Ζαν Μορό
Στο έργο «Η νύφη φορούσε μαύρα» (1968), ο σπουδαίος Γάλλος σκηνοθέτης Φρανσουά Τριφό επιστρέφει με το αινιγματικό πορτρέτο της Ζαν Μορό.
Το έργο ξεκινά με το πλάνο της καταβεβλημένης χήρας Ζουλί (Ζαν Μορό) που ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει. Τη σώζει όμως η μητέρα της και έτσι διοχετεύει το αφηνιασμένο μένος της στην παθιασμένη αναζήτηση των πέντε ανδρών οι οποίοι ευθύνονταν για το θάνατο του συζύγου της την ημέρα του γάμου τους (εμφανίζονται σε βασικούς ρόλους ο Μάικλ Λονσντέιλ και ο Τσαρλς Ντένερ), με απώτερο σκοπό την εξόντωσή τους.
Αυτό το γλυκόπικρο παραμύθι για τον απόλυτο έρωτα και την απόλυτη εκδίκηση, ανήκει στον κύκλο των φιλμ νουάρ της φιλμογραφίας του (όπως και “Η Σειρήνα του Μισισιπί” με την Κατρίν Ντενέβ την επόμενη χρονιά, βασίζεται στη νουβέλα του Αμερικανού στιλίστα αστυνομικών μυθιστορημάτων Κορνέλ Γούλριτς) και έτσι εμπίπτει στο είδος.
Στο “Η νύφη φορούσε μαύρα”, ο Τριφό κινείται ξεκάθαρα προς την κατεύθυνση του δασκάλου του Άλφρεντ Χίτσκοκ (έχει εκπονήσει την έως σήμερα σημαντικότερη μελέτη για τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη) με ποικίλες στιλιστικές και άλλες αναφορές στον μετρ του σασπένς επαναφέροντας μάλιστα και μουσικά θέματα του Μπέρναρντ Χέρμαν (σταθερού συνεργάτη στις ταινίες του Χίτσκοκ). Διατηρεί ακόμη και το απαραίτητο σκωπτικό χιούμορ, την πλάγια ματιά στη σοβαρότητα της κοινωνικής κριτικής αφού οι πέντε άνδρες της ιστορίας συμβολίζουν ανά περίπτωση και τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους ένας άνδρας μπορεί να επιθυμήσει και να καταπιέσει μία γυναίκα.
Ο Τριφό επικεντρώνεται επίσης στην έμφυτη σαγήνη της Ζαν Μορό που επιχειρεί να οδηγήσει τα θύματά της στο επέκεινα χρησιμοποιώντας τη σεξουαλικότητά της. Ως διάπυρος θαυμαστής της, ο Τριφό είχε χαρίσει στην Μορό τον πρώτο ρόλο στο εμβληματικό “Ζιλ και Ζιμ” (1962), φιλμ που αποτέλεσε κορυφαία στιγμή στην ιστορία του γαλλικού νέου κύματος.
Ειλικρίνεια, αυθεντικότητα, θερμότητα, κατανόηση, τρυφερότητα, χιούμορ, ρεαλιστική, δραματική και μαζί λυρική αίσθηση της ζωής αποτελούν χαρακτηριστικά του κινηματογραφικού του σύμπαν.
Η ταινία παίζεται σε τέσσερις κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα.