Ήταν Οκτώβριος του 336 π.Χ. όταν στο θέατρο των Αιγών ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος έπεφτε θανάσιμα λαβωμένος από το χέρι του έμπιστου σωματοφύλακά του, Παυσανία.

Το δραματικό γεγονός, που θα ανέτρεπε την Ιστορία για αιώνες, μόλις είχε συμβεί, γιατί ανεξαρτήτως των λόγων της δολοφονίας –είτε ήταν οι Πέρσες οι ηθικοί αυτουργοί είτε η παραγκωνισμένη Ολυμπιάδα- ο δρόμος για την κατάκτηση του κόσμου από τον διάδοχό του, Αλέξανδρο, ήταν πλέον ανοικτός.

1

Την ιστορία από την αρχή αφηγείται και το μεγάλο δημοσίευμα του έγκριτου αρχαιολογικού περιοδικού «Archaeology Magazine», που το διπλό τεύχος του (Μάιος –Ιούνιος) είναι αφιερωμένο στον μακεδόνα στρατηλάτη.

Με την προσοχή ωστόσο, να επικεντρώνεται στα χρόνια της νεότητας του Αλέξανδρου, πριν ακόμη εκστρατεύσει και κυριεύσει χώρες, πόλεις, λαούς και πριν γίνει Μέγας. Τα χρόνια δηλαδή, της μόρφωσης και της εκπαίδευσης, που σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, που ανέδειξαν και καλλιέργησαν τις δεξιότητες και τα φυσικά του προσόντα, πνεύματος και σώματος.

Είναι γεγονός άλλωστε, ότι αν η νικηφόρα εκστρατεία στην Ανατολή περιγράφεται λεπτομερώς από τις αρχαίες πηγές, λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Αλέξανδρου στη Μακεδονία.

Κάτι, όμως, που αλλάζει με τις σύγχρονες αρχαιολογικές έρευνες και ανακαλύψεις στην Πέλλα, πρωτεύουσα της Μακεδονίας και γενέτειρα του Αλέξανδρου, αλλά και στη Μίεζα όπου σύντομα αρχίζουν ανασκαφές για τον εντοπισμό της σχολής, στην οποία ο Αριστοτέλης δίδαξε τον νεαρό διάδοχο, όπως και άλλα τέκνα επιφανών οικογενειών της Μακεδονίας.

Επίσης, όμως, στις Αιγές την ιερή πόλη των Μακεδόνων με το ανάκτορο του Φιλίππου, που μια ιδέα της λαμπρής, αρχικής μορφής του δίνει το εξαιρετικό έργο αποκατάστασης που ολοκληρώθηκε πρόσφατα και φυσικά με τους βασιλικούς τάφους, που ανακαλύφθηκαν από τον Μανόλη Ανδρόνικο.

Η Πέλλα γενέτειρα του Αλέξανδρου

Αναζητώντας τα ίχνη όλων αυτών ο συγγραφέας του άρθρου Άλεξ Ρόουσον ταξίδεψε στην Μακεδονία, είδε τους τόπους, μίλησε με τους ανθρώπους και εν τέλει προσπαθεί να προσεγγίσει τον νεαρό Αλέξανδρου μέσα από τα νέα δεδομένα.

Πρώτος σταθμός η Πέλλα, όπου η Εφορεία Αρχαιοτήτων με την αρχαιολόγο κυρία Ελισάβετ Τσιγαρίδα έχει εγκαινιάσει από το 2021 σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν το «Pella Urban Dynamics Project», το οποίο διερευνά τόσο την ιστορία της αρχαίας πόλης όσο και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της.

Άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Πέλλας

 

«Στόχος του έργου είναι να βρεθούν στοιχεία για την πόλη που χρονολογείται στην περίοδο (480–323 π.Χ.), την Πέλλα, που θα γνώριζε ο Αλέξανδρος», όπως σημειώνει ο αρθρογράφος.

