Το 1967 ένα στέλεχος της Renault έκανε στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας Πιερ Νρεϊφίς μια ενδιαφέρουσα ερώτηση: Αν θα μπορούσε η επιχείρηση να επωφεληθεί με την δημιουργία μιας διασύνδεσης ανάμεσα στην παραγωγή αυτοκινήτων και την σύγχρονη τέχνη.

Μια ιδέα διόλου καινοφανή, καθώς στην Αμερική -όπου η Renault είχε πρόσφατα προωθήσει το τελευταίο της μοντέλο, το Dauphine- είχε εμφανιστεί ένας νέος κλάδος επιχειρηματικής στρατηγικής: Ήταν η εταιρική συλλογή έργων τέχνης, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 1959, όταν ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ ανέθεσε στον σπουδαίο καλλιτέχνη Αλεξάντερ Κάλντερ να δημιουργήσει ένα από τα περίφημα κινητικά γλυπτά του για το νέο υποκατάστημα της Chase Manhattan Bank στην Park Avenue.

1

Η ιδέα ωστόσο, που διαμορφώθηκε στη Renault ήταν πιο φρέσκια. Συγκεκριμένα η εταιρεία δεν θα αποκτούσε έργα τέχνης μόνο για επενδυτικούς σκοπούς ή για λόγους επωνυμίας.

Αλλά αντίθετα, θα προσκαλούσε κορυφαίους καλλιτέχνες στα γραφεία της και τα στούντιο για να περάσουν χρόνο με τους μηχανικούς της και στη συνέχεια να δουλέψουν με ερέθισμα την εμπειρία τους.

Αποσκοπούσε δηλαδή να δείξει ότι η εταιρεία παρείχε γόνιμο έδαφος για καινοτομία.

Έκτοτε περί τα 550 έργα έχουν ενταχθεί στη συλλογή της εταιρείας από καλλιτέχνες όπως ο Αρμάν, ο Ζαν Ντιμπιφέ και ο Βίκτορ Βαζαρέλι και σήμερα 33 από αυτά βγαίνουν σε δημοπρασία στις 6 Ιουνίου στον οίκο Christie’s στο Παρίσι.

Έργο του Ζαν Ντιμπιφέ, 1967 (εκτίμηση: 400.000 – 600.000 ευρώ)
Έργο του Ζαν Ντιμπιφέ, 1967 (εκτίμηση: 400.000 – 600.000 ευρώ)

 

Καθημερινά αντικείμενα

Για την συγκρότηση της συλλογής πάντως, απαιτήθηκε χρόνος και πειραματισμοί. Κατ’ αρχάς δημιουργήθηκε δοκιμαστικά ένα νέο τμήμα, που ονομάστηκε «Έρευνα, τέχνη και βιομηχανία» και ο πρώτος που προσκλήθηκε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ήταν ο γάλλος καλλιτέχνης Αρμάν (1928-2005).

«Η Renault ήταν σαν ένα μέρος όπου μπορούσα να βοηθήσω τον εαυτό μου», όπως θα έλεγε αργότερα ο ίδιος, ιδρυτικό μέλος της ομάδας Nouveau Réalisme, που στόχευε στον λυρισμό του αφηρημένου εξπρεσιονισμού μέσω του κολάζ και της συναρμολόγησης, συχνά δουλεύοντας με καθημερινά και «πεταμένα» αντικείμενα.

Πράγματι, προβολείς, μπαταρίες και τακάκια φρένων από τη γραμμή συναρμολόγησης της Renault ενσωματώθηκαν σε περισσότερα από 100 έργα των «Συσσωρεύσεων» του Αρμάν. Δύο δωδεκάδες από αυτά αποκτήθηκαν για τη μόνιμη συλλογή της αυτοκινητοβιομηχανίας και εκτίθεται γύρω από τα διάφορα κτήριά της ενώ τα υπόλοιπα παρέμειναν στον δημιουργό.

Ο Αρμάν με ειδικούς της Renault στο στούντιο της εταιρείας, το 1967
Ο Αρμάν με ειδικούς της Renault στο στούντιο της εταιρείας, το 1967

 

Το σήμα της εταιρείας

Ένας άλλος από τους πρώτους συμμετέχοντες ήταν ο Βίκτορ Βαζαρέλι (1906-1997), ο ούγγρος γραφίστας, που είχε πρωτοστατήσει στο κίνημα Op Art στη δεκαετία του 1950. Ο Βαζαρέλι είχε περιγραφεί ως μαθηματικός δημιουργός προτύπων και το ενδιαφέρον του για τη μαζική παραγωγή, τις βιομηχανικές τεχνολογίες και τον φουτουριστικό σχεδιασμό φαινόταν απόλυτα εναρμονισμένο με το πνεύμα της Renault. Έτσι, περισσότερα από 40 έργα προέκυψαν από τον διάλογο μεταξύ καλλιτέχνη και κατασκευαστή.

