Ο φωτογράφος Άντονι Άρμστρογκ-Τζόουνς το 1958 μετέπειτα λόρδος Σνόουντον
Ήταν φωτογράφος, ένας από τους καλύτερους του 20ού αιώνα, αλλά ταυτόχρονα και μέλος της βρετανικής βασιλικής οικογενείας, ως ο πρώτος κοινός θνητός που είχε παντρευτεί βασιλοπούλα κατά τα τελευταία …450 χρόνια.
Ο λόρδος Σνόουντον, φυσικά, τίτλο που έλαβε μετά το γάμο του με την πριγκίπισσα Μαργαρίτα το 1960. Αν και όσα χρόνια διήρκεσε ο γάμος τους αρνήθηκε σθεναρά να συμμορφωθεί με το πρωτόκολλο που επέβαλλε το παλάτι, αποκτώντας έτσι και τον τίτλο του πρώτου βασιλικού αντάρτη.
Κυρίως, όμως, ο Άντονι Άρμστρογκ-Τζόουνς (1930 – 2017), όπως ήταν το όνομά του, ήταν ένας καλλιτέχνης. Κι όπως έχει ειπωθεί, «ο Σνόουντον δεν ήταν ποτέ πιο ευτυχισμένος από όσο όταν φωτογράφιζε καλλιτέχνες». Τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής του, πράγματι, είχαν πάρει θέση μπροστά στο φακό του και τα πορτρέτα τους, αφού προβλήθηκαν στα εγκυρότερα περιοδικά του κόσμου, μπήκαν και σε μουσεία.
Μερικά από αυτά, μάλιστα, μόλις βγήκαν σε δημοπρασία από τον οίκο Christie’s. Όπως αυτό της Ιζαμπέλας Ροσελίνι και του Μιχαήλ Μπαρίσνικωφ στα υπέροχα νιάτα τους, του διάσημου σκηνοθέτη και ζωγράφου Πίτερ Γκριναγουέι, του ιδιοφυούς και χαρισματικού εικαστικού Ντέιβιντ Χόκνεϊ, του σπουδαίου ζωγράφου και γλύπτη Μαξ Ερνστ ή, ακόμη, της αγαπημένης του βρετανικού -και όχι μόνο- κοινού, Άγκαθα Κρίστι με τον σύζυγό της, τον διαπρεπή αρχαιολόγο, σερ Μαξ Μαλόουαν.
Πρόκειται για φωτογραφικά πορτρέτα άμεσα και δυναμικά, που αφήνουν μια ισχυρή εντύπωση στον θεατή, όχι μόνον όσον αφορά στα συγκεκριμένα πρόσωπα, όσο και τον ίδιο το φωτογράφο. Έναν γοητευτικό άντρα, που, από τα τέλη της δεκαετίας του ΄50, είχε τη φήμη ενός μποέμ τύπου, που ζούσε άστατη ζωή και αγαπούσε τις μοτοσυκλέτες. Αργότερα και τα γρήγορα αυτοκίνητα, τύπου Άστον Μάρτιν, με το οποίο, όπως έχει γραφτεί, διένυε την απόσταση Κένσινγκτον Πάλας – Κάστρο του Γουίντσορ σε 12 λεπτά.
Η Μάρλεν Ντίτριχ
Στην αρχή της εφηβείας του, παρ΄όλα αυτά, και τελειώνοντας, το 1943, το βρετανικό προπαρασκευαστικό σχολείο, η έκθεση που είχε πάρει από τον διευθυντή του ήταν κάθε άλλο παρά επαινετική: «Μπορεί να είναι καλός σε κάτι, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα που να διδάσκουμε εδώ», είχε γράψει ο εκπαιδευτικός…
Αυτό το «κάτι», όμως, θα αποδεικνυόταν αργότερα, ότι είναι η φωτογραφία και σ΄αυτήν ο Άρμστρονγκ – Τζόουνς θα γινόταν πραγματικά πολύ καλός. Με τους γονείς του δεν είχε ποτέ στενές σχέσεις, καθώς είχαν χωρίσει ενώ ήταν ακόμη πέντε ετών, ενώ, όταν αρρώστησε από πολιομυελίτιδα στα 16 του και έμεινε στο νοσοκομείο για έξι μήνες, δεν τον είχαν επισκεφθεί ούτε μία φορά.
