ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Εκείνα τα βουβά μεσημέρια του καλοκαιριού, που οι αλάνες αδειάζουν από τα παιδιά και ο πέπλος μιας περίεργης σιωπής σκεπάζει τα πάντα, ο ήλιος στην Ελλάδα είναι τόσο έντονος, τόσο ζεστός και εκτυφλωτικός, που μοιάζει με μεσονύχτι. Είναι ο «άδυτος ήλιος». Είναι ο ήλιος που δεν δύει, είναι η ελπίδα και η προσμονή, που χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ζωή».
Μόνο ένας ποιητής θα μιλούσε έτσι, μια ποιήτρια στην προκειμένη περίπτωση. Και η Λάνα Μανδύλα, δυναμική γυναίκα επιχειρηματίας και νομικός δεν παύει να έχει εκείνη την ιδιαίτερη ευαισθησία και την δυνατότητα πρόσληψης του κόσμου με μια διαφορετική οπτική. Αυτήν που της δίνει το χάρισμα να μεταφέρει στο χαρτί συναισθήματα, σκέψεις, εικόνες, που ανοίγουν τα παράθυρα της ψυχής και του νου συγκινώντας, ανακαλώντας μνήμες και προσωπικές του καθενός ιστορίες. Ό,τι κάνει τη ζωή να απομακρύνεται από την πεζότητά της και να αποκτά ένα άλλο νόημα.
Με πάθος για τη γλώσσα, αγάπη για την πατρίδα και ειδικά τη Μακεδονία, από όπου κατάγεται όλη η οικογένειά της η Λάνα Μανδύλα είναι η υπερήφανη κόρη ενός σπουδαίου άνδρα, του Γιάννη Μανδύλα, που μεγαλούργησε στις επιχειρήσεις, πρώτα στη Νιγηρία και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Γεννημένη στην μακρινή, αφρικανική χώρα βαδίζει στα χνάρια του, όσον αφορά τη δημιουργικότητα και ακολουθεί τη δική του αγάπη για τα γράμματα, κληρονομώντας το χάρισμα της καλλιέργειάς τους.
«Άδυτος ήλιος» είναι και ο τίτλος του τελευταίου ποιητικού βιβλίου της, που συνοδεύεται μάλιστα με έργα του πρόσφατα χαμένου, προσωπικού της φίλου, ζωγράφου Παύλου Σάμιου σε έναν συνδυασμό, όπου «η ποίηση ζωγραφίζει και η ζωγραφική ποιεί και ενώνονται σε αυτό που λέγεται τέχνη», όπως λέει η ίδια. Είναι η αφορμή για τη συζήτησή μας, που γίνεται αναγκαστικά τηλεφωνικά και στην άλλη άκρη της γραμμής ακούω έναν ζωηρό άνθρωπο με χειμαρρώδη λόγο, στέρεες κατασταλαγμένες απόψεις, δύναμη και συναίσθημα.
-Η ποίηση τι θέση έχει στη ζωή σας. Είναι διάλλειμα, είναι ανάγκη.
-Η ποίηση είναι ανάγκη, είναι κάτι που αγαπούσα από πολύ μικρή. Το πρώτο μου βιβλίο με ποιήματα, μου το είχε δωρίσει μάλιστα μία δασκάλα μου στο δημοτικό. Διάβαζα και έγραφα ποίηση από παιδί, αλλά δεν είχα το θάρρος να δημοσιεύσω. Μόνο κάποια στιγμή το 1975 δημοσιεύθηκε ένα ποίημά μου σε περιοδικό αλλά δεν ξέρω πια πού βρίσκεται. Γι΄αυτό οφείλω πολλά στον φίλο μου τον ποιητή Κώστα Παπαγεωργίου, διότι χωρίς αυτόν δεν θα είχα δημοσιεύσει τίποτε. Εκείνος με παρότρυνε, με πίεσε και είναι πάντα παρών στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου, όπως με βοήθησαν επίσης ο Γιάννης ο Βαρβέρης και ο Γιώργος ο Μαρκόπουλος.
