκη από το Αμερικανικό Σκακιστικό Kογκρέσο και τελικά εκεί αναδείχθηκε πρωταθλητής των Ηνωμένων Πολιτειών. Συνέχισε έτσι για 18 χρόνια, διάστημα στο οποίο θεωρούνταν ο πιο δυνατός παίκτης στον κόσμο αλλά τελικά τον κέρδισε η δικηγορία.
Από φτωχή και πολυμελή οικογένεια ήταν ο Βίλελμ Στάινιτς που είχε γεννηθεί στην Πράγα το 1836. Σπούδασε Μαθηματικά αλλά το σκάκι, που γνώρισε από τα 12 χρόνια του επρόκειτο να τον συνοδεύσει σε όλη τη ζωή του. Ο Στάινιτς θα γινόταν το 1886 επισήμως ο πρώτος παγκόσμιος πρωταθλητής στο σκάκι, έναν τίτλο που θα κατείχε ως το 1894, όταν τον έχασε από τον επόμενο μεγάλο σκακιστή τον Εμάνουελ Λάσκερ. Είχε όμως συνεισφέρει πολύ στην διάδοση του παιχνιδιού και μέσα από την ίδρυση ενός περιοδικού στο οποίο έγραφε ο ίδιος. Πέθανε ωστόσο φτωχός, καθώς το σκάκι στην εποχή του δεν ήταν αναγνωρισμένο ως άθλημα, ούτε οι απολαβές τότε των σκακιστών ήταν υψηλές.
Λάσκερ και Καπαμπλάνκα
Διάσημος στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα ήταν ο γεννημένος στη Γερμανία Εμάνουελ Λάσκερ, (1868- 1941) μαθηματικός, φιλόσοφος και μέγας σκακιστής, που ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής για 27 χρόνια. Μόλις το 1921 εκθρονίστηκε τελικά από τη θέση του, από το νέο μεγάλο αστέρι, έναν ακόμη θρύλο στο σκάκι, τον Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, με καταγωγή από την Κούβα. Οι δύο τους είχαν μεγάλη εκτίμηση ο ένας στον άλλον, μάλιστα ο Λάσκερ είχε πει για τον αντίπαλό του «Έχω γνωρίσει πάρα πολλούς σκακιστές, αλλά μόνο μία σκακιστική ιδιοφυΐα: τον Καπαμπλάνκα». Είναι αυτός άλλωστε που αποτελεί τον ίνδαλμα της ταλαντούχας σκακίστριας Μπεθ Χάρμον στη σειρά του Netflix «The Queen’s Gambit».
Όταν όμως ο Καπαμπλάνκα είχε καλέσει τον Λάσκερ σε αγώνα για τον τίτλο του πρωταθλητή, εκείνος είχε ακυρώσει το παιχνίδι στρεφόμενος πλέον και για πολλά χρόνια στην ακαδημαϊκή του καριέρα. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία, αφήνοντας πίσω και όλη την περιουσία του, οπότε για τα προς το ζην, επέστρεψε στο σκάκι και μάλιστα με επιτυχία.
Ο Καπαμπλάνκα (1888 – 1942) ο επονομαζόμενος «Μότσαρτ του σκακιού» και «σκακιστική μηχανή» είχε μάθει σκάκι από τον πατέρα του ενώ ήταν μόλις τεσσάρων ετών και έτσι στα δώδεκα είχε αρχίσει να παίρνει μέρος σε μεγάλα τουρνουά. Ήταν πολύ καλός στο γρήγορο σκάκι, είχε τρομερή αυτοπεποίθηση και έπαιζε θεαματικά ενώ διακρινόταν για την άνεσή του να παίζει στρατηγικά αλλά και τακτικά. Από το 1913 μάλιστα είχε διοριστεί στο υπουργείο Εξωτερικών της Κούβας, έτσι είχε εξασφαλισμένη την οικονομική άμεση. Από το 1916 έως το 1924 δεν είχε χάσει ποτέ παρτίδα ώσπου να βρεθεί αντιμέτωπος με τον Ρώσο Αλεξάντρ Αλιέχιν, που έχοντας μελετήσει εξαντλητικά τον αντίπαλό του και έχοντας επίσης εντοπίσει τις αδυναμίες του κατόρθωσε να τον νικήσει.