Αντίθετα, με τον θείο του, σκηνογράφο του θεάτρου, Όλιβερ Μέσελ, που, καθώς γνώριζε πολλούς και διάσημους αστέρες της εποχής, είχε φέρει στο προσκεφάλι του την Μάρλεν Ντίτριχ, που τραγούδησε γι΄αυτόν την επιτυχία της «The Boys in the Back Room», συνοδευόμενη μάλιστα από τον Νόελ Κάουαρντ.
Η ασθένεια είχε αφήσει στον Σνόουντον το σημάδι της, καθώς το ένα πόδι του έμεινε ελαφρά πιο κοντό από το άλλο, αυτή η οδυνηρή εμπειρία όμως τον ευαισθητοποίησε σε όλη τη ζωή του για την υπεράσπιση των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Επιτυχημένη ήταν η εκστρατεία του εναντίων των Βρετανικών Σιδηροδρόμων, προκειμένου να βελτιώσει την πρόσβαση σε επιβάτες με αναπηρικά αμαξίδια. Το 1980, εξάλλου, δημιούργησε τα Βραβεία Σνόουντεν (τώρα Snowdon Trust), ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα που βοηθά τους μαθητές με αναπηρία στην περαιτέρω εκπαίδευση. Ο Μέσελ ήταν, επίσης, αυτός που τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, με πρώτους πελάτες κυρίως καλλιτέχνες.
Η πριγκίπισσα Μαργαρίτα
Η όχι και τόσο καθώς πρέπει φήμη του, πάντως, θα ήταν αυτή που, στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, θα του στερούσε τον ρόλο του επίσημου φωτογράφου στην περιοδεία του Δούκα του Εδιμβούργου στην Κοινοπολιτεία. Ο προσωπικός γραμματέας του Δούκα, Μάικλ Παρκέρ απέρριψε κατηγορηματικά την ιδέα, με το επιχείρημα ότι ο Άρμστρονγκ-Τζόουνς ήταν «πολύ μποέμ».
Τρία χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο δούκας διασκέδαζε, λέγοντας στον Πάρκερ ότι ο αυτός ο «μποέμ» τύπος επρόκειτο να γίνει γαμπρός του. Πράγματι, στις 6 Μαΐου 1960, ο Άρμστρονγκ-Τζόουνς παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Μαργαρίτα, αδελφή της βασίλισσας Ελισάβετ, στο Αβαείο του Γουέστμινστερ, μπροστά σε ένα τηλεοπτικό κοινό 300 εκατομμυρίων θεατών, αφού ήταν από τους πρώτους βασιλικούς γάμους σε παγκόσμια μετάδοση. Το ζευγάρι είχε γνωριστεί σε ένα πάρτι το 1958, ενώ η πριγκίπισσα Μάργκαρετ είχε χωρίσει από τον αγαπημένο της και κατά 16 χρόνια μεγαλύτερό της, Πίτερ Τάουνσεντ.
Μετά το γάμο, εγκαταστάθηκαν σε διαμερίσματα του Κένσινγκτον Πάλλας, αλλά ο λόρδος Σνόουντον -πλέον- διατήρησε τις φιλίες του με τους κορυφαίους συγγραφείς, ηθοποιούς και άλλους καλλιτέχνες του Λονδίνου. Παράλληλα, ο ίδιος αρνούνταν να υπηρετήσει τα καθήκοντά του ως μέλος της βασιλικής οικογένειας, αλλά και να εγκαταλείψει το επάγγελμά του ως φωτογράφος, όπως του ζητούσε το παλάτι. Οι συγκρούσεις, έτσι, ήταν πολλές μεταξύ τους, καθώς έβρισκε βαρετές τις υποχρεώσεις του ως συζύγου της πριγκίπισσας Μάργκαρετ και ήθελε να ταξιδέψει στον κόσμο και να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Τελικά, μετά από δύο παιδιά και πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις, το ζευγάρι πήρε διαζύγιο το 1976.
Οι καλλιτέχνες
«Άψογα σε εκτέλεση, αλλά συναισθηματικά αποστασιοποιημένα». Έτσι έχουν χαρακτηρισθεί τα πορτρέτα του Σνόουντον. Κάτι που σημαίνει ότι οι εικόνες του είναι καθαρές, δυνατές και ολοκληρωμένες, αλλά χαρακτηρίζονται από κάποια απόσταση μεταξύ του ίδιου και των προσώπων που φωτογράφιζε. Αυτό, όμως, επίτηδες. «Δεν θέλω οι άνθρωποι να αισθάνονται άνετα», είχε πει ο ίδιος γι΄αυτή την προσέγγισή του, σαν να χαιρόταν που άφηνε έξω από το στούντιο οποιαδήποτε φιλία που είχε με τα άτομα που στήνονταν μπροστά στο φακό του.
Άλλωστε, ούτε συνομιλίες ήθελε όσο δούλευε. Εντελώς διαφορετικές, όμως, είναι οι φωτογραφίες του εκτός στούντιο, καθώς δείχνουν την χαλαρά διάθεση του φωτογράφου. Όπως αυτή του Υβ Σαιν Λωράν, καθώς ντύνει ένα από τα μοντέλα του, του Μαξ Ερνστ, ενώ δουλεύει ένα γλυπτό του ή του Ντέιβιντ Χόκνεϊ, με το διάσημο, χρυσό λαμέ σακάκι του, ενώ περιπλανιέται σε έναν δρόμο του Λονδίνου.
Ο Χόκνεϊ ήταν ένας από τους πολλούς εικαστικούς καλλιτέχνες που ο Σνόουντον είχε φωτογραφήσει για ένα βιβλίο του 1965, με τίτλο «Private View». Το βιβλίο είχε δημιουργηθεί από τον κριτικό Τζον Ράσελ και τον επιμελητή Μπράιαν Ρόμπερτσον, με σκοπό να παρουσιάσουν γιατί, κατά την άποψή τους, το Λονδίνο είχε γίνει η ανταγωνιστική πρωτεύουσα τέχνης απέναντι στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Ο Σνόουντον είχε απολαύσει το έργο, αν και είχε παραδεχθεί αργότερα, ότι είχε μεγάλο πρόβλημα με τον διάσημο ζωγράφο Λούσιαν Φρόιντ.
Η κόκκινη καρέκλα
Ανάμεσα στα πορτρέτα του Σνόουντον υπάρχει και αυτό -αν μπορεί να ειπωθεί έτσι- μιας κόκκινης καρέκλας. Και ο λόγος απλός: Σ΄αυτήν την κόκκινη καρέκλα είχε φωτογραφίσει ο Σνόουντον πολλούς καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα την Φιόνα Σο και τον Πίτερ Γκριναγουέι.
Υπάρχει, όμως, ολόκληρη ιστορία πίσω από αυτές, καθώς χρονολογούνται από το 1969 και συγκεκριμένα από την τελετή που είχε γίνει στο κάστρο Κέρναρφον της Ουαλίας για την επίσημη απονομή του τίτλου του πρίγκιπα της Ουαλίας στον Κάρολο. Ο Σνόουντον είχε κληθεί από την βασίλισσα Ελισάβετ για τη διαχείριση της εκδήλωσης και η συνεισφορά του περιελάμβανε το σχεδιασμό της λεγόμενης «καρέκλας της τελετής απονομής» για 4.600 επισκέπτες. Οι καρέκλες ήταν κατασκευασμένες από ξύλο οξιάς, βαμμένο κόκκινο και καπλαμά, ενώ στην πλάτη υπήρχε το χρυσό ανάγλυφο σήμα του πρίγκιπα της Ουαλίας.
Μετά την τελετή, μάλιστα, όλες είχαν διατεθεί προς πώληση και, έκτοτε, έχουν γίνει αντικείμενα συλλεκτών. Ο Σνόουντον προφανώς και κράτησε μία, καθώς φαίνεται ότι τη θεωρούσε διάσημη από μόνη της, αλλά βεβαίως και γιατί του άρεσε η ιδέα να είναι ο δημιουργός όχι μόνον κάθε φωτογραφίας, αλλά και του αντικειμένου μέσα σ΄αυτήν.
Ο λόρδος Σνόουντον θα συνέχιζε να φωτογραφίζει μέλη της βασιλικής οικογένειας, όπως τον Κάρολο με την Νταϊάνα, ενώ το 2000 θα γινόταν μία μεγάλη αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, ένα ίδρυμα που σήμερα κατέχει 285 από τα έργα του.
Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση