Εξαιρετική σύμπτωση: Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα παραδίδει το magnus opus της, την αναπαλαίωση και επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ σήμερα επιτέλους ανοίγουν τα μουσεία της χώρας.

Φρέσκια φρέσια η Πινακοθήκη -ακόμη το πωλητήριο και το εστιατόριο δεν έχουν ολοκληρωθεί. Αλλά τι πειράζει; Τα αριστουργήματα της ιστορίας της ελληνικής τέχνης μέχρι τη μοντέρνα εποχή, εκτίθενται στις αίθουσές της σε όλο τους το μεγαλείο. Σε μία χρονολογία εξαιρετικά σημαντική, που συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την Επανάσταση.

Η οδύσσεια της επέκτασης και αναπαλαίωσής της ξεκίνησε το 2008. Η ολοκλήρωσή της, σημαίνει ότι η χώρα αποκτάει επιτέλους ένα μουσείο ανάλογο του κύρους του. Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης παρέδωσε στο ελληνικό κράτος ευεργέτημα υψίστης εθνικής βαρύτητας. Και μόνο για αυτό η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα θα μείνει στην Ιστορία.

Με αφορμή το σημερινό άνοιγμα των μουσείων, έχει ίσως νόημα αυτή η συμπυκνωμένη αναδρομή στην συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην υπογράφουσα η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα πριν από ένα χρόνο.

Είχε τότε δηλώσει: «Λόγω και των σπουδών μου, είμαι άνθρωπος με ιστορική συνείδηση που παραμένει σε διαρκή εγρήγορση. Την ίδια στιγμή βιώνω μία μεγάλη στιγμή ή τουλάχιστον παρίσταμαι σε ένα ιστορικό γεγονός. Του έχω ήδη δώσει θέση στην ιστορία. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου ως πρόσωπο της Ιστορίας», απαντάει εκείνη.

Με την επέκταση προστίθενται 11.040 τ.μ στο υφιστάμενο κτίριο των 9.720 τετραγωνικών μέτρων με αποτέλεσμα να υπερδιπλασιάζονται οι λειτουργικές αίθουσες για να φιλοξενήσουν ό,τι απουσίαζε και πολλά ακόμη (λόγου χάρη αμφιθέατρο 450 θέσεων).

Αυτό πραγματοποιείται με εκσκαφή εις βάθος η οποία προσθέτει δύο ορόφους και με την προσθήκη ενός ορόφου στο β’ κτίριο, στο πίσω και μεγαλύτερο κομμάτι.

Ύστερα από αντίστοιχη δωρεά δέκα πέντε εκατομμυρίων ευρώ, το κτίριο Β μετονομάζεται σε πτέρυγα Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Πινακοθήκης και φιλοξενεί τη μόνιμη συλλογή.

Κλείνουν οι πληγές

Παρότι βασισμένο σε πρωτοποριακό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, το αρχικό κτίριο (που αποπερατώθηκε το 1976) δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο ανανεωμένο ενδιαφέρον και την αυξανόμενη ζήτηση του κοινού που προκαλούσε η απαράμιλλη εκθεσιακή και εκπαιδευτική δραστηριότητα της νεαρής οραματίστριας που το διεύθυνε.

Δεν υπήρχε πωλητήριο, αμφιθέατρο, χώρος για παιδικά προγράμματα ούτε εστιατόριο για επιπλέον έσοδα. Η βιβλιοθήκη και οι υπάλληλοι ασφυκτιούσαν.

«Το βασικό θέμα που μας απασχολούσε πάντα, εμένα καθώς και τους συνεργάτες μου, εστιαζόταν στην ανεπάρκεια του παλαιού κτιρίου και τα συνεχή προβλήματα που παρουσίαζε» επισημαίνει σήμερα. «Ευτυχώς με την επέκταση (…)  αυτό το πρόβλημα έχει λυθεί. Οι ελλείψεις στο προσωπικό, η χρηματοδότηση, που συχνά κάλυπτε μόνο τις ανελαστικές δαπάνες, η συνεχής αγωνία μου να εξασφαλίσω χορηγίες για τις εκθέσεις και τις παράλληλες δράσεις, χωρίς τις οποίες ένα μουσείο δεν μπορεί να διατηρήσει το κοινό του, αποτελούσαν μόνιμα προβλήματα του Μουσείου. Ελπίζουμε ότι κάποια από αυτά θα λυθούν με τη νέα στέγη του».

