ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τίποτα (άλλο) δεν θύμιζε εποχής πανδημίας, γεμάτες οι βελούδινες θέσεις, δυσεύρετες οι θέσεις πάρκινγκ, συνωστισμός στις κυλιόμενες σκάλες, στις εισόδους για τον έλεγχο, στο βεστιάριο, στο μπαρ, μέσα κι έξω από την αίθουσα.
Xειραψίες και φιλιά στον αέρα, αμηχανία, η ελπίδα ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, αναγνωριστικά ονόματα στο διάλειμμα, για να είσαι σίγουρος, ότι αυτός που χαιρετάς είναι το πρόσωπο που υποψιάζεσαι ότι κρύβεται πίσω από τη μάσκα…
Μόνο οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές της βραδιάς είχαν γυμνό το πρόσωπο τους.
Για να τους αποθεώσουμε στην έναρξη, στις αλλαγές των έργων, στις ανάσες, στο φινάλε, στην υπόκλιση, ανάμεσα στα τρία ανκόρ, λίγο προτού ταξιδέψουν στο Βερολίνο που είναι προγραμματισμένη η επόμενη κοινή τους εμφάνιση. Χειροκρότημα, πάθος, «μπράβο», ένα ρεσιτάλ που θα θυμόμαστε για το ταξίδι σε μία χρονική περίοδο που έχουμε σταματήσει να ταξιδεύουμε. Με οποιοδήποτε μέσο. Το μυαλό μας κυρίως.
Απαιτητικό πρόγραμμα, αναμενόμενα δύσκολο, λυρικό, δεξιοτεχνικό, η μουσική συνομιλία δύο οργάνων, βιολί και πιάνο, πιάνο και βιολί, ένας ζωντανός διάλογος που τόσο μας είχε λείψει. Λεωνίδας Καβάκος και Εnrico Pace. Αρκεί να δει κανείς στο banner στην πρόσοψη του κτιρίου, και να κλείσει εγκαίρως θέση, να νοσταλγήσει την χρυσή εποχή του Μεγάρου, τότε που δεν υπήρχαν η Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ο Covid-19, ο φόβος…
Και ευκαιρία για τυχαίες συναντήσεις. Εκεί η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, με την Άννα Παναγιωταρέα, στον ρόλο της Συμβούλου Επικοινωνίας και τον υφυπουργό Πολιτισμού & Aθλητισμού, Νικόλα Γιατρομανωλάκη, να δίνουν το «καλό» παράδειγμα.
Και το κοινό; Γνώστες κάθε παρτιτούρας, που γνώριζαν σχεδόν απέξω την σονάτα για βιολί και πιάνο του Franz Schubert, του Bela Bartok, την σονάτα για βιολί του Robert Schumann και της μεταγενέστερης Kaija Saariaho, την κλασική περίοδο, μαζί με ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, γκαλερίστες, κριτικούς, δημοσιογράφους, φίλους και γνωστούς, θαυμαστές του διεθνώς αναγνωρισμένου βιολονίστα.
Βγήκαν και οι γούνες με τα καπέλα, τα σμόκιν και τα χειροποίητα αξεσουάρ. Επιστροφή στην «κανονικότητα», μαζί με όλα τα κλισέ. Μια ψευδαίσθηση απόδρασης, έστω.
Για δύο ώρες. Που νιώθεις, σκέφτεσαι, χαλαρώνεις, απολαμβάνεις, προγραμματίζεις, ζεις τη στιγμή. Στο διάλειμμα όλοι μιλούσαν για τα εμβόλια, την επόμενη μέρα, τους αντιεμβολιαστές, την επικαιρότητα.
Οι νοσταλγοί του παρελθόντος θυμηθήκαμε το Μέγαρο Μουσικής στις δόξες του. Και παρατηρήσαμε το Μέγαρο τότε και τώρα. Ανεβαίνοντας από το πάρκινγκ, είδαμε τους πολυέλαιους που κάποτε σε τύφλωναν με την λάμψη τους, υποφωτισμένους.
Τις ταξιθέτριες πιο ανήσυχες και αυστηρές από ποτέ. Τα «αποστειρωμένα» σάντουιτς και το prosecco σαν άλλοθι να πέσουν οι μάσκες.
Το κτίριο που κάποτε υποδεχόταν σχεδόν καθημερινά, στις 8.30 το βράδυ, το φιλόμουσο κοινό, σε παράλληλες εκδηλώσεις, να φωτίζεται και να σκοτεινιάζει, να μαρτυρά τα χρόνια που το catering συναγωνιζόταν την αφθονία εκτός Μεγάρου, τα μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς μουσικής και χορευτικής σκηνής, της όπερας και του μπαλέτου, του σύγχρονου χορού και της κλασικής μουσικής, έκλειναν μέσω των ατζέντηδων τους, μια στάση στην Αθήνα, χρόνια πριν, για να είναι λάιβ on stage. Δεν πειράζει. Ζήσαμε τρία ανκόρ μια Κυριακή του Φεβρουαρίου στην Αθήνα της Omicron.
Και του Λεωνίδα Καβάκου, που μας έκανε συνένοχους στο ίδιο έργο. Κι όταν ορισμένοι βιάστηκαν να τον χειροκροτήσουν, να τον αποθεώσουν, να τον διακόψουν, εκείνος με το δοξάρι του, σαν μαέστρος την ώρα της πρόβας, το χρησιμοποίησε σαν μπαγκέτα και ξιφολόγχη μαζί στον αέρα, για να κοπεί ο βήχας κι ο ενθουσιασμός.
Το χειροκρότημα μπορεί να περιμένει. Ο Schubert, όχι.