ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Μαζί και τα κτίρια που αφορούν σε διοικητικές και γενικότερα λειτουργικές υπηρεσίες, όπως και αυτά στα οποία θα αναπτυχθούν παραγωγικές μονάδες. Πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα προς την υλοποίηση του μεγαλόπνοου σχεδίου ανάπτυξης του πρώην βασιλικού κτήματος —κηρυγμένο από το 2003 ως ιστορικός τόπος—, το οποίο έχει αναλάβει το υπουργείο Πολιτισμού.
Να σημειωθεί μάλιστα, ότι ήδη προ ημερών έγινε η δημοπράτηση του έργου για την αποκατάσταση του Ανακτόρου, συνολικού προϋπολογισμού 14,3 εκατ. ευρώ, που χρηματοδοτεί το Ταμείο Ανάκαμψης με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2025.
Η καταστροφική πυρκαγιά του περασμένου Αυγούστου μπορεί να αλλοίωσε το τοπίο προκαλώντας ζημιές και σε κτίσματα, όμως ο προγραμματισμός για την ανάδειξη του κτήματος προχωρεί κανονικά. Μένει βεβαίως να δρομολογηθεί και η αποκατάσταση του φυσικού πλούτου. «Με τη στενή συνεργασία και τον συντονισμό των συναρμοδίων Υπουργείων, και παρά τα προβλήματα που δημιούργησαν στο φυσικό περιβάλλον οι μεγάλες πυρκαγιές του περασμένου καλοκαιριού, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε το Κτήμα, μέσα στους χρόνους που έχουν τεθεί, να αποκατασταθεί, όπως του αρμόζει, προκειμένου να αποτελέσει έναν πόλο εθνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος», όπως δήλωσε εξάλλου και η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.
Το κτήμα έχει υποδιαιρεθεί σε τέσσερις ενότητες και συγκεκριμένα:
-Tην Ανακτορική που περιλαμβάνει το ανακτορικό συγκρότημα και τα κτίρια με τις υποστηρικτικές λειτουργίες (Μαγειρεία, Υπασπιστήριο, Κτίριο Προσωπικού Οικία Sturm, Κτίριο Τηλεπικοινωνιών, Οικία Φροντιστή, Χώρος Στάθμευσης).
-Την Διοικητική με κτίρια που σχετίζονται με τη διεύθυνση και τη φύλαξη του Κτήματος (Διευθυντήριο, Δασονομείο, Φυλάκιο εσωτερικής πύλης, Οικία Αξιωματικών, Σταθμός Χωροφυλακής, Ξενοδοχείο Εργατικές Κατοικίες-Εργαστήριο Εργατών, Πρατήριο Καυσίμων).
-Την ενότητα της Αγροτικής Παραγωγής και συγκεκριμένα Κτηνοτροφίας (Παλαιό Βουστάσιο-Παλαιός Στάβλος, Ιπποστάσιο, Νέο Βουστάσιο, Χοιροστάσιο) και Παραγωγής Προϊόντων (Γαλακτοκομείο, Βουτυροκομείο, Οινοποιείο, Ελαιοτριβείο).
-Και τέλος την Ταφική ενότητα στην οποία περιλαμβάνονται οι βασιλικοί τάφοι, το Μαυσωλείο, ο ναός Αναστάσεως και το κτίριο της Φρουράς των Τάφων. Όλα αυτά έχουν χαρακτηριστεί ως νεώτερα μνημεία ενώ, εκτός από όσα ανήκουν στις παραπάνω ενότητες υπάρχουν και περιφερειακά κτίρια, για παράδειγμα τα Φυλάκια.
Έτσι λοιπόν:
-Στην Ανακτορική ενότητα το Ανάκτορο, μετατρέπεται σε Μουσείο, ενώ στα Μαγειρεία θα λειτουργήσει το εκδοτήριο εισιτηρίων, πωλητήριο και αναψυκτήριο. Τα υποστηρικτικά κτήρια του Ανακτόρου προορίζονται να λειτουργήσουν ως υποστηρικτικές λειτουργίες του Κτήματος αλλά και ως χώροι φιλοξενίας.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται:
Στο Υπασπιστήριο φιλοξενούνται τα Γραφεία Διοίκησης του Κτήματος, το Κτίριο του Προσωπικού μετατρέπεται σε Ξενώνα Υψηλών Προσώπων, η Οικία Sturm και το Κτίριο Τηλεπικοινωνιών χρησιμοποιούνται ως εκθεσιακοί χώροι επιμέρους θεματικών συλλογών, η Οικία Φροντιστή θα φιλοξενήσει το Αστυνομικό Τμήμα, η Αποθήκη διατηρείται ως αποθηκευτικός χώρο, οι Χώροι Στάθμευσης μετατρέπονται σε εργαστήρια συντήρησης, η Οικία Οδηγών θα στεγάσει τον Πυροσβεστικό Σταθμό και τους προσκόπους από το Κατσιμίδι, το Συγκρότημα των Στρατώνων μετατρέπεται σε εστιατόριο και χώρο κοινωνικών εκδηλώσεων, η Οικία Αρχικηπουρού θα στεγάσει το Κέντρο Ελέγχου του Κτήματος (τηλεπικοινωνίες, ασφάλεια, διοίκηση Κτήματος), η Οικία Δασοφύλακα θα φιλοξενήσει το Κέντρο Πληροφόρησης, η Γεννήτρια Ηλεκτρικού Ρεύματος θα στεγάσει αποδυτήρια και τους χώρους υγιεινής.
– Στην Διοικητική Ενότητα, το Διευθυντήριο, το Δασονομείο, η Οικία Αξιωματικών, ο Σταθμός Χωροφυλακής, το Ξενοδοχείο, τα Κτήρια Α, Β και Γ των Εργατικών Κατοικίων, η Αποθήκη και το Εργαστήριο Εργατών θα διαμορφωθούν ως ξενώνες για παροχή υπηρεσιών φιλοξενίας. Επίσης, το Φυλάκιο εσωτερικής πύλης θα λειτουργήσει ως Κέντρο Πληροφόρησης Τατοΐου, ενώ το Θερμοκήπιο και το Πρατήριο Καυσίμων διατηρούν την ίδια χρήση.
-Στην Παραγωγική Ενότητα το Παλιό Βουστάσιο μετατρέπεται σε έκθεση Αμαξών, το Ιπποστάσιο θα υποστηρίξει τη λειτουργία καφέ, πωλητηρίου, χώρου δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, ψηφιακού κέντρου ενημέρωσης για άλογα και στο Νέο Βουστάσιο δημιουργείται σε ένα μέρος του έκθεση αγροτικής παραγωγής και στο υπόλοιπο έκθεση των Αυτοκινήτων-Μνημείων, συνεδριακό κέντρο, και αναψυκτήριο.
Στο Χοιροστάσιο θα λειτουργήσει το κύριο πωλητήριο αναμνηστικών ειδών, το Οινοποιείο, το Εμφιαλωτήριο, ο Χώρος Στάθμευσης Οινοποιείου αξιοποιούνται για τη λειτουργία Οινοποιείου, το Σιδηρουργείο, το Ξυλουργείο, το Πεταλωτήριο, οι Κατοικίες Εργατών και η Πλάστιγγα στο συγκρότημα της «Μάνδρας», θα φιλοξενήσουν χρήσεις για τη διάθεση αγροτικών προϊόντων και για αναψυκτήρια, το Βουτυροκομείο θα φιλοξενήσει το Μουσείο Βουτυροκομείου και το ιατρείο, ο Χώρος Στάθμευσης θα χρησιμοποιηθεί για τη στάθμευση Ασθενοφόρου, το Κτήριο Εποχικών Εργατών προορίζεται για χρήσεις εκπαίδευσης μικρής κλίμακας και για χρήσεις εκπαιδευτικές σε συνεργασία με Πανεπιστήμια, το Γαλακτοκομείο θα φιλοξενήσει αναψυκτήριο–καφέ, το Ελαιοτριβείο και το Βοηθητικό Κτίσμα του Ελαιοτριβείου θα λειτουργήσουν ως Ελαιουργείο.
-Στην Ταφική Ενότητα περιλαμβάνονται το Μαυσωλείο και ο Ιερός Ναός της Αναστάσεως, για τα οποία διατηρείται η αρχική χρήση τους, ενώ στο Φυλάκιο Φρουράς των Τάφων, δημιουργείται έκθεση αρχαιοτήτων Δεκέλειας και ιστορίας του βασιλικού κοιμητηρίου.
Για τα περιφερειακά κτήρια εξάλλου προβλέπεται:
Τα Φυλάκια Βαρυμπόμπης και Κρυονερίου να λειτουργήσουν ως εγκαταστάσεις υποδοχής στο Κτήμα, ελέγχου στάθμευσης και πώλησης προϊόντων του Κτήματος, ο Στάβλος Κρυονερίου να λειτουργήσει ως Κέντρο Ιππασίας, ο Αστυνομικός Σταθμός Βαρυμπόμπης να διαμορφωθεί σε κεντρικό πωλητήριο προϊόντων του Κτήματος, το Φυλάκιο της Κιθάρας να φιλοξενήσει υπαίθριες δραστηριότητες (πεζοπορία/trekking/παρατήρηση/ιππασία) και αναψυκτήριο, ο Στάβλος Πλατάνου να λειτουργήσει ως αναψυκτήριο, καφέ και εστιατόριο, ενώ το Κτήριο Κατσιμιδίου προορίζεται για τη μεταστέγαση των Φίλων του Δάσους Τατοΐου από το κτήριο των Στρατώνων.
Το πρώην βασιλικό κτήμα Τατοΐου βρίσκεται 28χλμ. από το κέντρο της Αθήνας, στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας, αλλά αποτελεί ξεχωριστή ενότητα λόγω ιστορικών και ιδιοκτησιακών ιδιαιτεροτήτων που καθόρισαν τη χρήση και, τελικά, τον χαρακτήρα του.
Το κτήμα προέκυψε από συνενώσεις παλαιών οθωμανικών τσιφλικίων στα τέλη του 18ου αιώνα. Η πρώτη αγορά έγινε το 1871. Το “βασιλικό κτήμα Τατοΐου” ολοκληρώθηκε μετά από αλλεπάλληλες επόμενες αγορές του Βασιλιά Γεωργίου του Α’ και την παραχώρηση προς τον τότε Βασιλέα των Ελλήνων από το ελληνικό δημόσιο έκτασης 15.000 στρεμμάτων του Εθνικού κτήματος Μπάφι. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η συνολική έκταση του κτήματος Τατοΐου ανήλθε στα 45.000 στρέμματα. Το 1891 ο Γεώργιος ο Α’ προέβη σε αμοιβαία ανταλλαγή έκτασης 1.000 στρεμμάτων στη θέση Αδάμες με διάφορους κατοίκους του Μενιδίου.
Ο χαρακτηρισμένος από το ΥΠΠΟΑ με την υπ’αρ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/535/56545/23.10.2003 (ΦΕΚ 1620/B/2003) ιστορικός τόπος, τμήμα του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου, περιλαμβάνει το ανακτορικό συγκρότημα και κτήρια που ανήκουν στην ενότητα του αγροκτήματος, της Δ/νσης του κτήματος και το ταφικό συγκρότημα, τα οποία χαρακτηρίσθηκαν ως νεώτερα μνημεία με την προαναφερόμενη Υπουργική Απόφαση, κάποια εκ των οποίων έχουν αποκατασταθεί, ενώ άλλα βρίσκονται σε μέτρια ή κακή κατάσταση διατήρησης.
Το κτήμα παρουσιάζει μεγάλη επισκεψιμότητα λόγω του φυσικού τοπίου αλλά και της ιστορικότητας του χώρου, ο οποίος ως χώρος κατοικίας της βασιλικής οικογένειας από το 1880 συνδέθηκε με τις νεώτερες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της χώρας καθώς και τις σχέσεις της με τις βασιλικές οικογένειες της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ο αγροτικός χαρακτήρας του κτήματος και η ένταξη σε αυτό αγροκτηνοτροφικών δραστηριοτήτων ήταν από την αρχή της λειτουργίας του, κύρια μέριμνα του βασιλιά Γεωργίου Α’. Οι ίπποι αλλά και τα παραγωγικά ζώα, ήταν τα περισσότερα εισαγόμενα από τη Δανία και την Ελβετία και πολλά από αυτά ήταν δώρα ξένων ηγεμόνων.
Σύμφωνα με τοπογραφικό σχέδιο του Kaupert (1875) στην αρχικά αδόμητη έκταση εμφανίζονται τα πρώτα κτίσματα βοηθητικής και αγροτικής χρήσης γύρω από το παλάτι. Η αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή του βασιλικού κτήματος συνεχίστηκε, με ιδιαίτερη άνθηση κατά τα μέσα του 20ού αιώνα. Η αγορά και ανταλλαγή βοοειδών αποτελούσε σημαντική δραστηριότητα και το βούτυρο επωλείτο στο πρατήριο του κτήματος στο Κολωνάκι.