-Τα θέματα που σας εμπνέουν ποια είναι;
-Είναι πολλά. Και σίγουρα δεν είναι μόνον ο έρωτας, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι ποιητές. Με ελκύουν πάρα πολύ και τα κοινωνικά θέματα, τα πολιτικά και τα εθνικά θέματα και νομίζω ότι αυτό φαίνεται.
-Στα ποιήματά σας υπάρχει μία μελαγχολία.
-Ναι, αυτό είναι ίδιο των ποιητών, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ποίημα χωρίς μελαγχολία. Αλλά δεν την βλέπω απαραίτητα ως ένα συναίσθημα αρνητικό, μπορεί να είναι και εποικοδομητική, με την ποιητική έννοια του όρου.
-Αγαπημένοι ποιητές;
-Οι ποιητές που με ενέπνευσαν ήταν ο Τ.Σ. Έλιοτ, ο Έζρα Πάουντ, ο Σεφέρης, ο Εγγονόπουλος, οι σουρεαλιστές , ο Ρίλκε, ο Πρεβέρ, ο Μαλαρμέ, και οι συμβολιστές πάρα πολύ, και βεβαίως αντίστοιχα με την ποίηση, η ζωγραφική τους Γιατί νομίζω ότι εκείνο το ρεύμα στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές του 20ού ήταν εκρηκτικό τόσο στην ποίηση, όσο και στη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Ό,τι είχε βγάλει εκείνη η εποχή είναι για μένα καταπληκτικό.
-«Ζωή μου εσύ χαρτί μου» είναι ο τίτλος σε ένα ποίημά σας. Γράφετε με μολύβι και χαρτί;
-Γράφω όπου να ΄ναι. Γιατί η ποίηση είναι και θέμα έμπνευσης, μπορεί να σκεφτείς κάτι στο δρόμο, όπως μία λέξη ή μία ρίμα και να χρειαστεί να το γράψεις. Μια φορά ονειρεύθηκα ένα ποίημά μου και σηκώθηκα μέσα στη νύχτα για να το γράψω. Ήταν μία τρομερή εμπειρία. Οπότε το μολύβι και το χαρτί χρειάζονται πάντα, αλλά τώρα πια κρατώ σημειώσεις και στο κινητό μου. Οπουδήποτε δηλαδή, αρκεί να μη χαθεί η έμπνευση. Γιατί η ποίηση έχει κάτι το αφαιρετικό και συμπυκνωμένο, είναι περίπου σαν τα μαθηματικά, επειδή πρέπει με λίγα να περιγράψεις περισσότερα. Δίνει μία ελευθερία στον ποιητή, όταν γράφει αλλά και στον αναγνώστη, που ερμηνεύει το ποίημα με τον δικό του τρόπο. Είναι όμως πολύ σημαντική και η γλώσσα, γιατί στον πεζό λόγο αν γράψουμε μια λέξη παραπάνω, δεν πειράζει, δεν θα αλλοιωθεί το κείμενο. Αλλά στο ποίημα παίζει ρόλο, ακόμη και η στίξη, η άνω και η κάτω τελεία.
Η γλώσσα ως θεμέλιο
–Σας απασχολεί η αλλοίωση της γλώσσας με την προσθήκη και την υιοθέτηση πολλών ξένων λέξεων; Είναι μια συζήτηση που έχει ανοίξει τελευταία.
-Καιρός ήταν ν΄ ανοίξει. Δεν είναι μόνον το θέμα της προσθήκης ξένων λέξεων, γιατί αυτό συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες και κάπου είναι φυσικό, άλλωστε ούτε οι μεγάλοι μας ακαδημαϊκοί διαφωνούν πολύ. Το ζήτημα είναι, ότι παίρνουμε τις ξένες λέξεις ως έχουν και τις υιοθετούμε άκριτα. Για παράδειγμα είναι τελείως λάθος να λέμε «καλησπέρα» από τις 12 το μεσημέρι. Κάνουμε μία κακή μετάφραση από τα αγγλικά ενώ η ελληνική γλώσσα είναι σαφής και προσδιορίζει ακριβώς, τι σημαίνει εσπέρα, που ασφαλώς και δεν είναι το καταμεσήμερο. Είναι λάθος όμως και η απλοποίηση των ξένων λέξεων, όταν μεταφέρονται στα ελληνικά. Παλιά γράφαμε τον Σαίξπηρ με «αι» και «η», γιατί είναι μακρά και ακόμη και σήμερα προφέρονται έτσι. Ενώ με «ε» και «ι» η λέξη διαβάζεται εντελώς διαφορετικά. Προσωπικά διαφωνώ με αυτές τις απλουστεύσεις. Όταν οι ξένοι διδάσκουν στα πανεπιστήμιά τους την ελληνική γλώσσα και ασχολούνται μ’ αυτήν, κι εδώ να αναφέρω την ελληνίστρια Αντρέα Μαρκολόνγκο, που έχει γράψει το εξαιρετικό βιβλίο «Η υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά» —παρ΄ότι η μετάφρασή του δεν είναι καλή — εμείς αντίθετα έχουμε καταργήσει τα αρχαία ελληνικά, που είναι η βάση μας, αλλά και τα λατινικά. Δεν μπορείς όμως να βαδίσεις προς το μέλλον, μη έχοντας τα γερά θεμέλια της γλώσσας σου.
-Μπορεί όμως ακαδημαϊκοί και καθηγητές να διαμαρτύρονται, ωστόσο η νεολαία κυρίως, που αυτή είναι το μέλλον μιας χώρας χρησιμοποιεί πολύ τις ξένες λέξεις και μάλιστα, όπως είπατε, χωρίς να έχουν αφομοιωθεί πρώτα. Δεν ξέρω αν μπορεί να το συγκρατήσει κανείς αυτό.
-Όχι δεν μπορεί, αυτό είναι αλήθεια. Γιατί τα παιδιά σήμερα μαθαίνουν τα ελληνικά σαν μια ξένη γλώσσα. Αν την μάθουν όμως μέσα από την αρχαία θα την καταλάβουν περισσότερο και μαζί θα καταλάβουν καλύτερα την ιστορία αυτού του τόπου. Διότι μέσα από τη γλώσσα γίνεται αντιληπτή η εξέλιξη του ανθρώπου, η ιστορία του, αλλά και η οικονομία, οι επιστήμες, τα πάντα. Γι΄ αυτό νομίζω, ότι πρέπει να αγαπήσουμε ξανά τη γλώσσα μας, να αγαπήσουμε το ότι είμαστε Έλληνες. Γιατί δεν αγαπάμε τους εαυτούς μας, έτσι αισθάνομαι. Σήμερα, όταν λέει κάποιος, ότι αγαπάει την Ελλάδα τον κατηγορούν για εθνικιστή. Δεν είναι έτσι όμως, δεν είναι εθνικιστής κάποιος που αγαπάει το σπίτι του και την οικογένειά του. Κάπου τα έχουμε μπερδέψει αυτά. Αγάπη για τον σύγχρονο Έλληνα έχει φθάσει να σημαίνει, ότι έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει, ακόμα και να καταστρέφει. Αλλά αγάπη σημαίνει, ότι σε προστατεύω, σε εξελίσσω, προσπαθώ να σε κάνω πιο καλό.
-Σας ακούω να μιλάτε με πολύ πάθος για τη γλώσσα και με στέρεες αντιλήψεις. Σκοπεύετε να κάνετε κάτι προς αυτή την κατεύθυνση;
-Θα το ήθελα. Αλλά δεν ξέρω ακόμη, τι ακριβώς. Θα ήθελα να βοηθήσω όμως σ΄ αυτό, γιατί δεν θέλω να χάνεται η Ελλάδα, δεν θέλω να χάνεται η γλώσσα μας. Νομίζω, ότι πρέπει να την επανατοποθετήσουμε εκεί όπου της αξίζει Ούτε παραπάνω ούτε λιγότερο.
