ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Εργαστήρια κατασκευής χρυσών κοσμημάτων παρήγαγαν, μαζικά, προϊόντα που διακινούνταν σ’ όλη την Ανατολή, τη Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου.
Χρυσά σκουλαρίκια και διαδήματα με τα ίδια σπειροειδή σχέδια, σφραγίδες -δακτυλίδια, περιδέραια με πολλές σειρές από χρυσές χάντρες, σφηκωτήρες (δακτύλιοι για τις μπούκλες των μαλλιών), καρφίτσες. Και πολύτιμοι λίθοι, όπως το λάπις λάζουλι και η λαμπερή καρνεόλη. Δεν είναι σύμπτωση, επομένως, που τα κοσμήματα του περίφημου Θησαυρού του Πριάμου, που έφερε στο φως ο Σλήμαν κατά τις ανασκαφές του στην Τροία, είναι όμοια με αυτά που βρέθηκαν στο νησί της Λήμνου, συγκεκριμένα στον προϊστορικό οικισμό της Πολιόχνης. Γιατί όλα αυτά συνέβαιναν πριν από 4.500 χρόνια. Όταν δεν υπήρχαν τα σημερινά σύνορα, πλην όμως οι εμπορικές σχέσεις, ακόμη και ανάμεσα σε απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές, είχαν ήδη αναπτυχθεί.
Πού όμως εύρισκαν τόσο χρυσό για την παραγωγή αυτών των πολύτιμων αντικειμένων; Τι διαδρομές είχε κάνει αυτό το σπάνιο και ανέκαθεν πανάκριβο μέταλλο, ώσπου μεταπλασμένο σε αντικείμενα υψηλής τέχνης να ανακαλύπτεται σήμερα μόνο σε ελάχιστες «τυχερές» ανασκαφές;
Από τότε που ο Ερρίκος Σλήμαν ανακάλυψε τον Θησαυρό το 1873, η προέλευση του χρυσού παραμένει ένα άλυτο αίνιγμα στην αρχαιολογία και την αρχαιομεταλλουργία. Ερευνητές λοιπόν, από ιδρύματα διαφόρων χωρών, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία και την Ελλάδα – συγκεκριμένα επιστήμονες από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο- χρησιμοποιώντας μια καινοτόμο μέθοδο κινητού λέιζερ, δημοσίευσαν ήδη την πρώτη μελέτη για το θέμα.
Και σύμφωνα με αυτήν ο χρυσός, που βρέθηκε στην αρχαία Τροία, στην Πολιόχνη της Λήμνου αλλά και στην Ουρ της Μεσοποταμίας είχε την ίδια προέλευση!
Η μαζική παραγωγή
Συνολικά εξετάσθηκαν 61 χρυσά αντικείμενα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (μεταξύ 2.500 και 2.000 π.Χ.) και ελήφθησαν δείγματα, κυρίως με τη φορητή μονάδα λέιζερ στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα, όπου φυλάσσεται ο Θησαυρός της Πολιόχνης. Και στη συνέχεια αναλύθηκαν στο Κέντρο Αρχαιομετρίας του Μάνχαϊμ της Γερμανίας.
Ανάλογα με το κράμα, οι επιστήμονες μπορούν να δημιουργήσουν ένα ξεχωριστό χημικό προφίλ για τα ευρήματα και να το χρησιμοποιήσουν για να βγάλουν συμπεράσματα. Έτσι, όπως αποδείχθηκε οι υψηλές συγκεντρώσεις ψευδαργύρου, παλλαδίου και πλατίνας στα κοσμήματα από την Τροία είναι σαφές σημάδι, ότι ο χρυσός είχε βρεθεί σε μορφή χρυσόσκονης μέσα σε ποτάμι.
Οι ερευνητές μπόρεσαν επίσης να αποδείξουν τη μαζική παραγωγή κοσμημάτων από εργαστήρια και όχι μόνο ως μεμονωμένα αντικείμενα, διότι τα περιδέραια και οι χρυσοί δίσκοι, που έχουν βρεθεί σε διαφορετικές τοποθεσίες περιέχουν την ίδια ποσότητα πλατίνας και παλλαδίου.
Κι αν οι βασιλικοί τάφοι της Ουρ βρίσκονται σε τεράστια απόσταση από την Τροία ή τη Λήμνο αυτό δεν σημαίνει όμως, ότι δεν επικοινωνούσαν. Γιατί, αν και δεν υπάρχουν φυσικές πηγές χρυσού στη Μεσοποταμία, σ΄αυτούς τους τάφους έχει βρεθεί απίστευτος πλούτος από χρυσά αντικείμενα, κοσμήματα, σκεύη και άλλα στολίδια μοναδικής εκλέπτυνσης. Η Μικρά Ασία, όπου βρίσκεται η Τροία πιστεύεται επομένως, ότι ήταν μια πιθανή πηγή ανεύρεσης χρυσού!
