ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Πλατάνια, βελανιδιές, λεύκες και κυπαρίσσια, καρυδιές, καστανιές και κερασιές, θάμνοι όπως οι αγριοκουμαριές, οι δάφνες, τα σχίνα και οι μυρτιές, με τις τριανταφυλλιές να δίνουν χρώμα και άρωμα, και άλλα αρωματικά φυτά όμως, σαν τον φασκόμηλο. Αλλά ποτέ ξανά, πεύκα.
Η πυρκαγιά του 2021 στέρησε από το Ανάκτορο και όλο το κτήμα ασφαλώς του Τατοΐου, το φυσικό του περιβάλλον, ήδη όμως η προμελέτη για την αποκατάστασή του έφθασε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, περιλαμβάνοντας αναλυτικά, όχι μόνον τα είδη των δέντρων, που θα φυτευθούν αλλά όλη τη διαμόρφωση των κήπων σε έκταση 34 στρεμμάτων.
Οι αλέες, οι σχηματισμοί από κυπαρίσσια, όπως ο σπειροειδής Λαβύρινθος, ο μικρός οπωρώνας και οι ροδώνες, οι οποίοι θα αναπτυχθούν σε διάφορους συνδυασμούς δίπλα στο κτίριο αλλά και η αποκατάσταση των μονοπατιών για την περιήγηση στο χώρο, καθώς και τα σημεία θέασης συνθέτουν ένα οργανωμένο σχέδιο αναδημιουργίας αυτών των κήπων, που μεσολαβούν για το πέρασμα στο δάσος.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται εξάλλου στη φύτευση επιλεγμένων δέντρων, πλατύφυλλων και φυλλοβόλων για την ακρίβεια, στην περιμετρική περιοχή ως ζώνη επιβράδυνσης πυρκαγιάς, καθώς καθυστερούν την επέκταση της φωτιάς.
Η ιστορία των κήπων
Η θέση των κήπων βρίσκεται νότια του κτιριακού συνόλου του Ανακτόρου και των Μαγειρείων και σε άμεση γειτνίαση με την λεγόμενη Πύλη της Λεύκας. Πρόκειται για έργο, που άρχισε να δημιουργείται στη δύση του 19ου αιώνα –εποχή του Εκλεκτικισμού _ , ύστερα από παραγγελία του Γεωργίου Α΄ στον δανό δασολόγο και φιλέλληνα Λουδοβίκο Μίντερ, τον οποίο ακολούθησε στη διεύθυνση του κτήματος ο Ότο Βάισμαν.
Για την ακρίβεια το μεν Ανάκτορο ολοκληρώθηκε το 1886 ενώ οι κήποι το 1890. Όταν ξέσπασε εξάλλου η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 διασώθηκαν, όπως και το Νέο Ανάκτορο.
Στο διάστημα 1924-1926 εφαρμόστηκε πρόγραμμα της Ανωτέρας Δασολογικής και Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής για την Πρακτική Εξάσκηση των φοιτητών που περιελάμβανε και την διαχείριση των κήπων ενώ το 1925 διευθυντής του κτήματος ορίστηκε ο δασολόγος Δρούβας, ο οποίος παρέμεινε στη θέση ως το 1961.
Στο μεταξύ με την επάνοδο της βασιλείας το 1936 έγινε η ανακαίνιση του Ανακτόρου (1937) και τέλος στη δεκαετία του ΄50 κατασκευάστηκε η πισίνα.
Μετά την αναχώρηση του βασιλιά Κωνσταντίνου από την Ελλάδα το 1967 και εν συνεχεία την κατάργηση της βασιλείας, η βασιλική περιουσία απαλλοτριώθηκε και από το 2003 το κτήμα του Τατοΐου περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και χαρακτηρίσθηκε ως ιστορικός τόπος.