Ένας περίεργος θάνατος
Γόνος πλούσιας οικογένειας από τη Μόσχα ο Αλιέχιν (1892 – 1946) είχε μάθει σκάκι από τα 11 χρόνια του ενώ στα 17 είχε κερδίσει το Πανρωσικό Πρωτάθλημα Ερασιτεχνών στην Αγία Πετρούπολη. Μετά τη Ρωσική επανάσταση είχε συλληφθεί και φυλακίστηκε μάλιστα για λίγο στην Οδησσό, όμως γρήγορα αφέθηκε ελεύθερος και το 1920 κέρδισε το Πρώτο Πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης. Ένα χρόνο αργότερα όμως εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ένωση για να μην επιστρέψει ποτέ. Εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, σπούδασε Νομικά στη Σορβόννη το 1927 κέρδισε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή εκπλήσσοντας τον κόσμο με την σπουδαία στρατηγική του.
Το πρόβλημα του Αλιέχιν ήταν όμως το αλκοόλ κι αυτό επηρέαζε τις επιδόσεις του, έτσι το 1935 έχασε τον τίτλο του από τον Μαξ Ούβε ενώ το 1936 έχασε κι όταν έπαιξε με τον Καπαμπλάνκα. Ένα χρόνο αργότερα ωστόσο και έχοντας σταματήσει το αλκοόλ θα ξανακέρδιζε το παγκόσμιο πρωτάθλημα αλλά στην συνέχεια απέφυγε να παίξει σε αγώνες για τίτλο. Το 1946 ωστόσο και ενώ ετοιμαζόταν για ένα παιχνίδι με τον Σοβιετικό Μιχαήλ Μποτβίνικ πέθανε στο ξενοδοχείο του στο Εστορίλ της Πορτογαλίας κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Οι απόψεις δηλαδή διίστανται αν πέθανε από καρδιακή προσβολή ή από πνιγμό στην διάρκεια φαγητού ή ακόμη αν υπήρξε κάτι πιο ύποπτο στην υπόθεση του θανάτου του.
Η κυριαρχία των Σοβιετικών στο σκάκι έχει αρχίσει
Το 1923 οι σκακιστές που υπήρχαν σε συλλόγους της Σοβιετικής Ένωσης ήταν περίπου 1.000. Το 1930 όμως ο αριθμός τους είχε φθάσει τα 5 εκατομμύρια! Και στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου το σκάκι ήταν ένα από τα όπλα στην φαρέτρα των Σοβιετικών -όπως η επιτυχία της πρώτης αποστολής στο διάστημα- για την ξεκάθαρη απόδειξη της ανωτερότητας της σοβιετικής νοημοσύνης απέναντι στην μαλθακή και υστερημένη Δύση. Έτσι από το 1948 ως το 1972 οι Σοβιετικοί δεν είχαν χάσει ούτε μία φορά τον τίτλο, ο οποίος απλώς «έπαιζε» μεταξύ διάσημων σοβιετικών σκακιστών.
Πρώτος από αυτούς, και ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η σοβιετική σκακιστική σχολή ήταν ο Μιχαήλ Μποτβίνικ και μαζί οι Σμίσλοβ, Ταλ και Πετροσιάν. Ώσπου έρχεται η ώρα του γεννημένου το 1937 Μπόρις Σπάσκι, που απέκτησε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή το 1969 για να τον χάσει το 1972 από έναν Αμερικανό -για πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό- σκακιστή, τον Μπομπ Φίσερ.
«Το παιχνίδι του αιώνα»
«Το παιχνίδι του αιώνα» έχει ονομασθεί η συνάντηση των δύο στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Ο Σπάσκι σταθερός και σίγουρος για τις δυνατότητές του και όλη τη σοβιετική υποστήριξη πίσω του και από την άλλη μεριά ο ψυχαναγκαστικός και ήδη με σημάδια ψυχασθένειας Φίσερ. Μεγάλο ταλέντο όμως ο Μπόμπι Φίσερ, παιδί μεταναστών από εβραία μητέρα και Γερμανό πατέρα που δεν γνώρισε, άρχισε να παίζει σκάκι από πέντε χρονών. Στα δέκα ήταν παιδί- θαύμα, στα 15 ο νεότερος γκρανμαίτρ και στα 20, το 1963-64, κέρδισε το πρωτάθλημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύντομα έγινε και πάμπλουτος καθώς μάλιστα ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός στις απολαβές του. Ταυτόχρονα όμως άρχισε να γίνονται ολοένα και πιο φανερά τα προβλήματα με την ψυχική του υγεία. (Μεταξύ άλλων θεωρούσε ότι τον καταδίωκαν Ρώσοι κομμουνιστές).