Τα παιδικά χρόνια στο Λάγος
-Γεννηθήκατε στο Λάγος και όπως φαίνεται από τις εξιστορήσεις σας έχετε πολύ ωραίες αναμνήσεις από εκείνη την εποχή. Ήταν τόσο ειδυλλιακά τότε τα πράγματα εκεί ή επειδή ήσασταν παιδί τα βλέπατε έτσι;
-Τα παιδικά χρόνια τείνει κανείς πάντα να τα ωραιοποιεί. Μιλάμε για τα πρώτα παιδικά μου χρόνια ασφαλώς, γιατί μετά, με έστειλαν οι γονείς μου στην Ελλάδα. Ήθελαν για μένα και τ΄ αδέρφια μου να έχουμε ελληνικές ρίζες και να μάθουμε καλά τα ελληνικά. Έτσι τους αποχωριστήκαμε και μείναμε με τη γιαγιά και τον παππού μας στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μεγάλη η διαφορά τότε από τη Νιγηρία.
-Ποια ήταν η διαφορά;
– Είχα στο μυαλό μου, ότι η Ελλάδα θα ήταν πιο πλούσια και πιο προηγμένη. Γιατί η μία χώρα είναι ευρωπαϊκή και η άλλη αφρικανική. Η Ελλάδα του ΄60 όμως προσπαθούσε τότε να σταθεί στα πόδια της. Αλλά κι εμείς ως παιδιά είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις δικές μας δυσκολίες και πρώτα απ΄όλα να μάθουμε καλά ελληνικά, γιατί στο σχολείο στη Νιγηρία μιλούσαμε αγγλικά, αφού ήταν βρετανική αποικία. Εγώ έγραφα τις ελληνικές λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες, έκανα γκρίγκλις, όπως τα λέμε σήμερα, χωρίς να το θέλω…
-Οι φίλοι σας ήταν Άγγλοι;
– Και Άγγλοι αλλά και Νιγηριανοί. Η πρώτη μου φίλη στον κόσμο, που εξακολουθούμε να είμαστε φίλες, η Ντέμι Αντεμόλα είναι Νιγηριανή. Ο πατέρας της ήταν πρόεδρος του αντίστοιχου δικού μας Αρείου Πάγου. Σε εμάς τα παιδιά μάλιστα είχαν δώσει και τοπικά νιγηριανά ονόματα. Εμένα με έλεγαν Ομολόλα, που σημαίνει παιδί από σπουδαίο πατέρα. Ήταν ήρεμα τότε τα πράγματα στο Λάγος. Τα σπίτια δεν είχαν φράχτες ψηλούς, δεν είχαν πόρτες κλειστές…
-Ώσπου ξέσπασε ο πόλεμος.
-Η Νιγηρία είναι πολύ μεγάλη χώρα, οπότε δεν έβλεπες τον πόλεμο, αλλά βεβαίως ακολούθησε εμφύλιος και έγιναν πολύ άσχημα πράγματα. Εγώ ήμουν παιδί, λίγα θυμάμαι, ξέρω όμως, ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για μια χώρα από τον εμφύλιο. Και στην Ελλάδα, ακόμη κουβαλάμε τραύματα από τον δικό μας.
-Αισθανθήκατε ποτέ ότι κινδυνεύετε;
-Δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Νομίζω, ότι η αίσθηση του κινδύνου υπάρχει τώρα περισσότερο στους ανθρώπους απ΄ ό,τι παλιά. Γιατί τώρα κινδυνεύουμε από πολλές αιτίες, απόδειξη η πανδημία.
-Έχετε ακόμη σχέση με τη Νιγηρία;
-Όταν ο πατέρας μου ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όλοι έλεγαν πόσο πρόκοψε στη ζωή του στα ξένα που πήγε, κι εκείνος ήθελε να κάνει κάτι και για τη χώρα του. Έτσι ξεκίνησε τη δουλειά εδώ το 1970, ιδρύοντας την Kosmocar.
