Ο Ουμπέρ ντε Ζιβανσί και το Σατό ντι Ζονσέ
Περιεχόμενα
«Το καλό γούστο δεν φεύγει ποτέ από τη μόδα»
Και δεν ήταν κάποιος εκτός μόδας, που το είπε αυτό, αλλά ο ένας και μοναδικός Ουμπέρ ντε Ζιβανσί, επιτομή της υψηλής αισθητικής, της έμπνευσης και της διαχρονικής πολυτέλειας.
Ένας αριστοκράτης από κούνια, που ό,τι έπιανε είχε τη σφραγίδα μιας ζωής πολλών γενεών κι ό,τι δημιουργούσε, είτε ήταν ρούχα είτε αντικείμενα ή ακόμη και η διακόσμηση υπέροχων χώρων, διακρινόταν για την αισθητική του σχεδιασμού και για την εκλέπτυνση στην απόδοσή τους.
Ο «Μεγάλος Ουμπέρ», όπως ήταν γνωστός στον κόσμο της μόδας, λόγω του ύψους του, που έφθανε σχεδόν τα δύο μέτρα δεν ήταν όμως, μόνον ένας από τους σπουδαιότερους σχεδιαστές μόδας του 20ού αιώνα, αλλά και ένας ακούραστος συλλέκτης τέχνης και αντικών, που πέρασε χρόνια ανακαινίζοντας και διακοσμώντας τα μεγάλα σπίτια του.
Το γούστο του ήταν αυστηρό, εκλεκτικό και συγκρατημένο, λες και μια ζωή αφιερωμένη μόνο στη ραπτική δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για τις απαιτήσεις που είχε ο ίδιος από τον εαυτό του. Ενώ η ικανότητά του να συλλαμβάνει τη λεπτομέρεια, που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε ίσως να δει και να την μεγεθύνει, ήταν από τα σπουδαιότερα προτερήματά του.
Τώρα, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, η τεράστια συλλογή του με έργα μοντέρνας τέχνης, έπιπλα του 18ου αιώνα και διακοσμητικά αντικείμενα βγαίνει σε δημοπρασία από τους Christie’s σε δύο μέρη (8-22 και 8-23 Ιουνίου), με μια επιλογή που δείχνει πώς ο Ουμπέρ ντε Ζιβανσί αναμείγνυε στιλ και τάσεις, όχι μόνον στην ραπτική αλλά και στα εκπληκτικά σπίτια του, όπου φιλοξενούσε τους καλεσμένους του. Όπως πίστευε άλλωστε, η σύγχρονη τέχνη μπορεί άνετα να συμπορεύεται με διακοσμητικά αντικείμενα άλλων εποχών, γιατί το στολίδι «δεν είναι έγκλημα».
Οι καλλιτέχνες και οι πελάτισσες
Ως συλλέκτης οι προτιμήσεις του ήταν ευρύτατες. Αγαπημένη του περίοδος για τις καλές τέχνες ήταν ο 20ός αιώνας, έτσι ανάμεσα στα έργα που δημοπρατούνται, υπάρχουν Μιρό, Πικάσο, Ρόθκο, Αλμπέρτο και Ντιέγκο Τζιακομέτι, ενώ τα έπιπλα πηγαίνουν δύο αιώνες πίσω.
Χωρίς να λείπουν ωστόσο και έργα από εμβληματικούς σχεδιαστές εσωτερικών χώρων και ονομαστές φίρμες του 20ού αιώνα, όπως οι Maison Jansen, Maison Toulouse, David Hicks, Maison Le Manach και Maison Decour.
Τα δωμάτια που σχεδίασε ο ίδιος άλλωστε και τα αντικείμενα, που συνέλεξε σε όλη του τη ζωή αντικατοπτρίζουν την άποψή του για τάξη και την δίψα του για οπτικά ερεθίσματα. Θεωρούνταν μάλιστα ατρόμητος, όταν αναζητούσε κάτι και δεν έκανε παζάρια, όταν το τίμημα ήταν σωστό. Έτσι κι αλλιώς είναι γνωστό, ότι Ουμπέρ ντε Ζιβανσί απέφυγε γενικώς τις τάσεις. Αλλά και τις επενδύσεις εν προκειμένω, καθώς προτίμησε να συγκεντρώσει πράγματα για να ζήσει μαζί τους.
