ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ας πούμε ότι είστε κλέφτης. Όχι όμως ένας οποιοσδήποτε κλέφτης…
Ένας κλέφτης «φιλότεχνος», που οι πίνακες ζωγραφικής, ειδικά αυτοί με τις διάσημες υπογραφές, είναι το στοιχείο σας. Πώς θα τους κλέβατε, πού θα τους κρύβατε, ποιοι θα ήταν οι αγοραστές…
Εντάξει, υποθετικά όλα αυτά. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι όντως υπάρχουν κι έχουν τα μυστικά τους, που, όσο κι αν τα περισσότερα δεν αποκαλύπτονται ποτέ, κάποιες μικρές χαραμάδες επιτρέπουν πού και πού να φανεί ο αθέατος, κατά τα άλλα, κόσμος τους.
Ο Όκταβ Ντάραμ είναι ένας από αυτούς. Έκλεψε, συνελήφθη, καταδικάστηκε. Πήγε στη φυλακή για 25 μήνες, εξέτισε την ποινή του και τώρα μπορεί να μιλάει για την «τέχνη» του. Άλλωστε, όπως λέει, «Ο υπ′ αριθμόν ένα κανόνας μου είναι να μιλάς ήρεμα, να είσαι ψύχραιμος, να έχεις ένα γρήγορο αυτοκίνητο και να μην αγγίξεις ποτέ κανέναν».
Ας μη φανταστεί κανείς, όμως, ότι, όταν μιλάμε για τέτοιου είδους «τέχνη», εννοούμε αυτήν που έχει περάσει μέσα από τις ταινίες του Χόλιγουντ, όπου οι κλέφτες είναι πολύ συχνά κάποιοι ωραίοι τύποι, διανοούμενοι και κοσμοπολίτες. Στον πραγματικό κόσμο, πρόκειται για κοινούς εγκληματίες, ενώ η σύνδεσή τους με το άλλο μεγάλο εμπόριο, αυτό των ναρκωτικών, είναι άμεση.
Άγνωστο σε ποια κατηγορία, πάντως, ανήκε ο κλέφτης του έργου του Πικάσο από τη δική μας Εθνική Πινακοθήκη το 2012. Ακόμη δεν έχει βρεθεί ούτε αυτός, ούτε ο πίνακας φυσικά, ενώ, οκτώ χρόνια μετά, μόνον υποθέσεις εξακολουθούν να γίνονται. Το πορτρέτο της Ντόρα Μάαρ, που ο Πικάσο θέλησε να δωρίσει στην Ελλάδα για την αντίσταση της χώρας στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, παραμένει άφαντο.
«Ειδικός» στις κλοπές
Ο Όκταβ Ντάραμ πάλι, ειδικεύεται στον Βαν Γκογκ, αφού είχε κλέψει δύο πίνακές του το 2002 από το Μουσείο Βαν Γκογκ του Άμστερνταμ.
Όταν συνελήφθη, όμως, το 2003 στη Μαρμπέλα της Ισπανίας, όπου είχε καταφύγει, αρνήθηκε να ομολογήσει πού βρίσκονταν. Η σύνδεσή του με την κλοπή, ωστόσο, ήταν αδιαμφισβήτητη, αφού οι Ολλανδοί εγκληματολόγοι είχαν κατάφεραν να ταυτίσουν το DNA του από τις τρίχες που βρέθηκαν σε ένα καπέλο του μπέιζμπολ, το οποίο είχε αφήσει κατά λάθος πίσω του, την ώρα της ληστείας.
Και αυτό ήταν αρκετό φυσικά για να καταδικαστεί. Χρειάστηκε να περάσουν, ωστόσο, 14 ολόκληρα χρόνια, ώσπου οι δύο πίνακες να εντοπισθούν στην Ιταλία και να επιστραφούν στη θέση τους.
Όσο για τον ίδιο, έγινε διάσημος. Τόσο, που να μιλάει ανοιχτά πλέον για το παρελθόν του, να συμφωνήσει το 2017 για την εμφάνισή του σε ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του, ενώ το 2018 κυκλοφόρησε και η βιογραφία του από τον Wilson Boldewijn με τον τίτλο «Master Thief».
Μόλις πριν από λίγες μέρες, εξάλλου, εκλήθη ως «ειδικός» από τους New York Times, προκειμένου να σχολιάσει, μεταξύ άλλων, την κλοπή και πάλι ενός Βαν Γκογκ, που έγινε μόλις στις 30 του περασμένου Μαρτίου -δημοσιοποιήθηκε τον Απρίλιο- από το μικρό και κλειστό, λόγω της πανδημίας, Μουσείο Σίνγκερ Λάρεν στην Ολλανδία. Πρόκειται για το έργο «Ο κήπος στη Νουνέν την άνοιξη», ο οποίος απεικονίζει τον κήπο του παλατιού στη Νουνέν και χρονολογείται το 1884.
Ο 47χρονος σήμερα Ντάραμ έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές για κλοπές και διαρρήξεις, συμπεριλαμβανομένης της ληστείας σε μια τράπεζα, για την οποία αθωώθηκε, αλλά τώρα παραδέχεται ότι έχει διαπράξει! Κι άλλες κλοπές έχει ομολογήσει, επιμένοντας, ωστόσο, ότι ουδέποτε έχει βλάψει άνθρωπο κατά τη διάρκεια μιας ληστείας. (Η ευκολία των ομολογιών αυτών σχετίζεται με την ολλανδική νομοθεσία, καθώς τα αρχεία ποινικής δίωξης σφραγίζονται).
Για την συγκεκριμένη, όμως, στο Σίνγκερ Λάρεν, η αστυνομία ξέρει ότι δεν έχει σχέση, καθώς, την ώρα της κλοπής, εκείνος νοσηλευόταν σε νοσοκομείο.
Η ευκαιρία
«Δεν είναι καν επαγγελματίας. Ένας επαγγελματίας είναι ντυμένος από την κορυφή ως τα νύχια στα μαύρα. Αυτός φοράει τζιν και αθλητικά παπούτσια», σχολίασε ο Ντάραμ, βλέποντας το βίντεο της κλοπής από την κάμερα κλειστού κυκλώματος του μουσείου. Σ΄ αυτό φαίνεται ο δράστης να σπάζει το παράθυρο με ένα σφυρί, να μπαίνει στο κτήριο και να φεύγει με τον πίνακα στα χέρια. Παρ΄όλα αυτά, κάποιοι είδαν έναν μιμητή των μεθόδων του Okkie, όπως είναι το παρατσούκλι του.
Κι αυτό, γιατί και στις δύο περιπτώσεις οι ληστές είχαν κατορθώσει να μπουν αμέσως στο μουσείο, είχαν χρησιμοποιήσει βαριοπούλες και, εν τέλει, οι κλοπές διαπράχθηκαν σε διάστημα μικρότερο των πέντε λεπτών. Επιπλέον, τόσο ο πίνακας που εκλάπη από το Σίνγκερ Λάρεν, όσο και ο ένας από τους δύο πίνακες που είχε κλέψει ο Ντάραμ απεικονίζουν την εκκλησία, στην οποία ο πατέρας του Βαν Γκογκ ήταν πάστορας.
«Εγώ δεν θα το είχα κάνει μ΄ αυτόν τον τρόπο», δηλώνει πάντως ο ίδιος.
Αλλά πώς και γιατί είχε κάνει την δική του κλοπή από το Μουσείο Βαν Γκογκ;
«Το έκανα απλώς επειδή βρήκα την ευκαιρία», λέει ο Ντάραμ, ο οποίος είχε παρατηρήσει ότι ένα παράθυρο του μουσείου θα ήταν εύκολο να σπάσει. «Δεν είχα βρει αγοραστή πριν την κλοπή. Σκεφτόμουν ότι μπορώ να πουλήσω τους πίνακες ή, αν έχω κάποιο πρόβλημα, να τους χρησιμοποιήσω για να διαπραγματευτώ»,
προσθέτει. Κάτι που σημαίνει ότι, επειδή είχε ανοιχτές υποθέσεις με τον νόμο, θα μπορούσε, παραδίδοντας τα έργα, να ελαφρύνει τη θέση του.
Οι καταραμένοι πίνακες
Και είχε ένα παράδειγμα γι΄αυτό, από την εποχή που, νεαρός ακόμη, είχε γνωρίσει έναν γείτονά του, τον Ολλανδό κακοποιό Kees Houtman. Ο συγκεκριμένος είχε κλέψει επίσης δύο έργα του Βαν Γκογκ, από ένα μικρό μουσείο της Ολλανδίας, το 1990. Ως το 2005, τα είχε ακόμη στην κατοχή του, έτσι, όταν αντιμετώπισε
προβλήματα με την δικαιοσύνη, αφού ήταν αναμεμειγμένος σε εμπόριο ναρκωτικών, προσπάθησε να τα επιστρέψει, ελπίζοντας σε μικρότερη ποινή φυλάκισης.
«Αυτό το στοιχείο έμεινε για πάντα στο μυαλό μου», λέει σήμερα ο Ντάραμ. Με τους δύο πίνακες, την «Έξοδο από την εκκλησία της Νουνέν» (1884) και την «Άποψη της παραλίας του Σεβενίνγκεν» (1882) στα χέρια, ο Ντάραμ άρχισε λοιπόν να ψάχνει για αγοραστές. Οι πρώτοι στους οποίους στράφηκε ήταν δύο άνθρωποι του υποκόσμου.
Προτού, όμως, η συμφωνία κλείσει, δολοφονήθηκαν και οι δύο, γεγονός που, όπως λέει ο Ντάραμ, τον τρόμαξε πολύ. «Είμαι θρησκευόμενος και προληπτικός», λέει, «νόμιζα ότι αυτοί οι δύο πίνακες είναι καταραμένοι. Γι΄αυτό είπα, δεν θέλω να έχω σχέση μαζί τους».
Έτσι, μαζί με τον συνεργό του, Henk Bieslijn, πούλησαν τα έργα σε έναν Ιταλό, ονόματι Ραφαέλε Ιμπεριάλε, ο οποίος είχε μια καφετέρια στο Άμστερνταμ, αλλά ήταν και ο αρχηγός του κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών της Καμόρα στη Νάπολη.
Ο συγκεκριμένος μαφιόζος μετέφερε τους πίνακες στην Ιταλία και τους έκρυψε στους τοίχους της κουζίνας της μητέρας του στο Καστελαμάρε ντι Στάμπια, προφανώς θεωρώντας ότι επρόκειτο για ένα ασφαλές μέρος, που δεν θα κινούσε και τις υποψίες. Εκεί όπου τους βρήκε, όμως, τελικά η ιταλική αστυνομία.
Ένα το κίνητρο
Να σημειωθεί ότι τουλάχιστον 34 έργα του Βίνσεντ Βαν Γκογκ έχουν κλαπεί παγκοσμίως από το 1975. Σ΄αυτόν τον αριθμό, πάντως, περιλαμβάνονται και οι 20 πίνακες που είχαν κλαπεί το 1991 από το Μουσείο Βαν Γκογκ, για να βρεθούν, όμως, μέσα σε λίγες μόνο ώρες σε ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο.
«Οι άνθρωποι κλέβουν έργα τέχνης για τον ίδιο λόγο που κλέβουν αυτοκίνητα», λέει μία απολύτως ειδική στο θέμα, η Ούρσουλα Γουίτσελ, που χειρίζεται περί τις δέκα υποθέσεις κλεμμένων έργων τέχνης ετησίως στο Άμστερνταμ, ως κύρια εισαγγελέας για εγκλήματα τέχνης στην Ολλανδική Εισαγγελία.
