Όταν το 2019 πούλησε την Outseta στη RealPage για 55ο εκατομμύρια δολάρια, ο 42χρονος τότε Δημήτρης Γεωργακόπουλος αποφάσισε ότι «ήρθε η ώρα να δώσω κάτι πίσω».

Ίδρυσε το Χελιδόνι με στόχο να στηρίξει νέες ελληνικές επιχειρήσεις (εκπαιδευτικές, επιστημονικές, φιλανθρωπικές). Λίγοι σκέφτονται έτσι και μάλιστα με τρόπο υποδειγματικό. Πώς δημιουργήθηκε όμως αυτός ο «κοινωνικός» επιχειρηματίας;

Πριν από την αναδρομή στην ιστορία του, ας σημειωθεί ότι πρόσφατα εισχώρησε και στο διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής Πρωτοβουλίας (ΕΠ –The Hellenic Initiative, THI). Την εκπληκτικά δυναμική φιλανθρωπική ένωση της ελληνικής ομογένειας. Στο περιθώριο της εκδήλωσης για τη συμμετοχή του στο ΔΣ, ο πρόεδρός της, πολυμήχανος Τζορτζ Στάμας (George Stamas) δήλωσε ότι «ένας οργανισμός όπως η ΕΠ είναι τόσο δυνατός όσο το ταλέντο και η αφοσίωση των μελών του διοικητικού του συμβουλίου. Η πρόσκληση και υποδοχή ανθρώπων όπως ο Δημήτρης, παραμένει το κλειδί της επιτυχίας για την ΕΠ και όλες τις προσπάθειές της».

Ο Γεωργακόπουλος με τη σειρά του απάντησε ότι «πρόκειται για εξαιρετικό προνόμιο, νιώθω μεγάλη τιμή που συμπεριλαμβάνομαι στο ΔΣ της Ελληνικής Πρωτοβουλίας».

Ύστερα από την πώληση της Outseta ένιωσε ότι έπρεπε να εντατικοποιήσει τις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες, «να αφιερώσω χρόνο και χρήμα επιστρέφοντας πίσω στην κοινωνία». Παρότι το 2019 δημιούργησε την προσωπική του αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Helidoni Foundation, αποφάσισε ότι «δεν θέλω να λειτουργώ μόνος μου. Επιθυμούσα να συνεταιριστώ με άλλους οργανισμούς, με αξίες και στόχους παρόμοιους με τους τους δικούς μου. Και σκέφτηκα ότι η Ελληνική Πρωτοβουλία συνιστά ένα καλό ξεκίνημα», επισήμανε στο περιθώριο της εκδήλωσης για τη συμμετοχή του.

Ο Γεωργακόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στο αμερικανικό, αγγλόφωνο σχολείο ACS στο Χαλάνδρι. Αλλά ήδη από τα τελευταία σχολικά του χρόνια μετοίκισε στην Αμερική έτσι ώστε να εκτεθεί στις πολιτισμικές και οικονομικές ευκαιρίες που υπόσχεται η γη της Επαγγελίας. Σήμερα ζει στη Βοστώνη με τη γυναίκα του Σάρα και τα δύο μικρά τους παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, προσχολικής ηλικίας (ο πρωτότοκος γιος σε λίγο στο δημοτικό…).

Τη θερινή σαιζόν όμως επιστρέφει στη γενέτειρά του για να απολαύσει την ελληνική θάλασσα με την οικογένειά του. Τότε εργάζεται εξ αποστάσεως, συνδεδεμένος διαδικτυακά με την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ταυτόχρονα, αφιερώνει χρόνο για να αφουγκραστεί ενδιαφέρουσες επιχειρηματικές ιστορίες του τόπου του.

Στη Νέα Αγγλία τον τράβηξαν οι σπουδές του. Εκεί διάλεξε να ριζώσει από την αρχή ως νεαρός επαγγελματίας και ειδικός στην τεχνολογία -αρχικά στην PricewaterhouseCoopers και μετά τη Sapiens. Έτσι ξεκίνησε η λαμπρή καριέρα του πριν από είκοσι περίπου χρόνια.

Σπούδασε με υποτροφία χρηματοπιστωτικά και ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο καθολικό πανεπιστήμιο Πρόβιντενς (Providence College) στο Ρόουντ Άιλαντ. Αυτό το διπλό πτυχίο (double major όπως ονομάζεται στην αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση) αποδείχθηκε εξαιρετικά πολύτιμος και προσοδοφόρος συνδυασμός στην εξέλιξή του.

«Βρισκόμουν εκεί τη στιγμή που απογειωνόταν το ίντερνετ περίπου το 1995 ή 1996», δήλωσε στο πλαίσιο πρόσφατης συνέντευξής του. «Ήταν ξεκάθαρο για μένα τότε ότι το διαδίκτυο θα αποτελούσε το μέσο για να αποκτήσω ανεξαρτησία και επιχειρηματική δραστηριότητα. Βρέθηκα σε μια μικρή ομάδα στο σχολείο μου που αναλάμβανε τη δημιουργία αιτήσεων για μαθητές». Προσομοίαζε πιθανόν με ευρετήριο ηλεκτρονικών διευθύνσεων και με μέθοδο διαδικτυακής αίτησης.

«Ενθουσιάστηκα που μπορούσα να κάτσω και να σχεδιάσω ολομόναχος, να χτίσω και να παραδώσω κάτι που πέντε χιλιάδες μαθητές θα μπορούσαν να βρουν χρήσιμο εξοικονομώντας χρόνο με τη βοήθειά του. Το θεώρησα όχημα για την (σ.σ. οικονομική) ελευθερία μου, κάτι που μπορούσα μόνος μου να δημιουργήσω».

Μετά το σχολείο κέρδισε γρήγορα μια θέση ως ανώτερος σύμβουλος στην PriceWaterhouseCoopers. Δύο χρόνια αργότερα συνάντησε έναν από τους ιδρυτές της Sapient και ενθουσιάστηκε αμέσως με την κουλτούρα της εταιρείας.  Το 1999 ύστερα από τυπική συνέντευξη, τον προσέλαβαν. Θεωρεί σήμερα ότι πρόκειται για μία από τις πιο γόνιμες περιόδους της ζωής του.

«Ο χώρος ήταν γεμάτος με ενδιαφέροντες ανθρώπους. Περίπου οι δέκα από τους ανθρώπους με τους οποίους ξεκινήσαμε αργότερα την Buildium προέρχονταν από διασυνδέσεις που διατήρησα μέσω της Sapient», διευκρινίζει σήμερα. Και στην Outseta εξάλλου συνεταιρίστηκε με συνεργάτη του από εκείνα τα χρόνια. «Τα πάντα αρχίζουν από τις μέρες μου στην Sapient», εξηγεί.

Ο Γεωργακόπουλος παρέμεινε στη Sapient από το 1999 ως το 2004 ως framework specialist (ειδικός πλαισίου). Τότε άρχισε να παρατηρείται μεγάλης κλίμακας αλλαγή στην αγορά του ίντερνετ και την dot.com χιονοστιβάδα και η εταιρεία συρρικνώθηκε δραματικά. Από τους πέντε χιλιάδες εργαζόμενους κατρακύλησε στους εξακόσιους μέσα σε δύο χρόνια. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε κάθε αναταραχή, παρουσιάστηκαν νέες ευκαιρίες.

Σε συνεργασία με το συνάδελφό του Μάικλ Μοντέιρο προσπαθούσαν να μετακινηθούν και κατέληξαν να επενδύσουν σε ακίνητα στο Ρόουντ Άιλαντ. Τότε προέκυψε η πρώτη ιδέα για μία νέα σταρτ απ.

Αγόρασαν έντεκα διαμερίσματα και διαχειρίζονταν τριάντα ένοικους. Δεν ήταν όμως αποδοτικό να μανατζάρουν τα ακίνητα με πίνακες. Χρειάζονταν ένα λογισμικό πρόγραμμα. «Και εγώ ταυτόχρονα αναζητούσα να δημιουργήσω ένα νέο πρότζεκτ». Έτσι αποχώρησαν από τη Sapient και ξεκίνησαν μαζί την Buildium το 2004. Προσφέρει σε εταιρείες, ιδιοκτήτες ακινήτων και συλλόγους ιδιοκτητών μεταξύ άλλων, πρωτοποριακό λογισμικό για τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας τους.

Ο Γεωργακόπουλος και ο Μοντέιρο αφιέρωσαν έναν ολόκληρο χρόνο για τη δημιουργία του πρωτοποριακού προϊόντος τους. Στην αρχή έβγαζαν ψίχουλα. Αλλά τα αγαθά κόποις κτώνται. Με τη συνεχή βελτίωσή του, ήρθε σύντομα και η αναγνώριση. Ο ένας πελάτης στον πρώτο χρόνο αβγάτισε. Το δεύτερο χρόνο είχαν ήδη πενήντα νέους πελάτες.

Για αρκετά χρόνια δούλευαν από ένα μικρό γραφείο. Αλλά το 2008 κατάφεραν να προσλάβουν μερικούς υπαλλήλους και να μεταφερθούν από το Κουίνσι στην κεντρική Βοστώνη. Τότε το πελατολόγιο της εταιρείας τους έφτασε τα πεντακόσια άτομα. Το 2008 απέκτησαν χίλιους πελάτες και το 2009 δύο χιλιάδες. Το 2012 πέντε χιλιάδες. Τότε άρχισαν να εκφράζεται ενδιαφέρον από ιδιωτικούς επενδυτές. Ιδιαίτερα από κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών.

Ο Γεωργακόπουλος έχει αφηγηθεί ότι δεχόταν τηλεφωνήματα και γράμματα κάθε μέρα μέχρι που κάποια στιγμή ένας επενδυτής τούς χτύπησε την πόρτα ζητώντας τους να πιούν καφέ. Στο τέλος της συνάντησης τον ρώτησε, «τι θα χρειαστεί για να σας πείσω να δεχτείτε μία επένδυση;».

Σύμφωνα με τον Γεωργακόπουλο, η συγκεκριμένη ερώτηση τους έπεισε να αναλογιστούν τι περίμεναν από την Buildium. Πώς έπρεπε να κινηθούν άραγε για να προσελκύσουν πολλούς επενδυτές; Αποφάσισαν μάλλον να βουτήξουν στα βαθιά. Χρησιμοποίησαν τα κεφάλαια για πιο επιθετικές επενδύσεις στο μάρκετινγκ και στις πωλήσεις με τη λογική «βλέποντας και κάνοντας».

Εκείνη τη στιγμή δεν το συνειδητοποιούσε ίσως «αλλά τώρα το βλέπω ξεκάθαρα ότι παρότι πήραμε ένα μικρό χρηματικό ποσό -η ιδέα ήταν να μπορούμε πάντα να επιστρέψουμε σε αυτό που είχαμε πριν-, τελικά δεν υπήρχε περίπτωση επιστροφής. Είχαμε ήδη μπει στην κούρσα».

Όσο και αν μεγάλωνε εκείνος έμενε με τη γεύση της νοσταλγίας για τον πρώτο, δημιουργικό καιρό, όμως ο Γεωργακόπουλος δεν γύρισε την πλάτη του στο όνειρό του: Να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία στον τομέα των σταρταπ (startup). Άρχισε να απομακρύνεται από την καθημερινή εργασία στη Buildium.

Ήρθε σε επαφή με τον επικεφαλής του μάρκετινγκ Τζέοφ Ρόμπερτς (Geoff Roberts) καθώς και τον Ντέιβ Γουόνγκ (Dave Wong) με τον οποίο εργάζονταν μαζί στη Sapient. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους το 2016 ήταν η δημιουργία της Outseta.