Από το 1973 όμως, ο κήπος είχε εγκαταλειφθεί και δασωθεί, αν και διατηρούσε κάποια από τα αρχικά χαρακτηριστικά του, τα οποία ωστόσο έμελλε να εξαφανίσει η πρόσφατη πυρκαγιά, που κατέστρεψε το μεγαλύτερο τμήμα του, τις διαμορφώσεις των δαπεδοστρώσεων και το φυτικό υλικό του και κατά συνέπεια όλη την ατμόσφαιρά του.
Το ανάγλυφο του Τατοΐου
Μια σειρά από λοφίσκους στις πλαγιές της Πάρνηθας διαμορφώνουν το ανάγλυφο του Τατοΐου, που εκμεταλλεύθηκε επαρκώς η επιλογή της θέσης του Ανακτόρου, επιτρέποντας την απρόσκοπτη θέα του λεκανοπεδίου και του Σαρωνικού.
Αντίστοιχα διαμορφώνεται και ο κήπος, που χωρίζεται σε τρία επίπεδα με το βορειότερο να βρίσκεται στην υψηλότερη στάθμη, που περιλαμβάνει τις διαμορφώσεις, οι οποίες σχετίζονται περισσότερο με το Ανάκτορο. Εδώ βρίσκεται και το ορειχάλκινο άγαλμα του κοζάκου κυνηγού, έργο του ρώσου γλύπτη Γιεβγκένι Λανσεράι (1848-1886), το οποίο η βασίλισσα Όλγα είχε αγοράσει στη Ρωσία.
Το αμέσως χαμηλότερο, ακολουθώντας τη διπλή σκάλα με τα φυτοδοχεία περιλαμβάνει την μαρμάρινη ελλειψοειδή κρήνη, στο βάθος της οποίας έχει εντοιχιστεί λεοντοκεφαλή.
Από το στόμα της έτρεχε νερό. Στο επίπεδο αυτό κατασκευάστηκε η πισίνα, που σώζεται ως σήμερα. Από τη στάθμη αυτή και κάτω εκτείνεται το πλέον εκτεταμένο επίπεδο του κήπου με την κεντρική αλέα, εκατέρωθεν της οποίας διαμορφώνονται τα μονοπάτια σε διάταξη ομόκεντρων κύκλων.
Περίφραξη υπάρχει μόνον στο ανατολικό όριο του κήπου, ένα χαμηλό τοιχίο για την ακρίβεια, με κιγκλίδωμα, που διαχωρίζει την ανακτορική ενότητα από την περιοχή της αγροτικής δραστηριότητας του κτήματος και των κατοικιών του προσωπικού.
Τα μονοπάτια εξάλλου, που ήταν διαμορφωμένα σε συνάρτηση με το ανάγλυφο του εδάφους ήταν από πατημένο χώμα με αδρανή υλικά ενώ η οριοθέτησή τους είχε γίνει με ασβεστολιθικές πέτρες, αλάξευτες και τοποθετημένες κατακόρυφα.
Η υποβάθμιση
Στο σύνολό της βέβαια, η βλάστηση σήμερα είναι εντελώς υποβαθμισμένη. Εκτεταμένες επιφάνειες του κήπου είναι αποψιλωμένες ή καλύπτονται από κορμούς καμένων δέντρων αριάς, λεύκας, κυπαρισσιού, πεύκου και πλατάνου, δέντρα που ήταν αιωνόβια.
Μεγάλος αριθμός θάμνων ωστόσο, δάφνης του Απόλλωνα, κουμαριάς, γλυστροκουμαριάς και σχίνου ξεπετούν νέους βλαστούς από το χώμα, ύστερα από την καύση του υπέργειου μέρους τους. Μια ελπιδοφόρα αναβλάστηση στην οποία πρωτοστατεί η δάφνη.
Κατόπιν αυτών, η κατάλληλη επιλογή του φυτικού υλικού ήταν για τους μελετητές πρωταρχικό στοιχείο, αφού οφείλει να είναι ενδημικό, προσαρμοσμένο στο μικροκλίμα, με αντοχή στη φωτιά και ει δυνατόν την επιβράδυνσή της. Αλλά και κάτι ακόμη.
