ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Πού θα πάει η Intrakat, o δυνατός τζίρος της ΓΕΚ, τι συμβαίνει με τον Φέσσα, το τετ α τετ Μεγάλου – Πετραλιά, η κρίσιμη ημέρα για Σκλαβενίτη, τι συμβαίνει στο Ελληνικό, τα δίδυμα του Λούτον και η καλή -πλατινομαλλούσα- συνεργάτης του υπουργού
«H πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και καθώς ο ήλιος έγερνε και γέμιζε με φως τον μικρό χώρο, είδα για πρώτη φορά την ξένη χορεύτρια ολόγυμνη. Μου φάνηκε πως ενσάρκωνε το πνεύμα των αρχαίων μαρμάρων! «Θα μπορούσατε να ποζάρετε τελείως γυμνή;» είπα. Δέχτηκε. Έτρεξα και ρώτησα τον Φιλαδελφέα. Η απάντησή του ήταν καταφατική: “Φτάνει οι φωτογραφίες να μην είναι για δημοσίευση”, είπε».
Πολύ αργότερα από εκείνη την ιστορική φωτογράφηση του 1928 στην Ακρόπολη, κατά την οποία η Nelly’s κατέγραψε με το φακό της για πρώτη φορά ένα γυμνό μοντέλο ανάμεσα στους αρχαίους κίονες των μνημείων, θυμόταν την παρόρμηση της στιγμής, που την οδήγησε σε μία μεγάλη επιτυχία και αντίστοιχα σε ένα τεράστιο σκάνδαλο.
Γιατί η αρχική της πρόθεση δεν ήταν αυτή: «Είχα πάρει μαζί μου πολλά μέτρα άκοπες μουσελίνες, αρχαϊκά πέπλα για την όμορφη μπαλαρίνα», έλεγε.
«Από τη διεύθυνση της Ακρόπολης μου είχαν πει, ότι η φωτογράφιση έπρεπε να γίνει μετά το επισκεπτήριο. Έτσι για να μην είμαστε δυο κοπέλες μόνες στην ερημιά παρακάλεσα τον πατέρα μου να μας συνοδεύσει. Ήταν όμως εκεί και ο ίδιος ο Φιλαδελφέας. Μας έδειξαν το σπιτάκι του φύλακα και μας είπαν ότι η καλλιτέχνης μπορούσε να αλλάξει εκεί και να βάλει τα πέπλα που είχα φέρει μαζί μου»…
Σχεδόν έναν αιώνα μετά και είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατό της το Μουσείο Μπενάκη, θεματοφύλακας του πολύτιμου έργου της, τα θυμάται όλα αυτά και αποτίει φόρο τιμής στη σπουδαία φωτογράφο Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη διοργανώνοντας μία αναδρομική έκθεση από τις 23 Φεβρουαρίου, μέσα από την οποία επανασυστήνει τη δημιουργό στο σύγχρονο κοινό.
Με άξονες τις τρεις πόλεις στις οποίες διαμόρφωσε το φωτογραφικό της βλέμμα, επιχειρεί την παρουσίαση του πολυδιάστατου έργου της από τα χρόνια της μαθητείας της στη Δρέσδη στις αρχές του 1920, την άφιξή της στην Αθήνα στη συνέχεια με τη δυναμική της παρουσία στα φωτογραφικά δρώμενα της πόλης ως τη ζωή και το έργο της στη Νέα Υόρκη, όπου παρέμεινε έως το 1966.
Παρούσα στα μεγάλα γεγονότα
Φωτογραφίες διάσημες για την καλλιτεχνική τους αρτιότητα αλλά και νέες, άγνωστες έως σήμερα περιλαμβάνονται στην έκθεση, σε μια προσπάθεια να εκπροσωπηθούν οι διαφορετικές αισθητικές τάσεις που υιοθέτησε η Nelly’s -όπως έγινε γνωστή- και οι πολυάριθμες τεχνικές, ασπρόμαυρης αλλά και έγχρωμης φωτογραφίας με τις οποίες πειραματίστηκε.
Περιοδικά, αφίσες και επιστολικά δελτάρια, σπάνιο κινηματογραφικό υλικό και δείγματα του φωτογραφικού εξοπλισμού, που μεταχειρίστηκε στην Ελλάδα και την Αμερική συνθέτουν το προσωπικό της σύμπαν, παράλληλα όμως και με την ιστορία – και όχι μόνον καλλιτεχνική – κάθε εποχής.
