ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο Στήβεν Κίνγκ έγραψε ότι: «Αυτή η φοβερή χρονιά πήρε μαζί της έναν γίγαντα της λογοτεχνίας και ένας σπουδαίος ανθρωπιστής». Ο συγγραφέας Ρόμπερτ Χάρις μίλησε για έναν «από τους μεγαλύτερους, μεταπολεμικούς βρετανούς μυθιστοριογράφους και ταυτόχρονα για μία αξέχαστη, μοναδική προσωπικότητα». Και ο ιστορικός Σάιμον Σίμπαγκ Μοντεφιόρε τον χαρακτήρισε «τιτάνα της αγγλικής λογοτεχνίας , μαζί με τους άλλους μεγάλους εκεί πάνω, γοητευτικό και τόσο ευγενικό και γενναιόδωρο για όλους».
Για τον Τζον Λε Καρέ αυτά, που έφυγε το Σάββατο το βράδυ σε ηλικία 89 ετών –ανακοινώθηκε χθες– ύστερα από σύντομη και άνιση μάχη με την πνευμονία. Κι όπως γράφει ο Guardian: «Ο Λε Καρέ δημιούργησε μυθιστορήματα με ίσα μέρη περιπέτειας, ηθικού θάρρους και λογοτεχνικής επιδεξιότητας, ενώ εξερεύνησε το χάσμα μεταξύ της έντονης ρητορικής της ελευθερίας της Δύσης και της βρώμικης πραγματικότητας της υπεράσπισής της»…
Μυθιστορήματά του, όπως «Ο κατάσκοπος που ήρθε από το κρύο», που ήταν η πρώτη και μεγάλη επιτυχία του, «Ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι», ο «Επίμονος κηπουρός», ο «Ράφτης του Παναμά» και πολλά άλλα ακόμη δεν έγιναν απλώς μπεστ σέλερς και αρκετά από αυτά κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες, αλλά αποθεώθηκαν από την κριτική και τον γέμισαν βραβεία.
Ως έναν «αδιαμφισβήτητο γίγαντα της βρετανικής λογοτεχνίας, που καθόρισε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και χωρίς φόβο έλεγε την αλήθεια του απέναντι στην εξουσία» τον περιέγραψε και ο από χρόνια ατζέντης του Τζόνι Γκέλερ, λέγοντας επίσης, ότι έχασε ταυτόχρονα έναν μέντορα, μια έμπνευση και κυρίως έναν φίλο. Όπως είναι γνωστό άλλωστε ο Λε Καρέ δεν ταυτίστηκε μόνο με την εποχή των κατασκόπων μέσα και έξω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα αλλά υπήρξε και ο ίδιος συνεργάτης των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η απειλή ενός πυρηνικού πολέμου ήταν υπαρκτή.
Ο κατάσκοπος Τζον Λε Καρέ
Γεννημένος ως Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνουελ το 1931 σε ένα χωριό του Ντόρσετ της Βρετανίας δεν είχε και την καλύτερη παιδική ηλικία αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε από μικρό ενώ ο πατέρας του ήταν ένας απατεώνας, που είχε πάει και φυλακή. Παρ ΄όλα αυτά έκανε τις σπουδές του κανονικά και το 1949 βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης να σπουδάζει ξένες γλώσσες, κυρίως γερμανικά. Άρχισε να εργάζεται για τις μυστικές υπηρεσίες την ίδια περίπου εποχή και τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στην Αυστρία στην ανακριτική ομάδα των φυγάδων του Σιδηρού Παραπετάσματος.
Με την επιστροφή του στην Βρετανία εισήχθηκε το 1952 στο Κολλέγιο του Ήτον σπουδάζοντας αλλά και με την υποχρέωση της παρακολούθησης αριστερών φοιτητών, που μπορεί να είχαν σχέσεις με Ρώσους πράκτορες. Με την αποφοίτησή του το 1956 εντάχθηκε στη Βρετανική Υπηρεσία Εξωτερικών ως αξιωματικός πληροφοριών και από αυτή τη θέση, ένα γραφειάκι στο κτίριο της MI5 στην οδό Κάρζον του Λονδίνου άρχισε να αναλαμβάνει αποστολές αρχικά εντός της Βρετανίας αλλά πάντα έχοντας να κάνει με διάφορους ξένους πράκτορες.