Πολλές στιγμές συγκίνησης

«Οφείλω να ομολογήσω ότι μετράω πολλές ωραίες και συγκινητικές στιγμές σε μια τόσο μακρά διαδρομή», είχε ομολογήσει πέρσι η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Με τη φετινή χρονιά πλησιάζει τα τριάντα χρόνια στο τιμόνι του σημαντικότερης Πινακοθήκης της χώρας.

«Νομίζω πως οι κορυφαίες στιγμές ήταν όταν έβλεπα τον κόσμο, τους νέους, ώριμους και μεγαλύτερους, σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες, που αντιπροσώπευαν όλες τις κοινωνικές τάξεις, να περιζώνουν το κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης, περιμένοντας υπομονετικά την σειρά τους για να δουν τις μεγάλες εκθέσεις, που είχαμε οργανώσει».

Το χειμώνα του 1992-93 η μεγάλη έκθεση Από τον Θεοτοκόπουλο στον Σεζάν ξεπέρασε τους 600.000 επισκέπτες σημειώνοντας παγκόσμιο ρεκόρ.

Ακολούθησαν και άλλες μεγάλες επιτυχίες όπως η αναδρομική έκθεση του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Πάνω από 600.000 Έλληνες επισκέφτηκαν την Πινακοθήκη από όλα τα μέρη της Ελλάδας για να “προσκυνήσουν” τον δικό τους Γκρέκο.

Και ανάμεσα σε αυτές τις μεγάλες στιγμές, υπάρχουν και οι πιο μικρές στιγμές προσωπικής συγκίνησης και δικαίωσης: «Ένα απόγευμα έφτασε μια ομάδα από νησιώτες, που είχαν ταξιδέψει στην Αθήνα ειδικά για την έκθεση του Θεοτοκόπουλου. Εκείνη τη μέρα το μουσείο έκλεινε κατ’ εξαίρεση νωρίτερα λόγω ειδικής εκδήλωσης. Άφησα την εκδήλωση, ζήτησα να ανοίξουμε το Μουσείο ειδικά για το συγκεκριμένο γκρουπ και τους ξενάγησα στην έκθεση. Δεν μπορώ να σας πω πόσο συγκινήθηκαν και πόση χαρά μου έδωσαν».

Οι συνθήκες της πανδημίας βέβαια δεν επιτρέπουν καμία κοσμοσυρροή. Αλλά οι φιλότεχνοι το συζητούν με ανυπομονησία: Πότε θα επισκεφτούμε την καινούργια Πινακοθήκη;

«Το κοινό διαθέτει αλάνθαστο ένστικτο», είχε τότε εξηγήσει. «Σε εμπιστεύεται αν δεν προδώσεις τις προσδοκίες του. Ελπίζω ότι το ίδιο κοινό ανυπομονεί να ξαναβρεί έναν οικείο χώρο του στη νέα λαμπρή Εθνική Πινακοθήκη».

Αυτό το μεγαλειώδες έργο, το όραμα της διευθύντριας, δεν θα είχε ενσαρκωθεί αν δεν υπήρχε το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το όνομα του σπουδαίου εθνικού ευεργέτη κοσμεί το κτίριο. Έτσι όπως το οφείλει, παρά τα μίζερα σχόλια που ακουστηκαν περί ειδικής μεταχείρησης ιδιωτικού φορέα.

Πολύ πριν την έναρξη του επίσημου διαγωνισμού για την επέκταση του κτιρίου είχε πραγματοποιήσει πρώιμη εκστρατεία ανεύρεσης πόρων (crowdfunding) για την αγορά του έργου Άγιος Πέτρος (π. 1600-1607) του Ελ Γκρέκο.

Προωτοποριακή κίνηση για δημόσιο θεσμό. Και γνώρισε και πάλι τεράστια ανταπόκριση.

«Με πλησίαζαν μικρά παιδιά παρέα με τους γονείς τους για να μου προσφέρουν το περιεχόμενο του κουμπαρά τους ώστε να συμβάλλουν στην αγορά του έργου. Άλλη φορά συνάντησα μια ηλικιωμένη κυρία η οποία κατέθεσε ολόκληρο το εφάπαξ της για τον ίδιο σκοπό».

Όλα αυτά τα χρόνια «δοκίμασα πολλές στιγμές συγκίνησης», θυμάται.

Και γεμάτη ευγνωμοσύνη, συμπλήρωσε:

«Μεγάλη συγκίνηση παρομοίως δοκίμασα όταν το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και ιδιαίτερα ο πρόεδρος Ανδρέας Δρακόπουλος ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου να εξασφαλίσει μεγάλη δωρεά για την επέκταση του παλαιού κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, που σύντομα ολοκληρώνεται».

Λόγω της προσωπικής της ακτινοβολίας και αξιοπιστίας, η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα αποτέλεσε την εγγύηση για τη σωστή αποπεράτωση του εγχειρήματος.

Με παρόμοιο τρόπο η Πινακοθήκη απέκτησε το 2004 ακόμη ένα σημαντικό παράρτημα στο Ναύπλιο με έργα από τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων (Βρυζάκη, Μαργαρίτη, Τσόκο, Γύζη, Νικ. Λύτρα inter alia). Τόσο επίκαιρο σήμερα, διακόσια χρόνια μετά.

«Η δημιουργία ενός παραρτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης στο Ναύπλιο, ένα Μουσείο αφιερωμένο στην Ελληνική Επανάσταση του ’21, που επιπλέον στεγάζεται σε ένα από τα ωραιότερα νεοκλασικά κτίρια αυτής της ιστορικής πόλης μου χάρισε μεγάλη ψυχική αγαλλίαση και ικανοποίηση. Η πραγμάτωση αυτού του Μουσείου ολοκληρώθηκε βέβαια με τις ενέργειες του Απόστολου Μπότσου, προέδρου μας, πολίτη του Ναυπλίου. Εκείνος έπεισε τον δήμαρχο της πόλης να παραχωρήσει το ερειπωμένο κτίριο στην ΕΠΜΑΣ. Εκείνη την εποχή, ο αείμνηστος Στέλιος Παπαδημητρίου, τότε πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση, ανταποκρίθηκε με χαρά στο αίτημά μας να αναλάβει την ανακαίνιση και τον εξοπλισμό του Μουσείου»

Τέλος, η λειτουργία της Εθνικής Γλυπτοθήκης στο Γουδί, «αποτελούσε δικό μου ουτοπικό όνειρο, το οποίο πραγματοποιήθηκε».

Αλλά η θαρραλέα κρητικιά καθηγήτρια και αρχαιολόγος δεν συνάντησε εξ αρχής έναν δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα: «για πολλούς λόγους ήταν δύσκολες εκείνες οι ημέρες». Το κυριότερο ότι «ο αγαπημένος μου σύζυγος Δημήτρης Πλάκας ήταν βαριά άρρωστος και εγώ βρισκόμουν σε ένα εντελώς άγνωστο περιβάλλον. Χάρις στην βοήθεια και την καλή διάθεση του εξαιρετικού προσωπικού της Πινακοθήκης, δεν άργησα να προσαρμοστώ. Άλλωστε, σε όλη μου τη ζωή λειτούργησα και εξακολουθώ να λειτουργώ ως επιμελής μαθήτρια. Η Εθνική Πινακοθήκη υπήρξε για μένα ένα μεγάλο πανεπιστήμιο, ειδικά στα πρώτα μου βήματα».

«Να είστε ρεαλιστές: Να κυνηγάτε το ανέφικτο»

Το όνομά της ταυτίζεται πλέον με την Εθνική Πινακοθήκη. Έγραψε ιστορία με το κολοσσιαίο έργο της στην καθημερινότητα της Πινακοθήκης, στη διεύθυνση του προσωπικού, στην εκπαίδευση των παίδων, με αποκορύφωμα την επέκταση, που έρχεται επιστεγάσει την πορεία της.

«Και επειδή γνωρίζω ότι ο τόπος μας διαθέτει δυστυχώς βραχεία μνήμη, είμαι προετοιμασμένη και συμφιλιωμένη με την ιδέα της λήθης. Ό,τι κάνω μου δίνει μεγάλη χαρά και αποτελεί το αντίδωρό μου. Και την ευγνωμοσύνη μου για τη μεγάλη τύχη να έχω γεννηθεί σε αυτή την χώρα με αυτό το φως και αυτό τον πολιτισμό».

Αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτική σε αυτό το τόσο νευραλγικό, απαιτητικό πόστο. Αναγνωρίστηκε τόσο από τους θεσμικούς συνομιλητές της όσο και από το προσωπικό της Πινακοθήκης.

«Ποτέ δεν θεώρησα ότι έχω κάνει αρκετά, ποτέ δεν σταμάτησα να ονειρεύομαι “ρεαλιστικά”. Γιατί το σύνθημά μου παραμένει πάντα το σύνθημα του Μάη του΄68: “Να είστε ρεαλιστές: Να κυνηγάτε το ανέφικτο”. Η ρεαλιστική ουτοπία βρίσκεται πίσω από όλα όσα έχω καταφέρει να πραγματοποιήσω, ξεκινώντας από την ίδια τη ζωή μου. Να μην ξεχνάτε ότι είμαι η κόρη του σιδηρουργού Νικόλαου Λαμπράκη από ένα μικρό χωριό της Κρήτης».

Και έτσι «αυτή είναι και η συμβουλή που δίνω πάντα στους νέους: Μην προδίδετε τα όνειρά σας, μη συμβιβάζεστε και κυρίως ακολουθείστε την κλίση σας, αυτό που θα σας κάνει ευτυχισμένους».

Στην παλιά Εθνική Πινακοθήκη, έβρισκε καταφύγιο σε διάφορες αγαπημένες γωνιές. «Από την ζωγραφική του 19ου αιώνα ξεχωρίζω και αγαπώ συγκεκριμένα έργα. Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο στην παλιά Πινακοθήκη, όπως πλέον μπορώ να την αποκαλώ, η αίθουσα σε πλημμύριζε με φως. Την ενότητα των πρώιμων Ελλήνων Μοντερνιστών την είχα ονομάσει Φως και χρώμα ελληνικό. Αυτό το ευχάριστο ξάφνιασμα βίωνα ξανά και ξανά, κάθε φορά. Να περπατάς, να συμβιώνεις τόσα χρόνια με την ελληνική ζωγραφική συνιστά μια μοναδική εμπειρία. Η Εθνική Πινακοθήκη διαθέτει αριστουργήματα, που με κάνουν πάντα υπερήφανη για την υψηλή ποιότητα της νεότερης ελληνικής τέχνης».

Αλλά η ζωή της τελικά σχηματίζεται μέσα σε ένα ιδεατό, οικουμενικό μουσείο, όπως εκείνο που ονειρεύεται ο Αντρέ Μαλρό, άχρονο και χωρίς σύνορα:

«Όσο περνούν τα χρόνια επισκέπτομαι άλλα μουσεία, μικρά και μεγάλα, για να συναντήσω τα έργα που αγαπώ και τα οποία αισθάνομαι σαν συγγενείς μου. Και χαίρομαι όταν καταφέρνω να προσθέτω σε αυτή την “οικογένεια” μερικά καινούρια μέλη. Αποτελεί το δικό μου φανταστικό οικουμενικό μουσείο, που με κάνει να αισθάνομαι ως ο πλουσιότερος συλλέκτης του κόσμου».