Οι εμπορικοί δρόμοι
Η Τροία ή Ίλιον στο σημερινό Χισαρλίκ κοντά στο Τσανάκκαλε της Τουρκίας, διάσημη σ΄ όλο τον κόσμο από το έπος της Ιλιάδας του Ομήρου βρίσκεται σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από τη Λήμνο, όπου είχε ιδρυθεί ο οικισμός της Πολιόχνης, ο οποίος πιστεύεται, ότι είναι μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ευρώπης και μάλιστα πριν από την ανέγερση της Τροίας Ι.
Ο επικεφαλής της έρευνας, καθηγητής Ερνστ Πέρνικα, αρχαιολόγος και χημικός, επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Αρχαιομετρίας και διευθυντής του προγράμματος «Τροία» του Πανεπιστημίου του Τίμπινγκεν μπορεί τώρα με την ομάδα του να αποδείξει, ότι θησαυρός προέρχεται από δευτερεύοντα κοιτάσματα, όπως ποτάμια.
Και επίσης, ότι η χημική του σύνθεση δεν ταυτίζεται μόνο με αυτή των χρυσών αντικειμένων από τον οικισμό Πολιόχνη στη Λήμνο και από τους βασιλικούς τάφους στην Ουρ στη Μεσοποταμία, αλλά και με αυτή αντικειμένων από τη Γεωργία! Άλλη μια πιθανή πηγή χρυσού.
«Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να υπήρχαν εμπορικοί δεσμοί μεταξύ αυτών των μακρινών περιοχών», λέει ο ίδιος. Προσθέτοντας, ότι έχουν εξετασθεί και άλλες πολύ διαφορετικές περιοχές, που είναι γνωστό, ότι είχαν ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με την Ουρ.
Συγκριτικές αρχαιολογικές μελέτες έχουν δείξει έτσι, εντυπωσιακά παρόμοια αντικείμενα, που παρήχθηκαν κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού σε μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή, η οποία εκτείνεται από το Αιγαίο έως την κοιλάδα του Ινδού στο σημερινό Πακιστάν. Έτσι τα νέα αρχαιομετρικά δεδομένα ανοίγουν ένα παγκόσμιο πλαίσιο για τα μοντέλα των κοινωνιών, τα δίκτυά τους και τη σημασία των πόρων πριν από περίπου 4500 χρόνια.
Οι πρώτες κοινωνίες
Ο τεράστιος αριθμός χρυσών αντικειμένων υψηλής ποιότητας είναι εντυπωσιακός πάντως, ειδικά από τη στιγμή, που η πρακτική συσσώρευσης θησαυρών χρυσού σε είδη κύρους δεν ήταν παλαιότερα γνωστή στο Αιγαίο και στη Μικρά Ασία.
Επρόκειτο δηλαδή για ένα νέο πολιτιστικό φαινόμενο, που συνδέεται στενά με τη δημιουργία νέων κοινωνικοπολιτικά και ιεραρχικά οργανωμένων κοινωνιών και των πρώτων «πρωτοαστικών» κέντρων γύρω στο 2600 π.Χ.
Παραμένει ασαφές όμως, ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες αυτών των πολύτιμων αντικειμένων, γιατί ήταν αποθηκευμένοι οι θησαυροί, και κυρίως από πού προερχόταν αρχικά ο χρυσός, αν και κατά την αρχαία παράδοση κοντά στην Τροία υπήρχε το ορυχείο της Αστύρας που εξορύχθηκε κατά τον Τρωικό Πόλεμο.
Επί πραγματικού ωστόσο, η εξόρυξη χρυσού στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού μαρτυρείται στη βόρεια Ελλάδα και τη νότια Βουλγαρία, ενώ δεν υπάρχουν γνωστά κοιτάσματα χρυσού στο νότιο Αιγαίο.
Να σημειωθεί, ότι η Πολιόχνη είχε χτιστεί στην αυγή της Νεολιθικής περιόδου για το Αιγαίο, δηλαδή περί την 5η με 4η χιλιετία π.Χ. δηλαδή περίπου χίλια χρόνια νωρίτερα από την πρώτη φάση της Τροίας.
Τότε πια είχε πληθυσμό από 1.500 κατοίκους και ο οικισμός περιβαλλόταν από τείχος, είχε πλατείες, δρόμους, πηγάδια, δημόσια κτίρια και πιθανώς Βουλευτήριο! Ονομάστηκε «επτάπολις», γιατί ανασκάφθηκαν επτά διαδοχικές πόλεις σε αλλεπάλληλα στρώματα, κάθε μια από τις οποίες ήταν πιο εξελιγμένη τεχνολογικά από την προηγούμενη.
Από μία εποχή και μετά τα στρώματα αυτά αντιστοιχούν σε περιόδους του πολιτισμού της Τροίας και θεωρείται βέβαιο, ότι οι δύο γειτονικοί πολιτισμοί είχαν μεγάλη σχέση και παράλληλη εξέλιξη.
Διαβάστε επίσης:
Ο σεΐχης, τα πλαστά έργα τέχνης και μία δίκη
Μετρό Θεσσαλονίκης: Αρχίζει τον Απρίλιο η επανατοποθέτηση των αρχαίων στο σταθμό Βενιζέλου