«Ξεκινήσαμε ερευνώντας την περιοχή νότια της ελληνιστικής πόλης, όπου, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές στην Ύστερη Κλασική περίοδο υπήρχε λιμνοθάλασσα ή υγρότοποι», αναφέρει εξάλλου, η κυρία Τσιγαρίδα, προσθέτοντας ότι επισημάνθηκε η νότια ακτογραμμή της πόλης και η νησίδα Φάκος, που συνδεόταν με αυτήν με μία ξύλινη γέφυρα. (Να σημειωθεί ότι στην αρχαιότητα η Πέλλα ήταν παραθαλάσσια πόλη).

Το βασιλικό ανάκτορο

Σε εξέλιξη βρίσκεται όμως, από το 2017 η έρευνα στο βασιλικό ανάκτορο, όπου γεννήθηκε ο Αλέξανδρος. Ένα απέραντο συγκρότημα 75 στρεμμάτων κτισμένο στο πλάτωμα ενός χαμηλού λόφου με πολλά κτήρια σε αναβαθμίδες, κατεστραμμένο ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό από τους Ρωμαίους τον 2ο π.Χ. αιώνα και εν συνεχεία από τη χρήση του υλικού του.

«Μέχρι στιγμής έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή ενός κτηρίου όπου ο βασιλιάς δεχόταν εκπροσώπους άλλων πόλεων ή κρατών και όπου έκανε ιεροτελεστίες για τη συνέχεια και την ευημερία του κράτους», λέει στο «Archaeology Magazine» η κυρία Τσιγαρίδα.

Η αρχαιολόγος Ελισάβετ Τσιγαρίδα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας

 

Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η Πέλλα, που είχε ιδρυθεί περί το 400 π.Χ. είχε σημειώσει μεγάλη ανάπτυξη επί της εποχής του Φιλίππου Β΄ με αντίστοιχη ακτινοβολία στον τότε γνωστό κόσμο, όπως αναφέρει μάλιστα ο Ξενοφών στα «Ελληνικά» του ήταν «η μεγίστη τών εν Μακεδονία πόλεων». Και είναι γεγονός ότι τόσο το μέγεθός του όσο και η πολυπλοκότητα και η θεατρικότητά του είχαν επιλεγεί έτσι, ώστε να τονίζεται η δύναμη και η εξουσία των μακεδόνων βασιλέων.

Ήδη εξάλλου, εκτός από το ανάκτορο έχει ανασκαφεί και η παλαίστρα, μήκους 75 και πλάτους 65 μέτρων, με μεγάλη αυλή και περιστύλιο αλλά και με κολυμβητική δεξαμενή.

Η εκπαίδευση

«Η εκπαίδευση του νεαρού πρίγκιπα ξεκίνησε όταν ήταν περίπου επτά ετών. Ήταν περικυκλωμένος από μια στρατιά δασκάλων που του δίδαξαν τα βασικά στοιχεία ανάγνωσης, γραφής, μουσικής και αθλητισμού», γράφει ο Άλεξ Ρόουσον.

«Τα έπη του Ομήρου ήταν ήδη κλασικά και ο Αλέξανδρος είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Ιλιάδα, καθώς η οικογένεια της μητέρας του υποστήριζε, ότι μπορούσαν να ανιχνεύσουν την καταγωγή τους στον ήρωα Αχιλλέα.

Ένας σωστά μορφωμένος Μακεδόνας πρίγκιπας έπρεπε επίσης να είναι ικανός στα άλογα και ο Αλέξανδρος έγινε προικισμένος ιππέας, δαμάζοντας, σύμφωνα με τον Πλούταρχο σε ηλικία 11- 12 ετών, τον Βουκεφάλα, κάτι που έκανε τον Φίλιππο να του πει, πως η Μακεδονία ήταν πολύ μικρή για εκείνον».

Λίγα χρόνια αργότερα ο Αλέξανδρος φοίτησε στη σχολή που ιδρύθηκε –ή μεταρρυθμίστηκε- από τον Φίλιππο συνδυάζοντας τις φιλελεύθερες σπουδές με την εντατική στρατιωτική εκπαίδευση, και με στόχο να αναδεικνύει άνδρες, που θα ήταν χρήσιμοι για τον βασιλιά και το βασίλειο. Ανά πάσα στιγμή έτσι, συμμετείχαν στην εκπαίδευση περί τους 150 νέους, μεταξύ 14 και 18 ετών κι όταν ο Αλέξανδρος βρέθηκε σ’ αυτή τη σχολή ήταν ο Αριστοτέλης, που έδινε μαθήματα.

Αεροφωτογραφία του τμήματος του ανακτόρου κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης. Οι τρεις αψιδωτές βάσεις και ο βωμός στην κεντρική αυλή υποδηλώνουν την επίδειξη της βασιλικής ισχύος και συγχρόνως για την τέλεση τελετουργιών

 

Αναζητώντας τη σχολή του Αλέξανδρου

Στη βιογραφία του για τον Αλέξανδρο, ο Πλούταρχος γράφει ότι τα μαθήματά τους γίνονταν στο νυμφαίο της Μίεζας, μια μακεδονική πόλη, δυτικά της Πέλλας. Και πράγματι το ιερό εντοπίσθηκε στην δεκαετία του 1960 μέσα σε πλούσια βλάστηση, με σπηλιές και ένα ρυάκι.

Η αρχαιολόγος κυρία Αγγελική Κοτταρίδη όμως, επίτιμη διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας, δεν είναι πεπεισμένη ότι το ιερό λειτουργούσε ως βασιλική σχολή. «Είμαι σίγουρη, ότι δεν μπορείς να διδάξεις, να ταΐσεις και να στεγάσεις 150 μαθητές εκεί», όπως είπε στο «Archaeology Magazine».

Η αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδη σε ξενάγηση στις Αιγές

 

Η ίδια άλλωστε θεωρεί ότι η μαθητεία του Αλέξανδρου στη σχολή ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη, που εξιδανικεύουν οι αρχαίες πηγές. «Είναι μια πολύ ρομαντική προσέγγιση να οραματιζόμαστε τον Αριστοτέλη και τον μαθητή του να κάθονται και να συζητούν για τη μεταφυσική», λέει. «Δεν ήταν έτσι. Ήταν μια πολύ σκληρή εκπαίδευση, που στόχευε στη δημιουργία πολεμιστών, και κυρίως αξιωματικών, ικανών να διοικούν τον στρατό».

Όπως είναι γνωστό άλλωστε, η ίδια έχει προτείνει μία θέση βορειοανατολικά του νυμφαίου, όπου έχει εντοπισθεί από το 1980 μία τεράστια κατασκευή, η οποία βάσει της δομής της οδηγεί στην πρόταση ενός Γυμνασίου.

Έτσι το συγκρότημα στη Μίεζα περιλαμβάνει μια μεγάλη είσοδο, αίθουσες συμποσίων και μια σειρά από επιμήκεις χώρους, που μπορεί να χρησιμοποιούνταν ως στρατώνες. Με βάση την κεραμική που βρέθηκε στην τοποθεσία και το αρχιτεκτονικό στυλ εξάλλου, του συγκροτήματος, χρονολογείται μάλιστα, περί τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα.

Οι Αιγές, το ανάκτορο και οι βασιλικοί τάφοι

Το ανάκτορο των Αιγών, αναστηλωμένο υποδειγματικά από την κυρία Κοτταρίδη είναι ο επόμενος σταθμός του άρθρου, που τονίζει το μέγεθος και την λαμπρότητα του κτίσματος, που «σχεδιάστηκε για να εντυπωσιάσει», με την τεράστια είσοδο, την μεγάλη αυλή, τις μεγαλειώδεις αίθουσες, τα ψηφιδωτά τους. Δίπλα του, όπως είναι γνωστό, το θέατρο όπου έλαβε χώρα η δολοφονική επίθεση εναντίον του Φιλίππου, η οποία οδήγησε στην ανακήρυξη του νέου βασιλιά, του 20άχρονου Αλέξανδρου με τις όποιες αρχικές δυσκολίες.

Και τέλος είναι η περιγραφή της ανακάλυψης του ασύλητου τάφου του Φιλίππου Β΄ από τον Μανόλη Ανδρόνικο, τον Νοέμβριο του 1977 που κλείνει το δημοσίευμα παρουσιάζοντας τα ανεπανάληπτα ευρήματα και τους θησαυρούς του. Με ιδιαίτερη επισήμανση στη μεγάλη ζωγραφική ζωφόρο, που απεικονίζει βασιλικό κυνήγι λιονταριού.

«Στη δεξιά άκρη της σκηνής, ένας κυνηγός εμφανίζεται έτοιμος να σπρώξει το δόρυ του σε ένα λιοντάρι που γρυλίζει», γράφει ο Ρόουσον. «Ωστόσο, η ταυτότητα μιας φιγούρας που σπεύδει έφιππος για να βοηθήσει, εξηγεί τη διάταξη της σκηνής. Αυτή η μορφή φορά πορφυρό χιτώνα και φέρει στεφάνι ελιάς.

Οι μελετητές πιστεύουν, ότι είναι ο νέος βασιλιάς, ο Αλέξανδρος και ότι η σκηνή του κυνηγιού είναι μια αλληγορία για την ανάληψη της εξουσίας του, μια πολιτική δήλωση, που τονίζει την ετοιμότητά του να αναλάβει τη βασιλεία».

Μωσαϊκό από την Πομπηία με τον Αλέξανδρο στον Βουκεφάλα στην μάχη της Ισσού, Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης

Η ακτινοβολία ενός μύθου

Την άνοιξη του 334 π.Χ., ένα χρόνο μετά την ταφή του Φίλιππου, ο Αλέξανδρος εισέβαλε στην Περσική Αυτοκρατορία, ακολουθώντας τον σχεδιασμό του πατέρα του. Νίκησε τον βασιλιά Δαρείο Γ΄ σε μια σειρά από μάχες και ανέλαβε την κυριαρχία στην πρώην επικράτειά του.

Εκστράτευσε στο σύγχρονο Αφγανιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Πακιστάν, υπέταξε την Αίγυπτο και δημιούργησε μία αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από την Ελλάδα ως την βορειοδυτική Ινδία.

Ο θάνατός του, το καλοκαίρι του 323 π.Χ. ανέκοψε μια θριαμβευτική πορεία, που κανείς δεν είχε μπορέσει να σταματήσει. Η ακτινοβολία και τα επιτεύγματά του ωστόσο, θα διέσχιζαν με αλώβητα τους αιώνες, ώστε και σήμερα να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών κι ο μύθος γύρω από τ’ όνομά του να έχει περάσει στις κουλτούρες πολλών λαών και σε όλες τις εποχές, ως έμπνευση με τα κατορθώματά του.

Μεγάλο δημόσιο κτήριο στη Μίεζα
Το αναστηλωμένο ανάκτορο του Φιλίππου Β΄ στις Αιγές
Προτομή Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετά το 338 π.Χ. Μουσείο Ακρόπολης
Προτομή Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετά το 338 π.Χ. Μουσείο Ακρόπολης

Διαβάστε επίσης:

Μαρία Θάλεια Καρρά: «Ο Πολιτισμός είναι θέμα συμπερίληψης»

Εντυπωσιακές εργασίες στο Τατόι. Αλλάζει μορφή

Μισός αιώνας δημοκρατία – Το αποτύπωμα της Ιστορίας στην τέχνη