Ως οριζόντια πλατφόρμα παρέχει όλα τα απαραίτητα εργαλεία για τις σταρτ απς -χρεώσεις, μάρκετινγκ, CRM. «Ό,τι χρειάζεσαι για να ξεκινήσεις», παραμένει το μότο της. Επιτρέπει στις εταιρείες να απογειωθούν με τη χρήση διαφορετικών εργαλείων. Και τα οποία εν συνεχεία μπορεί η καθεμία να τα συνυφάνει στην ολοκληρωμένη συνεκτική δομή της. Δεν υπήρχαν ως τότε ικανοί παίκτες να προσφέρουν όλα τα εργαλεία για τα πρώιμα στάδια ανάπτυξης μιας SaaS εταιρείας.

Ορισμένα τυποποιημένα εργαλεία, μπορεί κανείς απλώς να τα «κατεβάσει» και εν συνεχεία να προχωρήσει μόνος του. Το βασικό πρόγραμμα παραμένει δωρεάν. Ύστερα οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποκτήσουν συνδρομή με 99 δολάρια το μήνα ή 999 δολάρια ετησίως.

Αλλά η συμβολή της Outseta επηρεάζει ολόκληρη την αποδοτικότητα μίας εταιρείας, το μάνατζμεντ, τη λειτουργία της. Ο Γεωργακόπουλος πάντα πιστεύει ότι θα φέρει μεγάλες αλλαγές στον κόσμο των σταρτ απς. Ήδη οι παρεμβάσεις της σε διάφορες επιχειρήσεις συνέβαλαν στην ενίσχυση της καινοτομίας, της παραγωγικότητας και τις προσαρμοστικότητάς τους. Επίσης, διαμόρφωσαν πιο ικανοποιημένους εργαζόμενους τόσο στο επαγγελματικό όσο και στο προσωπικό τους περιβάλλον. Στην Ελλάδα πιστεύεται ότι αυτό θα βοηθούσε να ανατραπεί το φαινόμενο brain drain.

Το Χελιδόνι

Το ίδρυμα Χελιδόνι δημιουργήθηκε το 2019 από τον Δημήτρη και τη Σάρα Γεωργακοπούλου με στόχο να πραγματοποιούν δωρεές σε φιλανθρωπικές, εκπαιδευτικές, επιστημονικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα (τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Νοσηλεία, τη Μαθαίνω Διατροφή, τους Γιατρούς χωρίς σύνορα, το antama για την τρίτη ηλικία, μεταξύ άλλων).

Το Χελιδόνι συμβολίζει την αναγέννηση, την ελπίδα, την καλή τύχη από τα αρχαία χρόνια. Απώτερος στόχος του, η δημιουργία ανανέωσης και προόδου ενισχύοντας προγράμματα με κοινωνικό και φιλανθρωπικό αντίκτυπο από τη σύλληψη μέχρι και την υλοποίησή τους.

Οι οντότητες που υποστηρίζει εμφανίζουν χειροπιαστά κοινωνικά αποτελέσματα, εμφανή στοιχεία βελτίωσης της κοινωνίας με τρόπο ουσιαστικό, που αφορά τη σύγχρονη ζωή (διαχείριση αποβλήτων, τεχνολογίες ενέργειας και τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, βιωσιμότητα στον αγροτικό και γεωργικό τομέα).

Το όραμα

Ο Δημήτρης Γεωργακόπουλος πάντα ελπίζει ότι περισσότερες ελληνικές εταιρείες θα προσπαθήσουν να προσαρμόσουν τους στόχους τους ώστε να έχουν μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκτυπο. Να ψάξουν την ευκαιρία εκεί που το κέρδος τέμνει το συλλογικό συμφέρον. Να επηρεάσουν με απτή αξία την κοινωνία μέσα στην οποία λειτουργούν.