Φωτογράφισε έτσι, τις Δελφικές Εορτές, που είχαν οργανώσει ο Άγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ το 1927 και το 1930, μερικά χρόνια αργότερα το 1936 βρέθηκε στο Βερολίνο για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες στους οποίους συμμετείχε και ο αδερφός του συζύγου της Άγγελου Σεραϊδάρη ενώ η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου την βρήκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχε πάει το 1939 για να διακοσμήσει με τις φωτογραφίες της το ελληνικό περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης.
Η παραμονή της εκεί, αναγκαστική αρχικά, την οδήγησε ωστόσο σε μια διαφορετική καριέρα, αποτυπώνοντας πλέον την νέα, μεγάλη οικοδόμηση της μεγαλούπολης και στη ζωή σ΄αυτήν.
Αφοσίωση στη φωτογραφία
Γεννημένη στο Αϊδίνι, από όπου όλη της η οικογένεια μετακινήθηκε στη Σμύρνη μετά την καταστροφή της πόλης και μεγαλωμένη σ΄ένα περιβάλλον αστικό, η Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (1899-1998), σπούδασε στη Δρέσδη, όπου είχε πάει με τον αδερφό της, αλλά αντί για τη ζωγραφική, που ήταν ο αρχικός της στόχος, την κέρδισε η φωτογραφία.
Δάσκαλοί της ήταν οι διάσημοι εκείνη την εποχή Ούγκο Έρφουρτ και Φραντς Φίλντερ ενώ με την ολοκλήρωση των σπουδών της έφθασε για πρώτη φορά στην Αθήνα και έστησε το δικό της ατελιέ στην οδό Ερμού. Τότε μάλιστα, το 1924 συνάντησε και την οικογένειά της, που είχε στο μεταξύ εγκατασταθεί στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή.
Έχοντας πάρει τα καλύτερα μαθήματα πορτρέτου από τον Έρφουρτ άρχισε αμέσως να φωτογραφίζει σημαντικά πρόσωπα της εποχής, όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Ελευθέριος Βενιζέλος , παράλληλα όμως με εκείνα των προσφύγων.
Στην εξάσκησή της μάλιστα στο πορτρέτο, σ’ όλη τη διάρκεια της φωτογραφικής της πορείας στην Ελλάδα και την Αμερική, οφείλεται η απεικόνιση της αθηναϊκής κοινωνίας του Μεσοπολέμου αλλά και η συγκρότηση σημαντικού αρχείου της ελληνικής ομογένειας. Ταυτόχρονα όμως η αγάπη της για τα μνημεία την σπρώχνει στη συστηματική φωτογράφισή τους.
Και πράγματι η αφοσίωση, που επέδειξε επί μία δεκαπενταετία στην αποτύπωση αρχαιοτήτων και ειδικά του Παρθενώνα, πηγάζοντας από την βαθιά ανάγκη της για την επαφή με τις πατρογονικές ρίζες θα είχε ως αποτέλεσμα μια σπουδαία ενότητα φωτογραφιών και μάλιστα σε εποχές που η αρχαία Ελλάδα αναδυόταν όλο και περισσότερο μέσα από τις ανασκαφές και τα θαυμαστά ευρήματα που έφερναν στο φως.
Κι είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των φωτογραφιών της, που είναι αφιερωμένες στις αρχαιότητες, αφού φθάνουν τα 1600 αρνητικά.
Το σκάνδαλο της γυμνής φωτογράφισης
«Τον πρώτο χρόνο στην Αθήνα, μόλις χάλαγε ο καιρός κι είχε τίποτε ωραία σύννεφα στον ουρανό, έτρεχα να φωτογραφίσω τα αρχαία μάρμαρα», έλεγε αργότερα στην Ειρήνη Μπουντούρη, επιμελήτρια των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη.
«Τα φωτογράφισα για να υπάρχουν. Κανείς δεν με υποχρέωνε να τα φωτογραφίσω. Τα έκανα για το δικό μου σκοπό. Μου άρεσε να τα βλέπω. Ο κ. Φιλαδελφέας διευθυντής του Μουσείου μου έδινε την άδεια. Βγάζανε τα αντικείμενα από τις βιτρίνες και έβαζα ένα φόντο για να βγουν πιο καθαρά. Όταν δεν είχα πελάτες πήγαινα στο Μουσείο Ακροπόλεως κι απαθανάτιζα ό,τι μπορούσα».
Το σκάνδαλο πάντως, που θα δημιουργηθεί το 1929 στη συντηρητική κοινωνία του Μεσοπολέμου, όταν γίνεται γνωστή η γυμνή φωτογράφιση στην Ακρόπολη, τον προηγούμενο χρόνο, της Μόνα Πάεβα, πρώτης μπαλαρίνας της Οπερά Κομίκ θα την πτοήσει. Τουλάχιστον προσωρινά. Άλλωστε η φωτογράφιση επαναλήφθηκε αυτή τη φορά με την χορεύτρια Νικόλσκα.