«Αν δεν πρόκειται για έγκλημα πάθους, συνήθως το κίνητρο είναι να τα λεφτά», λέει. «Είναι τόσο απλό. Οι κακοποιοί δεν κλέβουν πίνακες επειδή θέλουν να τους κρεμάσουν στον τοίχο. Αυτό το είδος κλοπής για την απόκτηση κύρους, δεν το έχω δει. Είναι συνήθως για τα χρήματα. Ή για φύλαξη, σε περίπτωση ανάγκης. Γιατί, μερικές φορές, ένας κακοποιός μπορεί να κρατήσει το κλεμμένο έργο, με την ελπίδα ότι μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως ασφάλεια ή ως διαπραγματευτικό χαρτί, για να κάνει μία συμφωνία με τον νόμο. Τελικά, πρόκειται για μία επένδυση, ακόμα κι αν είναι μία παράνομη επένδυση», προσθέτει.
Η τιμή των κλεμμένων
Στην ιστορία έχουν αναμειχθεί βεβαίως και ιδιωτικοί ντετέκτιβ, με έναν από αυτούς τον Άρθουρ Μπραντ, ειδικό σε κλοπές έργων τέχνης, να διαψεύδει τις υποθέσεις, ότι μπορεί να υπάρχουν αγοραστές, που θέλουν κλεμμένα έργα για το σαλόνι τους. «Αυτά συμβαίνουν μόνον σε ταινίες», λέει. «Οι κλέφτες βρίσκουν αγοραστές μόνο στον υπόκοσμο και η πώληση γίνεται για πολύ λιγότερο από την πραγματική αξία των έργων».
Σύμφωνα με την δική του εκτίμηση, μάλιστα, ένα κλεμμένο έργο τέχνης πουλιέται -παράνομα πάντα- στο 10% της πραγματικής αξίας του. Έτσι, αν σε μία δημοπρασία ένα έργο φθάσει τα 10 εκατομμύρια δολάρια, στην παράνομη αγορά θα πουληθεί για ένα εκατομμύριο.
Ο Όκταβ Ντάραμ, ωστόσο, θεωρεί -και κάτι παραπάνω ξέρει αυτός- ότι η αξία ενός κλεμμένου μπορεί να είναι ακόμη χαμηλότερη, φθάνοντας μόλις στο 2,5 ως 5% της αγοραστικής τιμής του.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να περάσουν δεκαετίες, ώσπου να εμφανιστούν κάποιοι κλεμμένοι πίνακες, αλλά σίγουρα μόνον το ένα 10% από αυτούς επιστρέφονται. Πάντως, όσο μεγαλύτερη είναι η αξία τους, τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες να βρεθούν, όπως λέει η Ούρσουλα Γουίτσελ.
Και οι υπόλοιποι;
«Υποθέτω ότι οι άνθρωποι καταστρέφουν τα έργα, που είναι χαμηλότερης αξίας, γιατί δεν μπορούν να τα πουλήσουν για κάποιο ικανοποιητικό γι΄αυτούς ποσό», προσθέτει η ίδια. Κι αν αληθεύει κάτι τέτοιο, πρόκειται πραγματικά για ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός.
Όσο για τον Όκταβ Ντάραμ, δηλώνει πάντως σήμερα απολύτως μετανιωμένος για τις πράξεις του, λέγοντας ότι δεν θα ξανακλέψει άλλον Βαν Γκογκ στη ζωή του και ότι εκείνη η πράξη του ήταν μία νεανική επιπολαιότητα…
«Δεν είναι σαν να κλέβεις τράπεζα», λέει. «Τώρα καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι αγαπούν πολύ την τέχνη και πληγώνονται με τέτοιες κλοπές».
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Έλον Μασκ: Ποζάρει ως Άγιος Βασίλης και προτείνει.. Ozempic
- Βοσνία-Ερζεγοβίνη: Συνελήφθη ο Υπουργός Ασφαλείας κατηγορούμενος για διαφθορά
- Πολιτική Προστασία: Συνιστά στους πολίτες να είναι προσεκτικοί και σήμερα, καθώς συνεχίζεται ο χειμωνιάτικος καιρός
- Θεσσαλονίκη: Τροχαίο στον Περιφερειακό – Ανετράπη ΙΧ με μητέρα και τα δύο παιδιά της