«Για τον πατέρα μου»
Ένας θρύλος υπήρξε πράγματι ο Γιάννης Μανδύλας (1913 – 1994), ένας απόλυτα αυτοδημιούργητος άνθρωπος με όραμα και πράξεις, τιμημένος τόσο στη Νιγηρία για τη συμβολή του στην ανάπτυξη της χώρας, όσο και στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων με το παράσημο του Τάγματος του Φοίνικος. Όπως γράφει η ίδια η Λάνα Μανδύλα στο βιβλίο της «Για τον πατέρα μου» (εκδόσεις Κέδρος) «Αναζήτησε μια καλύτερη ζωή πέρα από τα όρια της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Βελανιδιάς Βοΐου, έφτασε στην Αφρική και δημιούργησε στη Νιγηρία. Είχε ανοιχτά τα μάτια του νου, είχε τρυφερή καρδιά, ευγενική ψυχή και αποφασιστικό βήμα. Ήταν χαρισματικός. Ό,τι έζησα και έμαθα κοντά του τα κατέγραψε το μυαλό μου, ενώ η καρδιά μου κρατά ζωντανή τη θύμησή του».
Φέροντας μάλιστα πάντα με υπερηφάνεια τη βλάχικη καταγωγή του και εκφράζοντας δυναμικά και αποτελεσματικά την αγάπη του για τη Μακεδονία ο Γιάννης Μανδήλας είχε δώσει το δικό του μήνυμα, όταν ξέσπασε το Μακεδονικό. Απλώς με ένα τηλεφώνημα στη Γερμανία, στην Volkswagen, που κυκλοφόρησε τότε ένα αυτοκίνητο με την ονομασία Makedon.
«Ηταν ένα Passat, που εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε στην Ελλάδα σαν Passat Makedon», λέει η Λάνα Μανδύλα. «Δεν ξέρω αν κυκλοφορεί πια, μάλλον δεν υπάρχει. Προσπαθούσαμε όμως πάντα, τόσο όταν γίνονταν διάφορες συζητήσεις, όσο και στο εργοστάσιο ή όταν συμμετείχαν άλλα κράτη να μην αναφέρουν με το όνομα Μακεδονία τη συγκεκριμένη χώρα, και αυτό το σέβονταν μπορώ να πω».
-Τώρα άλλαξαν τα πράγματα, το αποδεχθήκαμε…
-Κοιτάξετε εμένα η καταγωγή μου είναι από τη Βόρεια Ελλάδα, από τη Μακεδονία. Έχω βλάχικες ρίζες από τον πατέρα μου και η μητέρα μου ήταν Μακεδόνισσα, οπότε καταλαβαίνετε, αυτό μας έχει στενοχωρήσει κάπως, ήταν κάτι δύσκολο για μας.
-Αυτό το βιβλίο μας τελικά είναι η οφειλόμενη απόδοση τιμής μιας κόρης προς τον πατέρα της, η καταγραφή της πορείας μιας σπουδαίας προσωπικότητας, μία εκδήλωση αγάπης;
-Είναι όλα μαζί. Αγαπούσα πάρα πολύ τον πατέρα μου και τον θαύμαζα. Κι εκείνος αγαπούσε τα γράμματα και έγραφε πάρα πολύ ωραία. Ήταν και πολύ σχολαστικός όσον αφορά την τελειότητα της γραφής, γιατί ήθελε ο λόγος του να έχει καλλιέπεια. Επίσης μιλούσε πολλές γλώσσες. Μάλιστα έλεγε, πως όταν θα έπαιρνε σύνταξη, πράγμα που δεν έκανε ποτέ, θα αφιερωνόταν στη μελέτη των λατινικών. Και μου το μετέδωσε, στο σχολείο ήμουν καλή στα λατινικά. Αλλά βέβαια και η μητέρα μου αγαπούσε τα ελληνικά και τις γλώσσες και επίσης διάβαζε πάρα πολύ Ίστορία.
– Γι΄αυτό έχετε κάνει στη Γεννάδειο τη δωρεά μιας βιβλιοθήκης στο όνομα του πατέρα σας.
– Η Γεννάδειος είναι μια εξαιρετική βιβλιοθήκη, ένας θησαυρός για την Ελλάδα και οφείλουμε ευχαριστίες στον Γεννάδιο και τους Αμερικανούς, που είναι οι θεματοφύλακές της. Γιατί ο Γεννάδιος προσπαθούσε να την δωρίσει στο ελληνικό κράτος αλλά το γραφειοκρατικό δημόσιο τον εμπόδισε. Συμβαίνουν αυτά στη χώρα μας. Δεν μπορώ να ξεχάσω πόσες δυσκολίες συνάντησε η Ελίζα Γουλανδρή για να γίνει το μουσείο της, που τελικά εγκαινιάσθηκε πρόσφατα ενώ η ίδια έχει φύγει από τη ζωή. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από δωρεές και καλό είναι να εξετάζεται από πού και πώς προέρχονται, όμως αυτές οι διαδικασίες δεν μπορεί να είναι τόσο χρονοβόρες και να δημιουργούν τόσα προσκόμματα. Γενικά όμως πιστεύω, ότι κάθε άνθρωπος οφείλει να βοηθά το κοινωνικό σύνολο, και μακάρι να μπορούμε να προσφέρουμε ο καθένας με τον τρόπο του. Δεν είμαστε απομονωμένοι, σε μία κοινωνία ζούμε όλοι, δίνοντας και προσφέροντας προχωρούμε μπροστά και καλυτερεύουμε τη ζωή μας. Πιστεύω πως όταν δίνεις, ο θεός στο δίνει πίσω διαφορετικά. Γιατί αυτός που δίνει μπορεί και ν΄ αγαπάει.
Ποίηση και τέχνες
– Είστε νομικός και επιχειρηματίας. Πώς τα συνδυάζετε με το γράψιμο; Πού βρίσκετε το χρόνο;
-Ομολογώ, ότι παλαιότερα δεν είχα ίσως τη δύναμη να ασχοληθώ με την ποίηση. Ίσως να μπορούσα να έχω γράψει περισσότερο, ίσως όμως πάλι, όλα αυτά που κάνω, να με βοηθούν, ώστε να βλέπω τα πράγματα από μία άλλη σκοπιά. Γιατί είναι βιώματα κι αυτά. Κάποιοι θεωρούν τους ποιητές λίγο ονειροπαρμένους, στην πραγματικότητα όμως είναι άνθρωποι με μεγαλύτερη ευαισθησία, που δεν την έχουν άλλοι. Και πάντα ξεκλέβουν χρόνο για γράψιμο, όποια άλλη δουλειά κι αν κάνουν.
– Η σχέση σας με τις τέχνες;
-Χωρίς τέχνη, χωρίς θέατρο δεν ζει ο άνθρωπος. Το βιώνουμε αυτό σήμερα, κι εμείς ως αποδέκτες αλλά και οι καλλιτέχνες, από άποψη βιοπορισμού εκείνοι. Γιατί η τέχνη απαιτεί την ανθρώπινη επικοινωνία, θέλει να έρθει απέναντί σου, να την δεις, να την ακούσεις, να αναπτύξεις έναν διάλογο μαζί της, να σου αποκριθεί με τον τρόπο της. Το καλοκαίρι είχα ακούσει στην Επίδαυρο, όπου πηγαίνω ανελλιπώς, τον Καβάκο. Αυτή η συγκίνηση που αισθανθήκαμε όλοι, με τον ήχο του βιολιού μέσα στη νύχτα απ΄ αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη, που έσκυψε να φιλήσει το χώμα είναι κάτι, που δεν μπορεί μεταφερθεί με άλλο τρόπο, αν δεν το ζήσεις. Ακόμη όμως και όλη η προετοιμασία για να φθάσουμε ως εκεί, ξεκινώντας από το σπίτι μας και ακολουθώντας το δρόμο, που ίσως ακολουθούσαν και οι αρχαίοι είναι κομμάτι αυτής της διαδικασίας μύησης στην τέχνη. Γι΄αυτό πιστεύω, ότι η κυρία Μενδώνη, που είναι πολύ άξια υπουργός θα έπρεπε να ζητήσει να μένουν ανοιχτοί οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία, ώστε να υπάρχει μία διέξοδος προς την τέχνη για όλους.
–Εσείς επισκέπτεσθε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία;
– Βεβαίως. Έχω περάσει πολύ ωραίες μέρες παλαιότερα στην Κρήτη με τον Γιάννη και την Έφη Σακελλαράκη, που έκαναν σπουδαίο έργο τότε στην Αρχάνες. Τους οφείλουμε πολλά. Όπως και στον κ. Παντερμαλή, που είναι οικογενειακός φίλος, είχε μάλιστα μιλήσει στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Για τον πατέρα μου», που τον γνώριζε. Είναι ένας εξαίρετος διοικητής στο Μουσείο Ακρόπολης, που είναι πολύ επιτυχημένο και πολύ ωραίο, αλλά ο ίδιος έχει αναδείξει και το Δίον. Τους αγαπώ τους αρχαιολόγους, εκτιμώ πολύ τη δουλειά τους και είμαι πάντα μαζί τους. Γι΄ αυτό δεν καταλαβαίνω, που οι περισσότεροι άνθρωποι θυμώνουν, όταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποφασίσει να σκάψει κάπου. Εγώ τουναντίον, μπορώ να σας πω, ότι είμαστε υπόχρεοι σ΄ αυτούς, γιατί σώζουν την πατρίδα μας αλλιώς θα είχαν καταστραφεί όλα. Καμιά φορά βέβαια κι αυτοί σαν άνθρωποι υπερβάλλουν.
Οι Έλληνες και η Ιστορία
–Η Ελλάδα έχει περάσει συνεχόμενες κρίσεις, πρώτα οικονομικά, τώρα υγειονομικά. Τι κατάλοιπα βλέπετε να μας αφήνει αυτή η συνθήκη που βιώνουμε σήμερα.
– Από το 2009 ζούμε κρίση στην Ελλάδα αλλά δεν βλέπω μεγάλη αλλαγή στον Έλληνα. Από την άλλη βέβαια, καθώς οι συνθήκες επιβάλλουν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, μερικές οικογένειες έμαθαν να ξαναζούν μαζί, γιατί μπορεί είχαν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο. Μπορεί να ακούγεται αστείο αλλά είναι κάπως έτσι. Ωστόσο μας λείπει η επικοινωνία, η αγκαλιά, η συνάντηση με αγαπημένους ανθρώπους. Οι νέοι ιδίως, νομίζω ότι δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο, σκέφτομαι τα ερωτευμένα παιδιά, τι ατυχία τα καημένα. Ο κ. Τσιόδρας είπε κάτι πολύ σωστό κάποια στιγμή πέρυσι την άνοιξη, όταν έλεγε ότι γιαγιάδες και παππούδες μας, είναι η ιστορία μας. Διότι όπως εμείς διαβάζουμε για να μάθουμε την ιστορία των αρχαίων, που είναι οι προ… προ … προπάπποι μας, έτσι και στη ζωή μας ο παππούς και η γιαγιά, μας μεταφέρουν γνώσεις και μας στεριώνουν. Αλλιώς, χωρίς παρελθόν δεν έχεις ούτε παρόν ούτε μέλλον, δεν έχεις βάσεις, είσαι έωλος. Αλλά στην Ελλάδα παρ΄ότι ζούμε πάρα πολύ με μύθους, από την άλλη θέλουμε πάντα να τους καταρρίπτουμε.
-Μέσα σ΄αυτό σκηνικό η ποίηση τι θέση έχει; Ώσπου να συμβεί η πανδημία, λέγαμε ότι η εποχή μας είναι αντιποιητική. Τώρα;
-Δεν ξέρω αν είναι αντιποιητική, γιατί πιστεύω, ότι οι Έλληνες είναι κατ΄ εξοχήν ποιητικός λαός. Την αγαπάμε την ποίηση, γράφουμε ποίηση και έχουμε πάρα πολλούς ποιητές αναλογικά. Επίσης φέραμε την ποίηση στο τραγούδι μας. Ποιος λαός έχει μελοποιήσει τόσο τους ποιητές του όσο ο ελληνικός; Από τον Διονύσιο Σολωμό ξεκινώντας ως το Άξιον Εστί του Ελύτη, ποιος λαός έφερε τον ποιητή τόσο στην καθημερινότητά του; Αντίθετα λοιπόν, νομίζω ότι αυτή η κατάσταση, που βιώνουμε έχει κάνει τους συγγραφείς και τους ποιητές να γράφουν περισσότερο ή έστω να σκέφτονται περισσότερο. Γιατί οι δυσκολίες και τα δυσάρεστα πράγματα παράγουν.