«Τά ΄χασα, έκλαιγα τη μοίρα μου και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς άνθρωποι ανεπτυγμένοι μπορούσαν να σχολιάζουν τόσο ανελέητα μια τέτοια καλλιτεχνική και αθώα πράξη. Καθώς ήμουν ακόμη στην αρχή της σταδιοδρομίας μου, νόμισα πως το γεγονός αυτό θα μ΄ έβλαπτε πολύ και θα με χαντάκωνε στα μάτια του κόσμου», ανέφερε όμως η ίδια στην «Αυτοπροσωπογραφία» της.
Δεν θα συμβεί όμως αυτό, αντίθετα, όπως θα κριθεί αργότερα, οι χορευτικές φωτογραφίες της Nelly’s αποτελούν μοναδικά δείγματα μιας τέχνης, που στην Ελλάδα δεν είχε άμεσους συνεχιστές. Κι αυτό, γιατί ήταν η μόνη φωτογράφος χορού στη χώρα, ακόμη και στα πρώτα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια σημαντική αποκλειστικότητα, δεδομένου και του νεαρού της ηλικίας της.
Η αναγνώριση
Οι περιοδείες της εξάλλου, στην ελληνική ύπαιθρο, μέσα από τις οποίες στοιχειοθετεί το πανόραμα της χώρας στο Μεσοπόλεμο, καθώς αποτυπώνουν μια «ειδυλλιακή» Ελλάδα, θα εικονογραφήσουν τα τουριστικά έντυπα της χώρας στο εξωτερικό και θα γίνουν τα πρώτα σύμβολα της τουριστικής φιλοσοφίας.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργεί και μία σειρά έργων με τίτλο «Παραλληλισμοί» με τα οποία αντιπαραβάλλει πρόσωπα της υπαίθρου, νεαρούς βοσκούς και χωριατοπούλες, με αρχαία ελληνικά αγάλματα. Κι είναι ο λόγος για τον οποίο σχολιάστηκε αρνητικά στην έκθεση της Νέας Υόρκης, όπου παρουσίασε αυτά τα πορτρέτα, καθώς θεωρήθηκαν από αφελή έως και σχετικά με τη ναζιστική ιδεολογία.
Στην Αμερική, όπου παρέμεινε έκτοτε, θα ξεκινήσει τη σταδιοδρομία της σχεδόν από την αρχή, προσθέτοντας στο πανόραμα της θεματογραφίας της τη διαφημιστική και έγχρωμη φωτογραφία, καθώς και το φωτορεπορτάζ, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να ενταχθεί στις σύγχρονες τάσεις της αμερικανικής φωτογραφίας.
Σημαντικές όμως ήταν δύο φωτογραφικές σειρές της, το «Easter Parade» και οι «Δρόμοι».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το έργο της πια ήταν αναγνωρισμένο, και πολλά ήταν τα λευκώματα με φωτογραφίες της που εκδόθηκαν, καθώς και οι εκθέσεις. Για το έργο της εξάλλου τιμήθηκε με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα και με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου της το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη, γενικότερα ωστόσο κληροδότησε στην ελληνική φωτογραφική ιστορία ένα έργο πολυσύνθετο και ουσιαστικό, τόσο λόγω της καλλιτεχνικής όσο και της τεκμηριωτικής του αξίας. Η Έλλη Σεραϊδάρη πέθανε στη Νέα Σμύρνη, στις 17 Αυγούστου του 1998.
Την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη που συμπίπτει χρονικά με τα πενήντα χρόνια λειτουργίας των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη επιμελείται η Αλίκη Τσίργιαλου.
Info
Μουσείο Μπενάκη: Πειραιώς 138
Έκθεση: Nelly’s
Διάρκεια: 23 Φεβρουαρίου – 23 Ιουλίου
Διαβάστε επίσης:
Μπάνκσι: Μια αλλιώτικη Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου – Σχόλιο για την ενδοοικογενειακή βία
Τα πρόσωπα πίσω από το φακό – Οι πρώτοι φωτογράφοι στα Βαλκάνια
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ερντογάν: Στο Κάιρο μεταβαίνει αύριο για τη σύνοδο κορυφής της D-8
- TikTok: Δεκτή έγινε η προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κατά του νόμου Μπάιντεν
- Ευρωαγορές: Κλείνουν ελαφρώς υψηλότερα καθώς οι επενδυτές αναμένουν την απόφαση της Fed- η Renault σημειώνει άλμα 5%
- Μπέρμποκ: Προειδοποιεί την Τουρκία να μην επιτίθεται εναντίον των Κούρδων στη Συρία – Πυρά και κατά του Ισραήλ