Να ανακαλεί στη συλλογική μνήμη την εικόνα, που είχε ο επισκέπτης για το κτήμα του Τατοΐου. Σ΄αυτό συντελεί και η αποκάλυψη του ανάγλυφου της περιοχής, καθώς τονίζεται η επικλινής περίμετρος του χώρου με τη δημιουργία άλσους / bosco (άλσους / δρυμού) ενώ μεγάλα δέντρα πλαισιώνουν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του: Το Ανάκτορο από τη μία και τον ορίζοντα από την άλλη.
Η νέα εικόνα
Στους κήπους ο επισκέπτης θα μπορεί να περιηγηθεί, ακολουθώντας τις χαράξεις των αρχικών μονοπατιών, προκειμένου να φθάσει στην κεντρική αλέα, η οποία αποκαθίσταται με σειρές από πλατάνια.
Τα δέντρα περιτοιχίζονται από θάμνους, στους ροδώνες συνδυάζονται ιστορικές ποικιλίες τριαντάφυλλων μαζί με σάλβιες, ο οπωρώνας επαναφυτεύεται στην αρχική του θέση, ανασυστήνονται οι κυπαρισσώνες, στην περιοχή του θερμοκηπίου δημιουργείται μια αλέα με οπωροφόρα όπως κερασιές ή βυσσινιές και κήπος με αρωματικά φυτά. Τέλος ο χώρος προτείνεται να περιφραχθεί με ελαφριά περίφραξη από μεγάλους θάμνους εκατέρωθεν, ώστε να μην αποτελεί ευκρινές όριο επέμβασης.
Τα μονοπάτια τέλος, ακολουθούν τις αρχικές χαράξεις και η επιφάνειά τους θα διαμορφωθεί από θραυστή πέτρα, πυριτική άμμο και συμπιεσμένο χώμα ώστε να είναι υδατοπερατή. Κι αυτό, γιατί συμβάλλει στην ανάπτυξη της βιοποικιλότητας, εξασφαλίζοντας φυσικές συνθήκες για το περιβάλλον, που γενικότερα ευνοούν στην ανάπτυξη χλωρίδας και πανίδας.
Για το σκοπό αυτό άλλωστε, θα υπάρξει ειδική υπόβαση από τρισδιάστατα γεωπλέγματα, που αφ΄ ενός δημιουργούν δάπεδο υψηλής αντοχής και αφ΄ ετέρου επιτρέπουν στο νερό να διαπερνά την επιφάνεια.
Να σημειωθεί, ότι η μελέτη αποκατάστασης των κήπων του Ανακτόρου εκπονείται με χορηγία της ΑΙΓΑΙΑΣ ΑΜΚΕ προς το υπουργείο Πολιτισμού και εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο επεμβάσεων που εκπονούνται από συναρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείο στο πρώην βασιλικό κτήμα.
Διαβάστε επίσης:
Τα μινωικά ανάκτορα της Κρήτης υποψήφια για την UNESCO
Η πολυτέλεια μιας Rolls-Royce με την υπογραφή μιας σχεδιάστριας μόδας
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Αναστάσιος Αλβανίας – Ευχές Χριστουγέννων: Η κορυφαία αυτή δεσποτική εορτή φωτίζει την καρδιά με γαλήνη
- ΟΗΕ: Οι ερευνητές ζητούν εξουσιοδότηση για να ξεκινήσουν το έργο τους επί του πεδίου στη Συρία
- Συρία-Τουρκία: Όλα τα όπλα της χώρας θα τεθούν υπό κρατικό έλεγχο, δήλωσε ο νέος ηγέτης της Συρίας
- Σερβία: Μεγάλη διαδήλωση των φοιτητών στο Βελιγράδι κατά της διαφθοράς στον κρατικό μηχανισμό