ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Σπάνιες τιάρες, κολιέ, σκουλαρίκια, καρφίτσες. Και όλα με διαμάντια παλαιάς κοπής και σε σχέδια αξεπέραστης αισθητικής. Κοσμήματα, που κάποτε ανήκαν σε πριγκίπισσες, αριστοκράτισσες, ερμηνεύτριες της όπερας, κομμάτια που προέρχονται από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τη γέννηση του Art Deco. Ένα εξαιρετικό σύνολο, που προσφέρεται από τον οίκο Christie’s στη Γενεύη, μιλώντας για άλλες εποχές.
Η συλλογή κοσμημάτων συγκροτήθηκε εδώ και μερικές δεκαετίες από έναν Ασιάτη συλλέκτη με πάθος για την ευρωπαϊκή, βασιλική ιστορία. Και όπως λέει η ειδικός των Christie’s στα κοσμήματα Άντζελα Μπέρντεν, πρόκειται για «μερικά από τα καλύτερα παραδείγματα, που βρίσκονται ακόμη σε ιδιώτες, καθώς είναι αξιοσημείωτης ποιότητας». Έχουν όμως και ένα άλλο κοινό: Έχουν παραμείνει στο αρχικό τους σχέδιο και δεν τροποποιήθηκαν ποτέ ή δεν υπέστησαν άλλες επεμβάσεις για να ταιριάξουν με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες τάσεις της μόδας. Συνεχίζουν λοιπόν να αφηγούνται την ιστορία της εποχής τους.
«Δεν βλέπουμε πολλά κομμάτια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα στο αρχικό τους σχέδιο σε δημοπρασία», λέει η Μπέρντεν γι΄ αυτά τα κοσμήματα αντίκες
Η κυριαρχία της τιάρας
Από τα κομμάτια του 19ου αιώνα της συλλογής, η ίδια ελκύεται ιδιαίτερα από το εντυπωσιακό σετ με ζαφείρια και το διαμάντια από τον βασιλικό οίκο της Βυρτεμβέργης, που χρονολογείται γύρω στη δεκαετία του 1860. Το σετ αποτελείται από μια τιάρα με άνθινα σχέδια, ένα κολιέ και ένα στολίδι για το μπούστο.
«Μέχρι τη δεκαετία του 1860, τα λεπτά σχέδια λουλουδιών είχαν δώσει τη θέση τους σε πιο περίπλοκες και περίτεχνες συνθέσεις λουλουδιών και φυλλωμάτων», σημειώνει η Μπέρντεν. «Τα φυσιοκρατικά λουλούδια διαμαντιών τοποθετούνταν συχνά σε μίσχους που έμοιαζαν με μικρά κλαδάκια. Ήταν μια στιλιστική τεχνική, που έδινε δραματική ένταση στη λάμψη και την αίσθηση της κίνησης. Μπορώ να φανταστώ πόσο εκθαμβωτική θα φαινόταν η τιάρα στο φως των κεριών».
Η περίοδος αιχμής της δημοτικότητας της τιάρας άρχισε από τη δεκαετία του 1870, μια εποχή που τα διαμάντια κυκλοφορούσαν άφθονα μετά την ανακάλυψη νέων πηγών στη Νότια Αφρική το 1867 αλλά και τα ογκώδη χτενίσματα ήταν κατάλληλα και διήρκεσε έως λίγο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ανάμεσα στις ξεχωριστές βρετανικές τιάρες, που βγαίνουν σε δημοπρασία είναι αυτή της Δούκισσας του Ρόξμπουργκ, που χρονολογείται γύρω στο 1890. Θεωρείται ,ότι η Δούκισσα του Ρόξμπουργκ το κληρονόμησε από τη μητέρα της, την Μαρκησία του Κρου. Ως σύζυγος του πρέσβη στη Γαλλία, η Λαίδη Κρου θα είχε παρευρεθεί σε πολλές μεγαλειώδεις εκδηλώσεις στις οποίες θα χρειαζόταν μια τιάρα αυτής της μεγαλοπρέπειας, γνωστή και ως «φτερό».
Η εμφάνιση της πλατίνας
Αλλά καθώς οι εποχές αλλάζουν και αρχίζει σιγά σιγά η περίοδος της Μπελ Επόκ, τα σχέδια γίνονται ολοένα και πιο ευαίσθητα και εκλεπτυσμένα. Και όπως λέει η Μπέρντεν «Αυτή η αισθητική αλλαγή, τουλάχιστον στη Βρετανική Αυτοκρατορία, πυροδοτήθηκε από τον θάνατο του πρίγκιπα Αλβέρτου το 1861, όταν η βασίλισσα Βικτώρια μπήκε σε βαθύ πένθος και επέβαλε μια πιο ήρεμη ζωή στην αυλή».
Όσον αφορά τα πολύτιμα μέταλλα εξάλλου, ο χρυσός και το ασήμι χαμηλών καρατίων ευνοήθηκαν για μεγάλο μέρος του τέλους του 19ου αιώνα. Νέες πηγές αργύρου είχαν ανακαλυφθεί στη Νεβάδα τη δεκαετία του 1860, έτσι το ασήμι έγινε πολύ πιο προσιτό. Ως το γύρισμα του 20ου αιώνα ωστόσο, το ασήμι και ο χρυσός είχαν παραμεριστεί υπέρ της πλατίνας.
