Έργο σε εξέλιξη. Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα έδωσε την ψυχή της στην Εθνική Πινακοθήκη. Αλλά αν η διαφορά μεγέθους κρύβεται στις λεπτομέρειες, το κεντρικό μουσείο της χώρας άνοιξε με βιάση.

Όποιος στη ζωή του περιηγήθηκε στα μεγάλα μουσεία του δυτικού κόσμου, γνωρίζει ότι το εγχείρημα μιας μουσειακής βόλτας απαιτεί χρόνο και κόπο. Τόσο πνευματικά όσο και σωματικά. Ας μη γίνει λόγος για το Λούβρο που ούτως ή άλλως χρειάζεται κανείς τέσσερις ημέρες για να το περιηγηθεί ολόκληρο. Όλα τα υπόλοιπα σημαντικά μουσεία στην Ευρώπη και στην Αμερική το προβλέπουν στο σχεδιασμό τους. Πώς θα φιλοξενήσουν το θεατή στις μεγαλοπρεπείς σάλες τους χωρίς να τον εξοντώσουν, χωρίς να τον ωθήσουν σε φυγή ύστερα από μία ώρα περπάτημα;

Η λύση υπάρχει. Δεν νοείται κεντρικό μουσείο χωρίς καθίσματα ή πάγκους κατά μήκος (σχεδόν) κάθε αίθουσας. Όχι μόνο για να ξαποσταίνει ο επισκέπτης. Αλλά και για να μελετάει με την ησυχία του το κάλλος που απλώνεται μπροστά του.

Στην ημέτερη Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου (ΕΠΜΑΣ), τα καθίσματα αυτά λάμπουν δια της απουσίας τους. Και δεν περιμένει κανείς τους τσέστερφιλντ καναπέδες που φιλοξενούν τους επισκέπτες στο Βρετανικό Μουσείο. Δεν παρέχεται ούτε μισή καρέκλα στις μακρόστενες αίθουσές της. Οπότε ο κουρασμένος επισκέπτης δεν μπορεί παρά να διακόψει την επίσκεψή του ώστε να κατευθυνθεί προς στο κεντρικό διάζωμα. Μόνο εκεί υπάρχει χώρος για κάθισμα. Στο κεντρικό χολ που χωρίζει τις αίθουσες δεξιά και αριστερά.

Δεν αξίζει να μνημονεύσει κανείς το εστιατόριο… Μόνο πάστες στη βιτρίνα εκείνη την ημέρα…

Σε απόσταση αναπνοής

Υπάρχει ακόμη ένα ζήτημα που υποβιβάζει την απόλαυση της θέασης των έργων. Όπως δεν νοείται να ευχαριστηθεί κανείς όπερα μαγειρεύοντας, έτσι και η μουσειακή εμπειρία προϋποθέτει ένα βασικό βαθμό αυτοσυγκέντρωσης.

Ο χώρος δεν αναπνέει, τα έργα βρίσκονται ασφυκτικά κοντά το ένα με το άλλο. Σε ορισμένα σημεία όταν κανείς παρατηρεί τον πίνακα στον τοίχο, αισθάνεται ότι πρέπει ταυτόχρονα να προσέχει μήπως ακουμπήσει με την πλάτη άλλο έργο στο μέσο της αίθουσας. Στέκεται μπροστά στις θαυμαστές δημιουργίες του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα και αισθάνεται από πίσω τους διαβάτες να στριμώχνονται για να προχωρήσουν. Διασπάται. Σε ορισμένα σημεία ο επισκέπτης πηγαίνει ζιγκ ζαγκ (αίθουσα σύγχρονων έργων). Ενώ ο μη ειδικός μπερδεύεται σχετικά με το πού αρχίζει η μία ενότητα και πού τελειώνει σε κάθε σάλα.

Η πλήρης ονομασία του μουσείου, Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου Ίδρυμα Ευρυπίδη Κουτλίδη. Τα τελευταία χρόνια περιήλθαν ως δωρεές στην ΕΠΜΑΣ χιλιάδες έργα, όχι όλα εξίσου σημαντικά.

Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα δεν χρειαζόταν να φέρει στο φως τόσους πίνακες από το depot της Πινακοθήκης για να αποδείξει τη σπουδαιότητα του έργου και της παρακαταθήκης της. Θα περίμενε κανείς να προβλέψει μεγαλύτερο περιθώριο ανάμεσά τους. Τα έργα διεκδικούν να πρωταγωνιστήσουν, η άλως που τα περιβάλλει χρειάζεται το χώρο της.

Η επέκταση πρόσθεσε 11.020 τετραγωνικά μέτρα στο υπάρχον κτήριο. Με προϋπολογισμό 45 εκατομμύρια ευρώ (32 εκατομμύρια από το ΕΣΠΑ, από το ΥΠ.ΠΟ.Τ. και 13 από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος). Δεν τα αισθάνεται ούτε ο επισκέπτης ούτε οι καλλιτέχνες.

Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα παραμένει αυθεντία στη μουσειολογική μελέτη. Όμως εν προκειμένω παρέβλεψε τις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά για το μέσο επισκέπτη. Από τα νούμερα θα κριθεί εν τέλει η επιτυχία της (οι μελετητές, όσοι υπάρχουν, θα προσέλθουν ούτως ή άλλως). Να συνέβη αυτό λόγω της βιασύνης της να ανοίξει το μουσείο χωρίς καθυστέρηση; Ποιος την κυνηγούσε;

Χωράει ακόμη μια πινελιά σε αυτές τις παρατηρήσεις. Νοείται κανείς να πληρώσει δέκα ευρώ για να περιηγηθεί στις περίοπτες αίθουσες του μουσείου χωρίς ένα υποτυπώδες φυλλάδιο, οδηγό; «Δεν έχει βγει ακόμη», απάντησε η κυρία στα εισιτήρια.

Εμπειρία αισθητική

Να μην αδικηθεί… Το επίτευγμα παραμένει αξιοσημείωτο. Και η έκθεση για το 1821, υπέροχη.

Αλλά αν δεν υπάρχει αίσθηση άνεσης και δυνατότητα καθίσματος, η εμπειρία της περιήγησης συρρικνώνεται. Το μουσείο αδικαιολόγητα συμβιβάζει (μικρό) μέρος από την αίγλη του. Η θέαση των έργων πραγματοποιείται μόνο με τρόπο ιμπρεσιονιστικό. Να πάρει κανείς «μια γεύση». Που «κακό δεν κάνει» (και εξάλλου αυτό περιμένει κανείς από το ευρύ κοινό…).

Η αληθινή απόλαυση αντιθέτως κερδίζεται συν το χρόνω. Να αφαιθεί ο θεατής στην εμπειρία της αισθητικής απόλαυσης. Αυτή την πολυτέλεια δεν την παρέχει απλόχερα η νέα Εθνική Πινακοθήκη.

Διαβάστε επίσης: Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα στέλνει μήνυμα στην Ιταλία