Το 1960 μετατέθηκε στην πρεσβεία της Βόννης και στη συνέχεια στο Αμβούργο, όπου ανέλαβε πρόξενος. Εκείνη την εποχή εμπνεόμενος από τον συνάδελφό του στην MI5, τον μυθιστοριογράφο Τζον Μπίνγκαμ άρχισε να γράφει με το ψευδώνυμο John le Carré, παρά τις αντιρρήσεις του εκδότη του. Με το ντεμπούτο του στο μυθιστόρημα «Πρόσκληση για τους νεκρούς» (1961), που συγκέντρωνε τις έως τότε εμπειρίες του στον κόσμο των κατασκόπων κάνει την εμφάνισή του και ο πλέον ανθεκτικός χαρακτήρας του ο Τζόρτζ Σμάιλι. Ο Σμάιλι εμφανίσθηκε και στο δεύτερο μυθιστόρημά του «Μια δολοφονία ποιότητας» το 1962, χωρίς όμως και τα δύο αυτά να έχουν ιδιαίτερη απήχηση. Ώσπου έρχεται «Ο κατάσκοπος που ήρθε από το κρύο» (1963) οπότε η φήμη του απογειώνεται!
Ο Σμάιλι
Ο Σμάιλι είναι μόνο μια μικρή φιγούρα σ’ αυτό το μυθιστόρημα, αλλά αυτή η ιστορία μιας μυστικής αποστολής για την αντιμετώπιση της Ανατολικής Γερμανίας είναι γεμάτη από τον δικό του κυνισμό. Σύμφωνα με τον Άλεκ Λίμας, τον πενηντάχρονο και βάλε, πράκτορα που στέλνεται στο Ανατολικό Βερολίνο, οι κατάσκοποι είναι απλώς «μια άθλια πομπή μάταιων, ανόητων και προδοτών επίσης, είναι σαδιστές και μέθυσοι άνθρωποι που παίζουν τους καουμπόηδες και Ινδιάνους για να φωτίσουν τη σάπια ζωή τους». Κατόπιν αυτών όμως ο Γκράχαμ Γκριν χαιρέτησε το μυθιστόρημα ως «την καλύτερη ιστορία κατασκοπείας που έχω διαβάσει ποτέ».
Στο μεταξύ, στα τέλη του 1963 με την αυτομόληση του βρετανού πράκτορα Κιμ Φίλμπυ στη Ρωσία, όπου και αποκάλυψε τα ονόματα όλων των βρετανών πρακτόρων, η ΜΙ-6 αποδέσμευσε τον Τζον Λε Καρρέ που ασχολήθηκε έκτοτε μόνον με την συγγραφή. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Λε Καρέ όμως η επιτυχία του, τον άφησε αρχικά έκπληκτο και έπειτα σε σύγχυση.
Το χειρόγραφό του πάντως είχε εγκριθεί από τη μυστική υπηρεσία, επειδή ήταν «καθαρή μυθοπλασία από την αρχή έως το τέλος», όπως είχε πει ο ίδιος το 2013 και έτσι δεν θα μπορούσε πιθανώς να αντιπροσωπεύει κάποια παραβίαση της ασφάλειας. Από την άλλη όμως «Ο παγκόσμιος Τύπος αποφάσισε με μία φωνή ότι το βιβλίο δεν ήταν απλώς αυθεντικό, αλλά κάποιο είδος αποκαλυπτικού μηνύματος από την άλλη πλευρά», όπως πρόσθεσε. «Κι εγώ, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε καθόμουν να το παρακολουθώ, με ένα παγωμένο δέος, καθώς ανέβηκε στη λίστα των μπεστ σέλερς και έμεινε εκεί, ενώ ο ένας ειδικός μετά τον άλλο, το χαρακτήριζαν ως αληθινό».
Ο πόλεμος δεν τελείωσε
Ο Σμάιλι βρέθηκε στη συνέχεια ως πρωταγωνιστής σε τρία μυθιστορήματα του Λε Καρέ, στη δεκαετία του 1970, καταγράφοντας την σύγκρουση μεταξύ του βρετανικού πράκτορα και του σοβιετικού εχθρού του, Κάρλα. Ο κόσμος των κατασκόπων αποδόθηκε μάλιστα τόσο πειστικά στα μυθιστορήματα του Λε Καρέ, που οι πρώην συνάδελφοί του στην MI5 και στην MI6 άρχισαν να υιοθετούν τη δική του επινοημένη ορολογία. Και όταν ο ψυχρός πόλεμος έφτασε στο τέλος του, οι φίλοι του τον σταματούσαν στο δρόμο και τον ρωτούσαν: «Τι θα γράψετε τώρα;». Όμως, οι ανησυχίες του Λε Καρέ ήταν πάντα ευρύτερες από την αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης και ήξερε, ότι η πτώση του Τείχους του Βερολίνου δεν σηματοδότησε οποιοδήποτε τέλος είτε για την Ιστορία είτε για την κατασκοπεία.