Όσον αφορά τη μόδα έντυσε τις μεγαλύτερες σταρ της εποχής του, όπως η Γκρέτα Γκάρμπο και η Μαρλέν Ντίτριχ, η Γκρέις Κέλι, η Λορίν Μπακόλ, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η Σοφία Λόρεν, η Μαρία Κάλλας φυσικά, και η Ρενάτα Τεμπάλντι, αλλά και εστεμμένες ή προσωπικότητες του διεθνούς τζετ σετ, μεταξύ των οποίων η αυτοκράτειρα Φαράχ Παχλαβί, η Τζάκι Κένεντι, η Λι Ράτζβιλ, η βαρόνη Πολίν ντε Ροτσίλντ, η Δούκισσα του Windsor, η Νταϊάνα Βρίλαντ και πολλές άλλες.
Διαχρονική μούσα του όμως, και στενή φίλη υπήρξε η Όντρεϊ Χέπμπορν, με το «μικρό μαύρο φόρεμα» που φορούσε στην ταινία «Breakfast at Tiffany’s» να αντιγράφεται συστηματικά επί δεκαετίες.
Ο αριστοκράτης Ζιβανσί
Γαλλοελβετός αριστοκράτης και νεότερος γιος ενός μαρκήσιου, του Λουσιέν Ταφέν ντε Ζιβανσί, ο Ουμπέρ είχε σίγουρα ένα προβάδισμα στη ζωή λόγω της καταγωγής του.
Το ένστικτό του για εκλεκτά υφάσματα ήρθε νωρίς, αφού ο Ζυλ Μπαντέν, ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, ήταν διευθυντής των ιστορικών εργοστασίων ταπισερί Beauvais και Gobelins. Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, το 1930 από τη γρίπη, έτσι μεγάλωσε με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. Κι όταν έφθασε στην ηλικία των 17 ετών δήλωσε, ότι θέλει να σπουδάσει στην Ecole des Beaux-Arts στο Παρίσι.
Η μητέρα του όμως, που προτιμούσε να τον δει δικηγόρο συναίνεσε τελικά, μόνο υπό την προϋπόθεση, πως ό,τι κάνει θα διαπρέψει. Και δεν την διέψευσε. Γιατί, το Maison de Givenchy, που άνοιξε το 1952 καθιερώθηκε γρήγορα ως ένας από τους πιο προοδευτικούς οίκους ραπτικής της μεταπολεμικής εποχής, δίπλα σε σύγχρονους, όπως ο Κριστιάν Ντιορ και ο Πιερ Μπαλμέν.
Επί 43 χρόνια ηγήθηκε του οίκου ο Ουμπέρ ντε Ζιβανσί ως την συνταξιοδότησή του το 1995, όταν επικεντρώθηκε στη συλλογή γλυπτών από μπρούτζο και μάρμαρο του 17ου και 18ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών πάντως, συνεργαζόμενος με τον σύντροφο της ζωής του Φιλίπ Βενέ αγόρασε και ανακαίνισε αρκετά ιστορικά ακίνητα. Σχεδιάστηκαν έτσι και διαμορφώθηκαν κήποι ενώ αποκτήθηκαν χιλιάδες έπιπλα, πίνακες ζωγραφικής και αντικείμενα, τα οποία και κόσμησαν τα οικήματα. Ο Ζιβανσί εξάλλου, είχε παραγγείλει ακόμη και πίνακες για τους εσωτερικούς χώρους, που είχε δημιουργήσει.
Κατοικία του ήταν το Château du Jonchet, ένα διατηρητέο ιστορικό κάστρο στο Romilly-sur-Aigre κοντά στο Παρίσι κι σ’ αυτό το κτίριο συγκέντρωσε τελικά ό,τι καλύτερο είχε συλλέξει.
Το ρόπτρο και ο κήπος με τα τριαντάφυλλα
Το 1975 ο Ζιβανσί ανέθεσε στον Ντιέγκο Τζιακομέτι (1902-85), μικρότερο αδερφό του Αλμπέρτο αλλά καταξιωμένο επίσης σχεδιαστή και γλύπτη να φτιάξει ένα ρόπτρο πόρτας από μπρούτζο για το σπίτι του. Και αυτό θα ήταν το πρώτο έργο τέχνης, που συναντούσαν οι επισκέπτες του, όταν έφταναν στην εξώπορτα.
Σχεδιασμένο με εκφραστική τραχύτητα, αλλά δεμένο με ένα στυλιζαρισμένο φιόγκο στην κορυφή, το κυκλικό ρόπτρο είναι ένα εντυπωσιακό οπτικό παιχνίδισμα. Η συνεργασία μεταξύ τους κράτησε πολλά χρόνια και ο Ζιβανσί πίστωνε στον σχεδιαστή, ότι του μετέδωσε τη σημασία της συμμετρίας και της γραμμής, ενώ και οι δύο μοιράστηκαν την αγάπη για το παράλογο.
