Ξεχασμένες και ξεπερασμένες πρακτικές, που οι αλλαγές στην κοινωνία, η εξέλιξη αλλά και η απλούστευση συνηθειών και εθίμων έχουν αφήσει στην ιστορία ανέδειξε η πρόταση, που έφθασε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού για τον χαρακτηρισμό ως μνημείου μιας ιππήλατης νεκροφόρας άμαξας. Του μέσου μεταφοράς δηλαδή, που έχει αντικατασταθεί από τα ειδικά τροχοφόρα οχήματα.

Μία και μοναδική ως φαίνεται άμαξα αυτής της κατηγορίας έχει διασωθεί στην Ελλάδα και βρίσκεται στον δήμο Βόλου. Συνυφασμένη με τη νεότερη ιστορία της πόλης, με τα κοινωνικά-οικονομικά χαρακτηριστικά της και με τις ταφικές συνήθειες αποτελεί ένα σπάνιο στοιχείο αναφοράς στον 19ο ως και τα μέσα του 20ού αιώνα. Γιατί η συγκεκριμένη ξύλινη άμαξα είναι ελληνικής κατασκευής και χρονολογείται στην δεκαετία του 1890.

Σύμφωνα μάλιστα με την έρευνα που έγινε από την  Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Θεσσαλίας και Κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, η οποία και απέστειλε την πρόταση, στην πόλη του Βόλου έχει καταγραφεί η χρήση νεκροφόρων αμαξών από τις 5-6 -1886 ως και τις 7-8-1953. Κάτι που προκύπτει από τα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Παγασών, όπου αναφέρεται ότι είχε εγκριθεί πίστωση εκ 2.500 δραχμών για την αγορά της από τον τότε δήμαρχο Γεώργιο Καρτάλη.

Έχοντας περιπέσει όμως έκτοτε σε αχρησία είναι εντυπωσιακό πώς κατάφερε να φθάσει ως σήμερα, λόγω και του υλικού κατασκευής της.

Η περιπέτεια

Η άμαξα εντοπίσθηκε  εγκαταλειμμένη από τα συνεργεία καθαριότητας του Δήμου Βόλου το 1994 σε οικόπεδο της οδού Δημάρχου Γεωργιάδου και Γλάδστωνος και αρχικά τοποθετήθηκε στον αύλειο χώρο των Καπναποθηκών Σπίρερ. Το 2002, όμως, μεταφέρθηκε στο κτίριο των Ι.Ι.Ε.Κ. Δήμου Βόλου όπου πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησής της από απόφοιτους του τμήματος Τεχνικών Συντήρησης Έργων Τέχνης και Αρχαιοτήτων. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στην αυλή της «Κίτρινης Αποθήκης» (ιστορικό κτίριο –Καπναποθήκη) αλλά αν και σκεπασμένη, υπέστη πολλές φθορές, λόγω των καιρικών συνθηκών. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον Νοέμβριο του 2008 μεταφέρθηκε στην Άσυρο της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επισκευαστεί και να συντηρηθεί από έναν παλαίμαχο καροποιό. Το εγχείρημα όμως δεν ευδοκίμησε, λόγω ατυχήματος του καροποιού, κι έτσι τον Ιούλιο του 2017 η άμαξα επέστρεψε στον Βόλο. Εν τέλει τοποθετήθηκε στο υπό ανέγερση αποτεφρωτήριο του διαδημοτικού κοιμητηρίου στη θέση «Κούκος», όπου και παραμένει ως σήμερα.

Ο διάκοσμος

Μορφολογικά η άμαξα παραπέμπει σε επιτάφιο ενώ έχει ανάγλυφη διακόσμηση, συνδυάζοντας στοιχεία διαφορετικών εποχών και ρυθμών, στο πνεύμα του εκλεκτικισμού που κυριαρχούσε στο γύρισμα του 19ου αιώνα. Ο διάκοσμος εμφανίζεται συμμετρικός και περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενα και σχηματοποιημένα μοτίβα: Στεφάνια, σταυρούς, φυτικά σχέδια, μορφές αγγέλων που κρατούν μουσικά όργανα αλλά και κουδουνάκια ή κρόσσια. Επίσης και τέσσερα κολωνάκια ιωνικού ρυθμού που στηρίζουν την οροφή του κουβουκλίου στη βάση του. Τα περισσότερα είναι ξυλόγλυπτα αλλά υπάρχουν και γύψινα κατασκευασμένα σε καλούπι.

Το όχημα είναι τετράτροχο και η ιδιαιτερότητά του συνίσταται στο γεγονός, ότι διαθέτει διπλό κουβούκλιο ενώ το κάθισμα του αμαξά αποτελεί ανεξάρτητο τμήμα, που  προσαρτάται στο σύστημα κίνησης όσο και στο κυρίως μέρος της άμαξας. Στα πλαϊνά του καθίσματος υπάρχουν ανάγλυφα ξύλινα διακοσμητικά με τη μορφή οικόσημου.

Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μία άγνωστη σήμερα κατασκευή, που σε κάθε περίπτωση χρειάζεται να συντηρηθεί και να διασωθεί.

Διαβάστε επίσης:

Ένας Πικάσο από τη συλλογή του θρύλου των «Γκόστμπαστερς» στο σφυρί

Ο Φειδίας στη Ρώμη και οι Μυκηναίοι στη Σικελία – Η αρχαία ελληνική τέχνη ταξιδεύει

Νέα έρευνα: Επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα – Είναι οι νόμοι με το μέρος μας;