«Τα ιδανικά μου είναι το σκάκι και το χρήμα. Θέλω να γίνω πάμπλουτος. Είναι αμαρτία;» είχε πει κάποτε.
Έτσι για να παίξει με τον Σπάσκι, ο οποίος πάντως ήταν το απωθημένο του, ζητούσε εκατομμύρια. Ο αγώνας τους είχε προσελκύσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον με τον Σπάσκι να είναι αρχικά ο νικητής. Στη συνέχεια όμως, από τη στιγμή που ο Φίσερ ζήτησε να απομονωθούν σε ένα χώρο μόνον με την παρουσία του επόπτη, το παιχνίδι γύρισε με το μέρος του.
Στη συνέχεια όμως, το 1975 αρνήθηκε να παίξει με τον Ανατόλι Καρπόφ, τον επόμενο μεγάλο Σοβιετικό σκακιστή, γιατί η αμερικανική σκακιστική ομοσπονδία δεν δεχόταν τα παράλογα αιτήματά του και έκτοτε, εκφράζοντας ανοιχτά αντιαμερικανικές και αντισημιτικές απόψεις, έζησε σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Αυτά ως το 1992 που επανήλθε για να ξαναπαίξει με τον Σπάσκι, δεδομένου ότι το έπαθλο ήταν συνολικά 5 εκατομμύρια δολάρια. Τα κέρδισε και συνέχισε τα ταξίδια του, αλλά στην Αμερική δεν ξαναγύρισε, όπου άλλωστε δεν τον συμπαθούσαν καθόλου πλέον. Σε συνέντευξή του μάλιστα σχετικά με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου είχε δηλώσει «πολύ χαρούμενος»! Τελικά εγκαταστάθηκε το 2005 στο Ρέικιαβικ και το 2008 πέθανε. Η ζωή του, όπως είναι γνωστό έγινε ταινία το 2014 από τον Τόμπι Μαγκουάιρ με τίτλο «Θυσιάζοντας ένα πιόνι».
Κασπάροφ, Καρπόφ και μία μηχανή
Στην απέναντι πλευρά, στη Σοβιετική Ένωση, η ντροπή της απώλειας της πρωτοκαθεδρίας δεν άφησε περιθώρια εφησυχασμού, έτσι πολύ γρήγορα τα νέα αστέρια της ανέτειλαν. Ο Ανατόλι Καρπόφ κατ΄ αρχάς. Συγγραφέας και πολιτικός επίσης, ο γεννημένος το 1951 Καρπόφ θεωρείται ο πιο επιτυχημένος σκακιστής όλων των εποχών σε επιδόσεις σε τουρνουά, κατακτώντας πάνω από 140 πρώτες θέσεις. Σήμερα ωστόσο ασχολείται ενεργά με την πολιτική και από το 2005 είναι μέλος του Δημόσιου Επιμελητηρίου της Ρωσίας και συμμετέχει σε διάφορες ανθρωπιστικές κινήσεις. Και βέβαια ο Γκάρι Κασπάροφ (γεν. 1963) συγγραφέας επίσης και πολιτικός ακτιβιστής, πολέμιος της πολιτικής του Πούτιν και θεωρούμενος από πολλούς ως ο κορυφαίος σκακιστής όλων των εποχών.
Κασπάροφ και Καρπόφ αναμετρήθηκαν για το παγκόσμιο πρωτάθλημα δύο φορές, το 1984 και το 1985. Η πρώτη είχε λήξει άδοξα, καθώς διακόπηκε με πρωτοβουλία του προέδρου της Διεθνούς Σκακιστικής Ομοσπονδίας με το επιχείρημα της εξάντλησης των παικτών _ πράγματι ο Καρπόφ είχε χάσει δέκα κιλά _ το όλο γεγονός όμως είχε αμφισβητηθεί σφοδρά, ακόμη και από τους δύο αντιπάλους. Στην επανάληψη νικητής ήταν ο Κασπάροφ που σε ηλικία 22 ετών γινόταν παγκόσμιος πρωταθλητής.
Σε όλες τις αναμετρήσεις ανθρώπου με άνθρωπο ήρθε κάποια στιγμή να προστεθεί και η μηχανή. Για την ακρίβεια ο υπολογιστής που «κλήθηκε» να αντιμετωπίσει το 1989 τον Κασπάροφ από τον οποίο και έχασε. Τότε οι ερευνητές της ΙΒΜ, που είχαν ξεκινήσει το πρόγραμμα Deep Thought τον απέσυραν, προκειμένου να τον εξελίξουν, προσέλαβαν μάλιστα τον Αμερικανό γκράνμαστερ του σκακιού Τζόλε Μπέντζαμιν για να βοηθήσει τους προγραμματιστές. Ο νέος υπολογιστής ονομάσθηκε Deep Blue και στον αγώνα με τον Κασπάροφ τον Φεβρουάριο του 1996 ήρθαν ισοπαλία.
Στην επανάληψη όμως, τον Μάιο του ίδιου χρόνου νικήτρια ήταν η μηχανή, αν και ο Κασπάροφ άφησε σαφείς υπαινιγμούς, ότι στον δεύτερο αγώνα, πίσω από τις κινήσεις του υπολογιστή κρύβονταν άνθρωποι σκακιστές. Η ΙΒΜ το διέψευσε αλλά αρνήθηκε να δώσει στον Κασπάροφ τα αρχεία της καταγραφής του Deep Blue (αργότερα τα δημοσίευσε στο Ίντερνετ). Αρνήθηκε επίσης έναν τρίτο γύρο και αποσυναρμολόγησε τον υπολογιστή. Σήμερα πάντως τα σύγχρονα σκακιστικά προγράμματα είναι πιο αποτελεσματικά από αυτά της εποχής του Deep Blue.
Γεννημένος στη Νορβηγία το 1990 ο Μάγκνους Κάρλσεν είναι ο μεγαλύτερος αυτή τη στιγμή σκακιστής στον κόσμο, παγκόσμιος πρωταθλητής από το 2013. Έμαθε σκάκι όταν ήταν μόλις 5 ετών, σε ηλικία 13 έγινε ένας από τους νεαρότερους γκρανμετρ όλων των εποχών και ως σήμερα έχει κερδίσει πλήθος παγκόσμιων τίτλων, διεθνών τουρνουά και online διοργανώσεων. Άλλοι μεγάλοι μετρ ο Αμερικανός Καρουάνα, ο Αρμένιος Αρονιάν (Αρμενία, 1982), ο Πολωνός Ντούντα ο Ολλανδός Τάρι, ο Κινέζος Ντινγκ Λίρεν, ο Ρώσος Νεπομνιάτσι, ο Αμερικανός Σο, ο Αζέρος Μαμεντιάροβ, ο Ολλανδός Χίρι, ο Γάλλος Βασιέ – Λαγκάρντ.
Γυναίκες και σκάκι
Ανδροκρατούμενος είναι ο κόσμος του σκακιού, αφού οι γυναίκες συνήθως αποτελούν το 16% των σκακιστών κάθε χώρας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Σκακιστικής Ομοσπονδίας. Έτσι, παρ’ όλο, που στις πρώτες δέκα μέρες προβολής της σειράς σημειώθηκε αύξηση αγορών σε σκακιέρες κατά 273% είναι άγνωστο, αν αυτό θα έχει αποτέλεσμα γενικότερα στην αύξηση των σκακιστών και ειδικότερα των γυναικών. Το «The Queen’s Gambit» πάντως την ώθηση την έδωσε, αν και όπως αναφέρεται από την Ομοσπονδία είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί το πραγματικό αποτύπωμα της σειράς στο άθλημα.
Η παρουσία των γυναικών ωστόσο τα τελευταία χρόνια στο σκάκι όλο και αυξάνει με τις εκπροσώπους της Ρωσίας και της Κίνας να κατέχουν τα πρωτεία.
Ανάμεσά τους: Η Αλίσα Μιχαΐλοβνα Γκαλιάμοβα από το Καζάν (γεν. 1972), με τους τίτλους της Διεθνούς Μαιτρ και Γυναίκας Γκρανμαίτρ του FIDE, δύο φορές φιναλίστ στο Παγκόσμιο Σκακιστικό Πρωτάθλημα Γυναικών, το 1999 και το 2006, και τρεις φορές Ρωσίδα Πρωταθλήτρια. Και η επίσης Ρωσίδα Αλεξάνδρα Κονσταντίνοβνα Κοστένιουκ (1984), σκακίστρια γκρανμαίτρ και πρώην παγκόσμια πρωταθλήτρια.
Και από την Κίνα η Ζίε Ζουν (γεν.1979), διεθνής γκρανμαίτρ σκακίστρια και δύο φορές παγκόσμια πρωταθλήτρια και η Χου Γιφάν (γεν. 1994), γκρανμαίτρ και πρώην «παιδί θαύμα» στο σκάκι. Κατέκτησε τρεις φορές το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Σκάκι Γυναικών και υπήρξε η νεότερη που έχει κερδίσει τον τίτλο αυτόν, καθώς και η νεότερη σκακίστρια που έχει κερδίσει τον τίτλο της γκρανμαίτρ.
Για μια παρτίδα σκάκι: Λογοτεχνία, Κινηματογράφος
Πόσο γοητευτικό είναι το σκάκι, όχι μόνον γι’ αυτούς που παίζουν αλλά και γι’ αυτούς που παρακολουθούν, ακόμη κι αν οι γνώσεις τους είναι μικρές φαίνεται και από την απήχησή του στη λογοτεχνία, πεζογραφία αλλά και ποίηση, όπως βέβαια και από τον κινηματογράφο. Έργα που έχουν ως ήρωα έναν σκακιστή, αλλά και μεμονωμένες σκηνές με παρτίδες σκάκι, έχουν σκοπό πάντα, να δείξουν την ιδιαίτερη ευφυΐα και τις στρατηγικές του ικανότητες, να τον κάνουν ξεχωριστό, άρα άξιο να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του κοινού. Είτε είναι αναγνώστης είτε θεατής.
Αμέσως μετά την εξάπλωση του σκακιού στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα, η ποίηση ήταν η πρώτη που έστρεψε το ενδιαφέρον της στο νέο και ξεχωριστό παιχνίδι. Τα πρώτα ποιήματα είναι τα «Scacchia ludus» του Marco Girolamo Vida, που γράφτηκαν το 1527 σημειώνοντας τέτοια επιτυχία, ώστε να παρακινηθούν κι άλλοι συγγραφείς για να γράψουν κάτι παρόμοιο. Σήμερα βέβαια πλήθος είναι τα βιβλία που μιλούν με όποιο τρόπο για το παιχνίδι, είτε δηλαδή αναφερόμενα στη ζωή διάσημων παικτών και σε γνωστές μονομαχίες είτε ως αποτέλεσμα δικής τους έμπνευσης. Κι όχι μόνον πεζογραφία αλλά και ποίηση αρκεί να θυμηθεί κανείς τον Έζρα Πάουντ «Το παιγνίδι του σκακιού» (1916) και τον Τ. Σ. Έλιοτ «Μια Παρτίδα σκάκι» (1922), ή τον Μαγιακόβσκι «Πώς γίνονται οι στίχοι» (1926), αλλά και τους Έλληνες Κ.Π. Καβάφη «Το πιόνι» (1894), και τον Μανόλη Αναγνωστάκη «Το σκάκι».
Πριν απ’ όλα όμως ας αναφερθεί ένα παραμύθι: «Η Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη» (1865) του Λιούις Κάρολ, όταν η Αλίκη μεταφέρεται σε έναν κόσμο που τον κατοικούν πιόνια σκακιού, με τα οποία ζει φανταστικές περιπέτειες. Μια ιστορία, που εξελίσσεται παράλληλα με μία παρτίδα σκακιού, που ο Λιούις Κάρολ μας δίνει τις κινήσεις της στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Η «Σκακιστική νουβέλα» του Στέφαν Τσβάιχ, που πρωτοεκδόθηκε το 1941, λίγο πριν την αυτοκτονία του μιλάει για έναν φυλακισμένο στην απομόνωση από το ναζιστικό καθεστώς, που κατά τύχη αποκτά ένα βιβλίο με συλλογή παρτίδων σκακιού μεγάλων σκακιστών του παρελθόντος. Τις μαθαίνει τέλεια όλες κι αυτή η γνώση κυριαρχεί στο μυαλό του. Η εμμονή είναι το θέμα και του μυθιστορήματος του Ναμπόκοφ «Η άμυνα του Λούζιν», που παρακολουθεί την ζωή ενός παιδιού θαύματος στο σκάκι, παρουσιάζοντας τον αρνητικό χαρακτήρα της ιδιοφυΐας, όταν αυτή ξεφύγει από τον έλεγχο.
Σε διαφορετικό ύφος «Ο Πύργος που Κτυπήθηκε από την Αστραπή» του Φερνάντο Αραμπάλ (1983), μια προκλητική παρωδία με γκροτέσκ μορφές ηρώων σε ένα παιχνίδι για παγκόσμιο πρωτάθλημα σκακιού. Και ένα θρίλερ φαντασίας από την Κάθριν Νέβιλ το «Οχτώ», που ξετυλίγεται γύρω από το μύθο του σκακιού του Μονκλάν, μιας μαγικής σκακιέρας της οποίας η κατοχή προσδίδει στον ιδιοκτήτη της τεράστια δύναμη. Ενώ το μυθιστόρημα «Τα Τετράγωνα της Πόλης» του Τζον Μπρίνερ (1965) φέρνει την αναλογία ανάμεσα στο σκάκι και τον βρώμικο κόσμο της πολιτικής.
Το σκάκι στην οθόνη
Το Χόλιγουντ εξάλλου έχει χρησιμοποιήσει το σκάκι άπειρες φορές άμεσα ή έμμεσα, αλλά δεν είναι το μόνο. Πάντα υπάρχει βέβαια μια δραματική ιστορία στις ταινίες που μιλούν για τα δεινά και τους αγώνες των ηρώων να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της ζωής και να ανελιχθούν μέσα από την διάκρισή τους στο σκάκι, Άλλοτε πάλι, μόνον κάποιες σκηνές δίνουν τον τόνο, ακριβώς και πάλι για να ξεχωρίσει ο ήρωας ή να τονισθούν τα διαδραματιζόμενα.
Έτσι:
Στην αριστουργηματική «Έβδομη σφραγίδα» (1957) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο ιππότης Μπλοκ που επιστρέφει από τις Σταυροφορίες σε μια Σουηδία αφανισμένη από την πανούκλα παίζει με τον Θάνατο μια παρτίδα σκάκι για να κερδίσει χρόνο αλλά και για να βρει απαντήσεις στα υπαρξιακά του ερωτήματα.
Άλλες αγωνίες έχει στην «Καζαμπλάνκα» (1942) ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, δεινός σκακιστής και στην πραγματική του ζωή, όταν παίζει εναντίον του Λόρε.
Στο «Χρήμα της Οργής» (1956) ο Κιούμπρικ βάζει ολόκληρη σκηνή μέσα σε σκακιστικό όμιλο. Και στην ταινία του Τζέιμς Μποντ «Από τη Ρωσία με Αγάπη» (1963) γίνεται αναπαράσταση ολόκληρου παιχνιδιού στον τοίχο.
Στο «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» (1968) ο Γκάρι Λόκγουντ περνά την ώρα του παίζοντας σκάκι εναντίον του HAL και στην κωμωδία «Η Τρελή Ιστορία του Κόσμου» (1981) του Μελ Μπρουκς το σκάκι παίζεται με πιόνια αληθινούς ανθρώπους!
Ενώ στο «Blade Runner» (1982) ο Ρίντλεϊ Σκοτ ασφαλώς και βάζει τα ανθρωποειδή να παίζουν σκάκι. Η Έμιλι Μπλαντ πάλι, ως νεαρή βασίλισσα Βικτώρια στην ταινία «Βασίλισσα Βικτώρια: Τα Χρόνια της Νιότης» (2009) παίζει σκάκι και φαντάζεται τον εαυτό της σαν να ήταν το αντίστοιχο πιόνι.
Το «Μαύρο άλογο» (2014) του Τζέιμς Νάπιερ Ρόμπερτσον βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα έχει ως ήρωα έναν ιδιοφυή σκακιστή, που πάσχει όμως και από διπολική διαταραχή. Είναι όμως και ένας γενναιόδωρος και υπομονετικός δάσκαλος, που ενάντια σε όλα τα προγνωστικά αναλαμβάνει να οδηγήσει μία ομάδα απόκληρων παιδιών στο Πανεοζηλανδικό πρωτάθλημα σκακιού.
Στην ταινία «Θυσιάζοντας Ένα Πιόνι» ( 2014) του Έντουαρντ Ζούικ, ήρωας και θέμα είναι ο διάσημος αλλά και ψυχολογικά διαταραγμένος σκακιστής Μπόμπι Φίσερ, ο μόνος που κατόρθωσε να σπάσει το σερί των Σοβιετικών εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, το 1972 και να νικήσει τον Σπάσκι. Και στον αντίποδα ένας οκτάχρονος σκακιστής, παράνομος μετανάστης στο Παρίσι είναι ο ήρωας της ταινίας «Ρουά Ματ» (2019) του Πιερ-Φρανσούα Μαρτίν-Λαβάλ. Σε μια ταινία ύμνο στην επιβίωση, που περνά μέσα από τις μάχες που δίνει στην σκακιέρα, ώσπου τελικά να ανακηρυχθεί πρωταθλητής.