Ο κήπος με τριαντάφυλλα στο Château du Jonchet εξάλλου, σχεδιάστηκε από την δια βίου φίλη και έμπιστή του Μπάνι Μέλον, την Αμερικανίδα φυτοκόμο και συλλέκτρια, της οποίας το μότο σχεδίασης ήταν “nothing should be noticed” (τίποτε δεν πρέπει να ξεχωρίζει), εννοώντας, ότι σημασία έχει η σύνθεση και όχι τα μεμονωμένα συστατικά.
Κάθε έργο λοιπόν θα πρέπει να καταλαμβάνει τη θέση του μιλώντας ήσυχα για την ποιότητά του, αλλά ταυτόχρονα να παραμένει διακριτικό. Να σημειωθεί, ότι η Μέλον είχε σχεδιάσει επίσης τον κήπο με τα τριαντάφυλλα της Τζάκι Κένεντι στον Λευκό Οίκο που ανακαινίσθηκε αργότερα -και αμφιλεγόμενα- υπό τις οδηγίες της Μελάνια Τραμπ.
Η σχέση του Ζιβανσί με την Μέλον πάντως, ήταν τόσο στενή, που ακόμη και το προσωπικό της φορούσε στολές σχεδιασμένες από το ατελιέ του ενώ είχε το δικό της δωμάτιο στο παραθαλάσσιο σπίτι του, το Le Clos Fiorentina στο Cap Ferrat της Προβηγκίας και βέβαια στο Le Jonchet, όπως όμως και εκείνος στο κτήμα της στις ΗΠΑ.
Η Μέλον άλλωστε είχε συστήσει τον Ζιβανσί σε πολλούς καλλιτέχνες και ήταν εκείνη που είχε συμβάλλει στην απόκτηση του χάλκινου έργου του Αλμπέρτο Τζιακομέτι «Γυναίκα που περπατά», το οποίο και βγαίνει σε δημοπρασία.
Οι μεγάλες αγάπες
Μεταξύ των έργων που βγαίνουν επίσης σε δημοπρασία είναι ο πίνακας του Μιρό «Το πέρασμα του αποδημητικού πουλιού», έργο ξεκάθαρα ορατό σε μια φωτογραφία του εσωτερικού του διαμερίσματος του Παρισιού στην rue Fabert, όπου ο Ζιβανσί έζησε από το 1968 ως το 1981.
Μια περίοδο, που συνέπεσε με το απόγειο της δημιουργίας του. Ο πίνακας είναι κρεμασμένος κοντά σε ένα περίτεχνο ντουλάπι Boulle, δίπλα σε μοντερνιστικούς καναπέδες και ένα τραπέζι στοιβαγμένο με βιβλία, συνολικά δηλαδή ένα τυπικό εσωτερικό του Ζιβανσί.
Υπάρχει επίσης ένα σχέδιο του Πικάσο (Faune à la lance, 1947), που απεικονίζει μία καθισμένη κερασφόρα φιγούρα, ενώ ιδιαίτερα αγαπημένα για τον Ζιβανσί ήταν τα γλυπτά κεφάλια ελαφιών του 18ου αιώνα, που κάποτε ανήκαν στην οικογένεια Ροτσίλντ.
Κι επειδή λάτρευε τα σκυλιά του είχε αναθέσει στον Ντιέγκο Τζιακομέτι να φτιάξει μικρά μπρούτζινα γλυπτά τους, που τοποθετούνταν στους τάφους τους. Αρκετά από αυτά μάλιστα περιλαμβάνονται στην δημοπρασία. Όπως και πάρα πολλά έπιπλα του 18ου αιώνα ειδικά, που ήταν και η μεγαλύτερη χαρά του.
Συγκεκριμένα δημοπρατούνται περί τις 440 καρέκλες, καθώς και υπέροχα κομμάτια από τους διασημότερους επιπλοποιούς της εποχής. Ανάμεσά τους και έξι σπάνιες καρέκλες Λουδοβίκου XV από τον Claude Sené I, που κατασκευάστηκαν το 1743.
Διαβάστε επίσης:
Η ελληνική αεροπορία, ο Σμηναγός Χ και ο Αριστοτέλης Ωνάσης – Αποκαλύψεις και ντοκουμέντα
Ελισάβετ Β’: Εβδομήντα χρόνια με το στέμμα
«Τσεσμέ, Βουρλά κι Αλάτσατα…» – Η μουσική των προσφύγων, έκθεση στο Ίδρυμα της Βουλής