Έτσι έγραψε για το εμπόριο όπλων το 1993 στο «The Night Manager», για την ασυδοσία των κολοσσών της φαρμακοβιομηχανίας, ιδιαίτερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου στο «The Constant Gardener» το 2001 και για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας το 2004 με τους «Absolute Friends», ενώ ήταν από τους πρώτους που καταδίκασαν δημόσια την επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ και άσκησαν δριμεία κριτική στην απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να συμπράξει σ’ αυτόν τον πόλεμο.
Πολλά μυθιστορήματά του εξάλλου βρήκαν τον δρόμο για τη μεγάλη οθόνη. Ηθοποιοί, όπως ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Άλεκ Γκίνες, ο Ρέιφ Φάινς και ο Γκάρυ Όλντμαν ερμήνευσαν μοναδικά τους χαρακτήρες του, την ίδια στιγμή, που το κοινό χειροκροτούσε την επιδεξιότητα της πλοκής των έργων του.
Τα απομνημονεύματα
Ο Λε Καρέ επέστρεψε στον Σμάιλι για τελευταία φορά το 2017, κλείνοντας τον κύκλο της καριέρας του στο «A Legacy of Spies», ενώ μετά από δεκαετίες που απέφευγε τελείως να μιλήσει για την προσωπική του ζωή, ξαφνικά το 2016 εξέπληξε τους πάντες με την κυκλοφορία ενός απομνημονεύματος με τίτλο « The Pigeon Tunnel ». Σ’ αυτό μιλάει με λεπτομέρειες για την ανύπαρκτη σχέση του με τον καταχραστή πατέρα του, για την μοναχική ανατροφή του αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε σε ηλικία πέντε ετών, αλλά και για την παράξενη ζωή ενός συγγραφέα κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων, που του ζητήθηκε να γευματίσει από την Μάργκαρετ Θάτσερ ως τον Ρούπερτ Μέρντοχ!
Το 2008 πάντως είχε δηλώσει, πως όταν εργαζόταν στις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, του είχε περάσει από το μυαλό, πώς θα ήταν, αν περνούσε ο ίδιος στη Σοβιετική Ένωση: «Δεν δελεάστηκα ιδεολογικά. Θεέ μου, όχι, όχι, όχι. Ποτέ για ιδεολογικούς λόγους. Όμως όταν κατασκοπεύεις εντατικά και πηγαίνεις όλο και πιο κοντά στα σύνορα… φαίνεται να είναι ένα μικρό βήμα, το να πηδήξεις… και, ξέρετε, να ανακαλύψεις τα υπόλοιπα», είχε πει στους Sunday Times.
Έχοντας περάσει τέσσερις δεκαετίες ζώντας στην Κορνουάλη κι έχοντας παντρευτεί δύο φορές, με έναν γιο, τον Νίκολας, που είναι και ο ίδιος συγγραφέας με το όνομα Nick Harkaway, ο Λε Καρέ έλεγε πως: «Δεν ήμουν ούτε πρότυπο συζύγου ούτε πρότυπο πατέρα και δεν με ενδιαφέρει να εμφανίζομαι έτσι».
Η συνεπής αγάπη της ζωής του άλλωστε ήταν πάντα το γράψιμο: «Έξω από τον μυστικό κόσμο που ήξερα κάποτε, προσπάθησα να φτιάξω ένα θέατρο για τους μεγαλύτερους κόσμους που ζούμε», έγραψε. «Πρώτα έρχεται η φαντασία και μετά η αναζήτηση της πραγματικότητας. Στη συνέχεια επιστρέψτε στη φαντασία και στο γραφείο όπου κάθομαι τώρα».
Διαβάστε επίσης:
Εφάμιλλη με εκείνες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών η νέα Εθνική Πινακοθήκη
Ένας αρχαίος Έλληνας θεός στο Ισραήλ – Βωμός με ελληνική επιγραφή
Λήδα Βαρδινογιάννη: Η μεγάλη κυρία της Αθήνας – Μια ζωή μυθική μέσα στα πλούτη και την τέχνη
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Χιλιάδες Αγιοβασίληδες «ξεχύθηκαν» στους δρόμους του Πειραιά στο «Santa Night Run»
- Πάρος: Συνελήφθησαν 5 ανήλικοι για την επίθεση σε δύο αδέρφια – Στην υπόθεση εμπλέκονται άλλοι 5 νεαροί
- Συνελήφθη κι άλλος αστυνομικός της Βουλής για ενδοοικογενειακή βία
- Κυριάκος Μητσοτάκης: «Η Ελλάδα κάνει σταθερά βήματα προόδου» – Τι είπε για τον εθισμό των νέων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης