Η συζήτηση με τη Μαρίνα Παπαγεωργίου για το πρώτο της μυθιστόρημα Πιες το τσάι σου, Σεμίραμις, που μόλις κυκλοφόρησε (εκδ. Κάκτος, 2022) αποδειχθηκε πλούσια σε εντυπώσεις.

Με στοχαστικό βάθος και συναισθηματική δύναμη.

1

Σε κάθε της απάντηση επικρατούσαν δύο επίπεδα (ή συχνότητες…), τα ίδια που διακρίνονται και στο ύφος της γραφής της. Ποιητική και παιγνιώδης και συνάμα διεισδυτική και ακριβής στην παρατήρησή της.

Η ιστορία ξεκινάει το 1969, τη «στιγμή της Σελήνης», όπως λέγεται. Τοποθετείται στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας με δύο διαμερίσματα επί της οδού Μηθύμνης, στην Αθήνα.

Εκεί επικρατεί διάχυτη ευθυμία και χαρά ζωής ανάμεσα στους κατοίκους και τους περαστικούς. Όμως όχι στο διαμέρισμα όπου κατοικούν οι δύο πρωταγωνίστριες. Δύο αδελφές, οι δεσπονίδες Θάλεια και Ερατώ, που δεν κρύβουν τις πιο σκοτεινές πλευρές τους.

«Για την ακρίβεια», διευκρινίζει η Μαρίνα Παπαγεωργίου, «η Θάλεια πασχίζει να ζει, ενώ η Ερατώ δεν το πολεμάει πια. Τη στιγμή που η μια λαχταρά να βγει στο φως, η άλλη καταφέρνει να γίνεται όλο και πιο αθέατη, όπως η πλευρά της Σελήνης που δεν βλέπουμε. Ο τρίτος όροφος της πολυκατοικίας φαίνεται πως έχει κι αυτός τη “φωτεινή” και τη “σκοτεινή” πλευρά του. Η αντιφατική ανατομία του ορόφου συνεχίζεται και στο διαμέρισμα όπου ζουν οι δεσποινίδες».

Στο σαλόνι τους πάντως θα πραγματοποιηθεί η προσσελήνωση…

Η Φωκίωνος Νέγρη ως Penny Lane

Η Μαρίνα Παπαγεωργίου μεγάλωσε σε μια γειτονιά της Αθήνας ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Την Κυψέλη…

Για την ίδια, η Αθήνα αποτελεί πραγματική «“κυψέλη” που μου έδωσε τα βιώματα, τις εικόνες, τις “αφηγήσεις”. Όχι μόνο εκείνες που διάβασα και άκουσα, αλλά κι όσες αφουγκράστηκα, οσφράνθηκα, ένιωσα, όλες με συντροφεύουν και με στοιχειώνουν. Για την εμπνευστική Κυψέλη, τι να πω, τόσα λέγονται και γράφονται ξανά, είναι η γειτονιά “now you see me, now you don’t”. Οι κύκλοι της ζωής μιας πόλης. Την Κυψέλη της εποχής μου την “νίκησαν” τότε τα προάστια “λόγω νέφους” – έτσι έλεγαν οι κάτοικοι μετακομίζοντας. Για μένα, η Φωκίωνος Νέγρη είναι η Penny Lane μου».

Αν θυμάται κανείς το ιστορικό εξώφυλλο των Beatles πάνω σε μια διάβαση πεζών και το ομώνυμο τραγούδι αντιλαμβάνεται κανείς τις μυθικές διαστάσεις που της αποδίδει.

Και έτσι αυτές οι προσλαμβάνουσες, τα αρώματα και τα χρώματα μετουσιώνονται σε μυθιστορηματικά σκηνικά, που και στα δύο βιβλία στείνονται στην Αθήνα της.

«Ακόμα μού φαίνεται πως μέσα από κάθε μικρή κυψέλη, βλέπουμε τον κόσμο. Έτσι, δεν έχω κάνει ακόμα πολλές “μετακομίσεις” αφηγηματικά».

Δεν μπορεί να αποφύγει κανείς τη σκέψη ότι η Μαρίνα Παπαγεωργίου εμπλουτίζει τις ιστορίες της με αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Το μαντεύει και μέσα από τις γραμμές του βιβλίου της: «“Η αλήθεια είναι πως δεν παύω να εκθέτω τους ανθρώπους “με τ’ όνομά τους”. Μου είναι πολύ δύσκολο ν’ αντισταθώ και ν’ αποχωριστώ ένα όνομα αληθινό όπως της Πηνελόπης. Βαριέμαι πολύ τον διαχωρισμό της αλήθειας από το παραμύθι και μου φαίνεται πως δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Ξεκίνησα πριν από λίγες μέρες να λέω στη νέα γειτόνισσα στον ακάλυπτο μια ιστορία από την ταπετσαρία. Μόλις πήγα ν’ αλλάξω το πραγματικό όνομα της Πηνελόπης, η ιστορία μού φάνηκε άνοστη σαν βραστό νερό. Είπα, λοιπόν, δεν το αλλάζω. Στον ιστό της ιστορίας μου, η Πηνελόπη κάνει ό,τι θέλω εγώ και δεν ξαναβρίσκει ποτέ πια τον εαυτό της.”».

Η συγγραφέας που «πετάει»

Η Μαρίνα Παπαγεωργίου σπούδασε αγγλική φιλολογία στο ΕΚΠΑ, ποτέ δεν άφησε κάτω τα βιβλία (αυτή τη στιγμή διαβάζει τους Αδελφούς Καραμάζοφ του Ντοστογιέφσκι). Εκτός ίσως από λίγο, τη στιγμή που ανέλαβε την μεγάλων υποχρεώσεων θέση της στο αεροδρόμιο της Αθήνας ως υπεύθυνη Τύπου (από το 1996 ως σήμερα).

Όπου και πάλι βέβαια, ουσιαστικά με τον λόγο καλείται να ασχοληθεί (αλλά ίσως όχι με τόσο βάθος όσο απαιτεί η λογοτεχνία).

Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν υπήρξε ποτέ αυτή η καθοριστική στιγμή, η συνειδητή απόφαση να γράψει βιβλίο…

Από το θέλω στο βουτώ

«Η μεταπήδηση από το “θα ήθελα” στο “θέλω” και από το “θέλω” στο “βουτώ” δεν είναι στιγμιαίο άλμα» επισημαίνει η Μαρίνα Παπαγεωργίου. Και υπογραμμίζει μάλιστα ότι, «πάντα ήθελα».

Περιγράφει με ιδιαίτερο τόνο την διαδικασία της δημιουργίας και της ολοκλήρωσης:

«Σίγουρα δεν συνέβη επειδή ξαφνικά βρέθηκε ή απελευθερώθηκε χρόνος. Το αντίθετο μάλιστα. Η καθημερινή εργασία μου ήταν, όπως πάντα, πολύωρη και απαιτητική. Όλα –το όνειρο, η προσήλωση, η πειθαρχία- ενεργοποιήθηκαν ενόσω οι μηχανές ήταν καθημερινά στο φουλ. Χρειάστηκε να δημιουργήσω το χρόνο για το γράψιμο, αργά το βράδυ παρότι δεν είμαι φύσει “νυχτερινός δράστης” και να βρω την ηρεμία, την επιμονή και την υπομονή. Όταν το όνειρο και οι ιδέες μετατοπίζονται από το πίσω μέρος του μυαλού, ο μόχθος φαντάζει τόσο ελκυστικός όσο κάθε δρόμος αντοχής για έναν δρομέα. Τότε είναι που έχει γίνει η αλλαγή σε αυτό που λέμε “mindset” και λέμε “τέλος η προπόνηση, τώρα ξεκινάμε”… Σημαντικός καταλύτης: μετά από κάποια “αδιάβαστα” χρόνια με “απιστίες” στη λογοτεχνία, είχα στο μεταξύ γίνει ξανά αναγνώστης. Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, επιστρέφεις συνειδητά σε αυτό που αγαπάς».

Τα αγαθά κόποις κτώνται. Αλλά υπάρχουν τα διάφορα στερεότυπα που φαντάζονται τους συγγραφείς απομονωμένους και σκεπτικούς πάνω από στοίβες με γραπτά…

Υπάρχει επίσης η προκατάληψη για τον συγγραφέα του ενός βιβλίου (που δεν θεωρείται συγγραφέας). Η Μαρίνα Παπαγεωργίου ξέφυγε από το τελευταίο κλισέ. Πριν από το πρώτο της μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της Γλυκιά πενικιλίνη (εκδ. Ιωλκός 2018).

Όσο τραβάει η ψυχή του συγγραφέα

Ορισμένοι ωστόσο πιθανόν να ισχυρίζονται ακόμη ότι ως επαγγελματίας σε θέση υψηλών προδιαγραφών, δεν παίρνει τη συγγραφή πολύ στα σοβαρά…

«Την απαιτητική εργασία μου πάντα την ζούσα με την ψυχή μου. Το ίδιο θα σας πω και για το γράψιμο», απαντάει σταθερά και σίγουρα εκείνη.

«Όσο τραβάει η ψυχή του συγγραφέα. Αφιερώνεται κάποιος στη συγγραφή με την ψυχή του και όχι με τη ζυγαριά».

Και εξηγεί ότι «το αποτύπωμα του συγγραφέα δεν ορίζεται από την ποσότητα, ούτε η αυτογνωσία του. Μπορώ να φανταστώ πως αρκετοί συγγραφείς, αν μπορούσαν για παράδειγμα να ήταν ο Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα με τον ένα και μοναδικό Γατόπαρδό του, δεν θα είχαν καμία αντίρρηση να ήταν συγγραφείς του ενός βιβλίου. Δεν θα μάθουμε βέβαια ποτέ πώς αισθάνεται ο ίδιος γι’ αυτό, ούτε κι εκείνος πότε θα μάθει πόσο σπουδαίος θεωρείται από εμάς».

Οι κωδικοί στην καφκική πραγματικότητα

Πιο μέσα από την κυψέλη της Αθήνας, από την παρατήρηση του κόσμου αντλεί το βασικό, πλούσιο υλικό της.

«Ο συγγραφέας ζει, κινείται, εργάζεται, διαβάζει, ακούει, ξεκουράζεται, αφοσιώνεται και φαντασιώνεται, παρατηρωντας πράγματα – τα οποία συνειρμικά γίνονται μεμιάς “άλλα”. Δεν υπάρχει συγγραφέας χωρίς αυτό το “κουσούρι”», τονίζει.

Η καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου τη συγκινεί. Με τον ασύλληπτο τρόπο που οι άνθρωποι αγωνιούν να επιβιώσουν μέσα στη δαιδαλώδη, αδυσώπητη πραγματικότητα.

«Πασχίζουν να ζήσουν με κωδικούς και πελαγώνουν όταν τους χάνουν και όταν τους αντικαθιστούν, αμέσως βρίσκουν τους προηγούμενους και οι κωδικοί πληθαίνουν και οι άνθρωποι δεν θυμούνται πια το όνομά τους γιατί έχουν δεκάδες ονόματα χρήστη και σε αυτά προστίθενται εκείνα των παιδιών τους και έπειτα των γονιών τους και όλο κάποιος πάλι τους ψιθυρίζει “Ξεχάσατε τον κωδικό σας;”, εκείνοι όμως αντέχουν, παλεύουν οι σύγχρονοι άνθρωποι να συγχρονίζουν τα αρχεία τους, να σώζουν τους κωδικούς τους “κάπου” – αλλά να τους ανακαλούν ηρωικά και από μνήμης – να διασφαλίζουν την ασφάλεια των κωδικών των δικών τους, των παιδιών τους, των γονιών τους. Δεν ξέρω αν θέλω να μεταφέρω αυτό το καφκικό περιβάλλον στη μυθοπλασία, πάντως, αν μου το λέγατε πριν από λίγα σχετικά χρόνια, θα σας θεωρούσα κυριολεκτικά μυθοπλάστη».

Ο Χρόνος πραγματικός και λογοτεχνικός

Ο Χρόνος στα πρώτα διηγήματα αλλά και στο νέο της βιβλίο εμπλέκεται και πλάγιοκοπεί τη δράση με τρόπο καθοριστικό.

Ο Χρόνος ο πραγματικός αλλά και ο λογοτεχνικός επηρεάζει τη ζωή της συγγραφέως.

«Την ανθρώπινη περιπέτεια την καθορίζει ο Χρόνος» δηλώνει με διάθεση ποιητική.

«Τι άλλο είναι η λογοτεχνία από αυτήν την περιπέτεια, με τους κυκλους που μοιραία επαναλαμβάνει η ανθρώπινη φύση στο χρόνο; Έστω κι αν ο χρόνος της ζωής μας κινείται ευθύγραμμα στο ημερολόγιο, η ψυχή και η σκέψη μας είναι μια διαδρομή με κίνηση μπροστά και όπισθεν, με στάσεις και με μνήμη. Η μνήμη μάς εξηγεί το παρόν και κάτι μας λέει για τους επόμενους κύκλους – κι ας μην το ακούμε. Ο δρόμος κι ο χρόνος μας κυλούν, μαζί κι η μνήμη κι οι αναδρομές κι οι ανεξήγητες (ή όχι) ανατροπές και τίποτα δεν είναι ξεκάθαρα γραμμικό. Έτσι αντιλαμβάνομαι και την αφήγηση. Τον χρόνο δεν τον αντιλαμβάνομαι πραγματικά, όπως νομίζω κανείς μας».

Τα καλύτερα ταξίδια

Οι γενιές όμως αλλάζουν και απομακρύνονται περισσότερο από το βασικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, τον Λόγο…

Η Μαρίνα Παπαγεωργίου διαπιστώνει ότι «χάνονται στη μετάφραση» αλλά παραμένει αισιοδόξη.

Θυμίζει μάλιστα ότι «τα παιδιά πάντα αγαπούν τις ιστορίες και πάντα φαντάζονται, με μια φαντασία που εμείς έχουμε απωλέσει. Υπάρχουν παιδιά που, πάρα τη “σύγχρονη εισβολή”, διαβάζουν. Υπάρχουν δάσκαλοι και γονείς εμπνευστικοί και άλλοι που βαριούνται ή που δεν ξέρουν “πώς”… Και ενώ αναζητούμε τον τρόπο που θα “σώσει” τα βιβλία, πάντα υπάρχουν παιδιά που ευχαριστιούνται να διαβάζουν. Ίσως και η άμμετρη “σύχρονη εισβολή” να κινδυνεύει στο χρόνο».

Υπάρχει μία διάσημη ρήση από τον συγγραφέα Ξαβιέ ντε Μεστρ, που σημειώνει ότι «τα καλύτερα ταξίδια μου τα έκανα ατενίζοντας την ταπετσαρία του δωματίου μου».

Η συγγραφέας Μαρίνα Παπαγεωργίου που εργάζεται στο Ελευθέριος Βενιζέλος συνειρμικά θα συμφωνήσει:

«Τα πρώτα και αξέχαστα ταξίδια μου τα έκανα στα μωσαικά του πατρικού μου».