Το μεγαλύτερο ίσως από αυτά ήταν ένα τεράστιο, μονόχρωμο γλυπτό σε σχήμα V, που βρισκόταν δίπλα σε έναν γαλλικό αυτοκινητόδρομο, σε μία τοποθεσία, που ο καλλιτέχνης είχε περιγράψει ως «ένα ευτυχές πάντρεμα φυσικών και τεχνητών τοπίων». Σε συνεργασία μάλιστα, με το εργαστήριο βαφής της Renault τα κομμάτια του γλυπτού κατασκευάστηκαν από επισμαλτωμένη λαμαρίνα, ιδανική για την συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω των ανθεκτικών στις καιρικές συνθήκες, ιδιοτήτων του υλικού.

Το 1972 εξάλλου, ο Ντρεϊφίς ζήτησε από τον Βαζαρέλι να επανασχεδιάσει το λογότυπο της εταιρείας. Έτσι, σε συνεργασία με τον γιο του Ιβαρόλ (Ζαν-Πιερ Βαζαρέλι) επίσης καλλιτέχνη, εμπνεύστηκε τον εμβληματικό πλέον ρόμβο-σήμα της εταιρείας, χρησιμοποιώντας γραμμές διαφορετικού πάχους για να του δώσει την όψη του ανάγλυφου.

Ο Μπλε τοίχος

Αναμφισβήτητα όμως, ο διασημότερος καλλιτέχνης, που συνεργάστηκε με την Renault ήταν ο Ζαν Ντιμπιφέ (1901-1985). Πρωτοπόρος του Art Brut, που υπερασπιζόταν το «ένστικτο, το πάθος, τη διάθεση, τη βία και την τρέλα» έναντι του ακαδημαϊσμού, ο γάλλος καλλιτέχνης είχε ήδη γίνει γνωστός με τα έργα του «Hourloupe», έναν όρο που επινόησε ο ίδιος. Πρόκειται για την ακρίβεια, για μία σειρά έργων, που δημιουργήθηκαν σχεδόν αυθόρμητα ενώ ο ίδιος μιλούσε στο τηλέφωνο και το στυλό του έκανε σχέδια πάνω σε κομμάτια χαρτί.

«Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας δείξω σύντομα μια σειρά από 47 πίνακες σε καμβά, που είναι το κύκνειο άσμα του κύκλου μου Hourloupe…», είχε γράψει ο ίδιος σε μια επιστολή του στην εταιρεία. Και πράγματι το πάτωμα του εργοστασίου έγινε το πεδίο εξερεύνησης του Ντιμπιφέ με τους περίπλοκους στροβιλισμούς του σε κόκκινο, μπλε και μαύρο να εξελίσσονται γρήγορα από το χαρτί στον καμβά και μετά σε μνημειώδη γλυπτά.

Ζαν Ντιμπιφέ, 1966 (εκτίμηση: 80.000 – 120.000 ευρώ)
Ζαν Ντιμπιφέ, 1966 (εκτίμηση: 80.000 – 120.000 ευρώ)

 

Ο Ντιμπιφέ είχε δημιουργήσει επίσης τον «Μπλε τοίχο», που συναρμολογήθηκε από 19 κομμάτια Hourloupe από πολυστυρένιο, ενώ το 1973 η εταιρεία του ανέθεσε το Salon d’été ένα ολόκληρο περιβάλλον γλυπτικής Hourloupe που κάλυπτε 2.000 τετραγωνικά μέτρα, με καρέκλες, παγκάκια και δέντρα τοποθετημένα γύρω από μια πισίνα. Έναν χώρο στα κεντρικά γραφεία της, που προοριζόταν για χαλάρωση.

Η συλλογή της Renault με έργα του Ζαν Ντιμπιφέ, το 1996
Η συλλογή της Renault με έργα του Ζαν Ντιμπιφέ, το 1996

 

Διακοπή και επανεκκίνηση

Μετά την πετρελαϊκή κρίση όμως, μια αλλαγή στη διοίκηση της Renault, τα συνεχιζόμενα τεχνικά προβλήματα και έναν λογαριασμό ήδη τριπλάσιο του προϋπολογισμού, το Salon d’été σταμάτησε, το 1975 να λειτουργεί και μια δεκαετία αργότερα το τμήμα «Έρευνα, τέχνη και βιομηχανία» εκκαθαρίστηκε. Το 1996, ωστόσο, το πρόγραμμα ξεκίνησε ξανά και η ιστορικός τέχνης Αν Χίντρι διορίστηκε επιμελήτρια της συλλογής, η οποία περιελάμβανε τότε περί τα 350 έργα 35 καλλιτεχνών.

Ανάμεσά τους ήταν και έργα του Χεσούς Ραφαέλ Σότο από την Βραζιλία, ο οποίος επανασχεδίασε τα λόμπι της Renault, ο ισπανός ζωγράφος Αντόνι Τάπιες, του οποίου η έκθεση το 1983 στο Αβαείο του Σενάνκ είχε χρηματοδοτηθεί από την εταιρεία και ο αμερικανός καλλιτέχνης Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, που το 1984 δημιούργησε τη σειρά μεταξοτυπίας «Renault Paper Works» με φωτογραφίες από το αρχείο της. Επίσης, ο Ζαν Τινγκελί, ο ελβετός γλύπτης, που είχε πάθος για τους αγώνες αυτοκινήτου, ο οποίος το 1984 συνεργάστηκε για το γλυπτό «Pit-Stop», φτιαγμένο από μέρη αυτοκινήτων, τα οποία είχαν οδηγηθεί στην καμπάνια της Renault στη Formula 1, το 1983.

Υπήρχαν όμως και έργα καλλιτεχνών, που δεν συμμετείχαν απαραίτητα στο πρόγραμμα. Όπως του Χουάν Μιρό, του Ζαν Φοτριέ, της Νίκι ντε Σεν Φαλ και του Ανρί Μισό (έργα του τελευταίου προσφέρονται σε ξεχωριστή online δημοπρασία ως τις 7 Ιουνίου).

 Ζαν Φοτριέ, 1969 (εκτίμηση:180.000-250.000 ευρώ)
Ζαν Φοτριέ, 1969 (εκτίμηση:180.000-250.000 ευρώ)

Η ιστορία από την αρχή

«Το έργο που μου ανατέθηκε ήταν ευρύ: Να επαναφέρω την συλλογή στην κανονικότητα», όπως είχε πει σε συνέντευξή της, το 2019 η Αν Χίντρι. «Διατηρούνταν με τέλειο φωτισμό και άψογες υδρομετρικές συνθήκες, όπως και συνθήκες ασφαλείας, αλλά ήταν αόρατη για κοινό και προσωπικό. Η μνήμη χάθηκε».

Έπειτα από χρόνια που πέρασε έτσι, ανασυναρμολογώντας ό,τι είχε απομείνει από το αρχείο -καθώς και από τον «Μπλε τοίχο» του Ντιμπιφέ- δημοσίευσε το «Renault και Τέχνη: Μία σύγχρονη περιπέτεια» και στη συνέχεια περιόδευσε τα σημαντικότερα έργα της συλλογής από την Ιαπωνία στο Μεξικό, τη Ρουμανία, τη Μαρτινίκα, τη Βραζιλία και το Ισραήλ.

Πιερ Αλεσινσκί, 1983 (εκτίμηση: 60.000 – 80.000 ευρώ
Πιερ Αλεσινσκί, 1983 (εκτίμηση: 60.000 – 80.000 ευρώ

 

Παράλληλα άρχισε να αναθέτει ξανά σε σύγχρονους καλλιτέχνες τη δημιουργία έργων για τη συλλογή της Renault. «Προσεγγίζω καλλιτέχνες που πιθανόν να ενδιαφέρονται για το βιομηχανικό σύμπαν. Τους παρουσιάζω τα έργα της συλλογής, καθώς και τα υλικά και την τεχνογνωσία της εταιρείας, στα οποία μπορούν να έχουν πρόσβαση και τους καλώ να δημιουργήσουν ένα έργο, σύμφωνα με τη δική τους πρακτική», όπως λέει.

Όπως ανακοινώνεται εξάλλου, τα έσοδα από την δημοπρασία θα χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ενός νέου ταμείου δωρεάς με έμφαση στις τέχνες, τον πολιτισμό και την κληρονομιά και ειδικότερα την τέχνη του δρόμου.

 

Χουάν Μιρό, 1979 (εκτίμηση: 60.000 – 80.000 ευρώ)
Χουάν Μιρό, 1979 (εκτίμηση: 60.000 – 80.000 ευρώ)

 

Διαβάστε επίσης:

Συνεργασία υπουργείου Πολιτισμού και Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό

Έργα Τέχνης και Δημοπρασίες – Τα παγκόσμια και εθνικά ρεκόρ

Νέες ταινίες στους κινηματογράφους: Πρεμιέρα για τις Ιστορίες Καλοσύνης του Λάνθιμου και το Mad Max 5