«Η πλατίνα είναι ένα εξαιρετικά ανθεκτικό και ισχυρό μέταλλο με απαλή λευκή απόχρωση», λέει η Μπέρνεν. Για το λόγο αυτό, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μικρότερες ποσότητες, με αποτέλεσμα, ακόμη πιο ελαφριά και πιο ντελικάτα σχέδια. «Η λάμψη της ενίσχυσε επίσης τη λάμψη των διαμαντιών», προσθέτει η ειδικός.
Η Μπελ Επόκ
Η άνοδος του Εδουάρδου Ζ΄ στον βρετανικό θρόνο το 1901 σηματοδότησε το κορυφαίο σημείο των κοσμημάτων της Μπελ Επόκ. Οι οίκοι Chaumet, Cartier και Van Cleef & Arpels ήταν από τους κορυφαίους υποστηρικτές του στυλ. Τα πολυτελή σχέδιά τους, που αποτελούσαν την επιτομή της παρακμιακής και ανέμελης στάσης της εποχής απόλαυσαν αριστοκράτες, ηθοποιοί και τραγουδιστές της όπερας.
Τα κοσμήματα της Belle Epoque έχουν συνήθως καμπύλες γραμμές και περίπλοκες λεπτομέρειες, όπως στεφάνια, φιόγκους και κορδέλες ενώ η πλατίνα, τα παλιά διαμάντια και τα μαργαριτάρια έχουν επίσης εξέχουσα θέση.
Στην εποχή αυτή, αρχές του 20ού αιώνα ο Cartier ήταν ο μεγαλύτερος κοσμηματοπώλης στον κόσμο και όλες οι πιο σημαντικές προσωπικότητες της κοινωνίας στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη παρήγγειλαν κοσμήματα από αυτόν. Είναι σπάνιο όμως, κοσμήματα Belle Epoque από τον Cartier να βγαίνουν σε δημοπρασία.
Τα μοντερνιστικά σχέδια
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου προανήγγειλε μια εξέγερση ενάντια στις υπερβολές της εποχής της Μπελ Επόκ. Οι σαρωτικές, ρευστές γραμμές και τα μοτίβα με βάση τη φύση έδωσαν τη θέση τους στο γεωμετρικό σχέδιο, με καθαρές γραμμές, αντίθεση και χρώμα ενώ οι μεγάλοι πολύτιμοι λίθοι παραμερίστηκαν υπέρ των μικρών διαμαντιών με μπριγιάν. Το διαμάντι Cartier της πώλησης είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με περίπλοκο, διάτρητο σχέδιο, χρονολογούμενο στο 1902 περίπου, ήταν παλαιότερα στη συλλογή της Αυστραλιανής σοπράνο Ντέιμ Νέλι Μέλμπα, η οποία φορούσε εντυπωσιακά κοσμήματα του Cartier τόσο στη σκηνή όσο και σε σημαντικές δημόσιες εμφανίσεις. Έκτοτε πέρασε στην ιδιοκτησία μιας αγγλικής οικογένειας
Τα κοσμήματα Art Deco, που εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1925, στην Έκθεση Internationale des Arts Décoratifs et Industriels Modernes, ήταν η οπτική ενσάρκωση των μοντερνιστικών αρχών. Η διαμαντένια τιάρα Μπέσμπορο από τον Chaumet για παράδειγμα είναι ένα λαμπρό δείγμα της τολμηρής νέας αισθητικής, με το λουλουδένιο και ρέον σχέδιο, διάτρητου φυλλώματος. Η τιάρα είχε παραγγελθεί από τον κόμη του Μπέσμπορο το 1931 για τη σύζυγό του Ρομπέρτε, κατά τον διορισμό του ως 14ου Γενικού Κυβερνήτη του Καναδά.
«Η γεωμετρία και η αίσθηση ισορροπίας του είναι τυπικά του στυλ Art Deco», σημειώνει η Μπερντεν. «Γνωρίζουμε από εικόνες αρχείου ότι η Ρομπέρτε φόρεσε αυτή την τιάρα σε πολλές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένου του κρατικού ανοίγματος του Κοινοβουλίου. Όλα τα βλέμματα θα ήταν στραμμένα πάνω της».
Διαβάστε επίσης:
Μουσείο Μπενάκη: Τα λησμονημένα ξυλόγλυπτα υφαντικά εργαλεία
«Η γιαγιά μου έλεγε ότι η Κλεοπάτρα ήταν μαύρη» – Μια σειρά χωρίς επιστημονικά επιχειρήματα
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Νέος πόλεμος Κούστα – Γιαννικοπούλου: «Ηταν ηθοποιός, δεν είχε ούτε ευρώ» – «Είχε περιουσία μόλις 1,4 εκατ., με εμένα έφτασε τα 702 εκατ.»
- Κυριάκος Μητσοτάκης: Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσουν στον καταναλωτή οι υπερβολικές αυξήσεις στην ενέργεια
- Μάκης Βορίδης: Η αμφισβήτηση του πατριωτισμού της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού δεν μπορεί να γίνει δεκτή
- Μητσοτάκης για Πολυτεχνείο: «Το μήνυμα αντίστασης που εκπέμπει δεν χάνεται στο πέρασμα του χρόνου»