– Και η Θεσσαλονίκη όμως σας εμπνέει και κατέχει χώρο την ποίησή σας.
-Βέβαια. Έφυγα από τη Θεσσαλονίκη λέγοντας, ότι δεν θα την ξεχάσω ποτέ και έτσι έγινε. Η Θεσσαλονίκη είναι η συναισθηματική μας πατρίδα, με την έννοια, ότι οι συγγενείς και από τις δύο πλευρές της οικογένειας μετακινήθηκαν εκεί οι περισσότεροι, λόγω ιστορικών γεγονότων. Ήταν πρακτικοί οι λόγοι, που εμείς εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Γιατί ο πατέρας μου ταξίδευε πολύ τότε, και ήταν πιο εύκολο να έχει βάση την Αθήνα. ΄Εχουμε όμως όλοι μεγάλη αγάπη για τη Θεσσαλονίκη. Και ο άντρας μου, που μπορεί να μην είναι Θεσσαλονικιός, αλλά έχει με καταγωγή είναι από την Πόλη κι από την Σμύρνη. Νομίζω ότι είναι μια πολύ όμορφη πόλη. Μετά από την πυρκαγιά του ΄17 κτίσθηκε αρχιτεκτονικά πιο ωραία με την πλατεία Αριστοτέλους, που άνοιξε προς τη θάλασσα. Η Αθήνα δυστυχώς δεν εξελίχθηκε καλά, δεν απέκτησε πολύ μεγάλους δρόμους, αναπτύχθηκε άναρχα και βίαια κι ό,τι έγινε το οφείλουμε κατά πολύ στην Αμαλία και στον ΄Οθωνα, ειδικά στην πρώτη. Σήμερα και παρά τις προσπάθειες βελτίωσης που έχουν γίνει, αν της βγάλεις την Ακρόπολη, αυτό το στέμμα που έχει, θα είναι μια άσχημη πόλη, γιατί την καταστρέψαμε. Είμαστε όμως και τυχεροί, γιατί ποιος λαός έχει αυτό το προνόμιο να βλέπει καθημερινά την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Γιατί η ιστορία του κόσμου, η ιστορία της Δημοκρατίας, τα πάντα είναι εκεί.
-Τελικά έχετε τρεις πατρίδες. Να μη σας βάλω να διαλέξετε.
-Πολλές πατρίδες πράγματι. Αλλά και τις τρεις τις αγαπώ. Όπως κάθε γονιός, που αγαπάει τα παιδιά του και όπως κάθε παιδί έχει τη χάρη του. Έτσι κι εγώ αγαπώ κάθε πατρίδα μου γι΄ αυτό που είναι, όλες μου έδωσαν κάτι. Οφείλω πολλά στην Αφρική, στη Νιγηρία όπου γεννήθηκα, στην Θεσσαλονίκη όπου μεγάλωσα και έζησα τα παιδικά μου χρόνια και στην Αθήνα από την εφηβεία μου και μετά. Γενικά όμως θα έλεγα ότι είμαι Ευρωπαία. Αισθάνομαι Ευρωπαία.
Το τηλεφώνημά μας τελειώνει. «Στον κήπο μου άνθισε ο ασφόδελος, είναι ο πρώτος που ανθίζει από τους βολβούς», μου λέει. «Θα καλοκαιριάσει κάποια στιγμή».
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Οι εναερίτες της Αράχοβας και των Δελφών
- Κυρανάκης σε YouTube: Να μπει τέλος στις αμοιβές για περιεχόμενο βίας
- Ρωσία: Στρατηγικά βομβαρδιστικά πραγματοποίησαν πτήσεις περιπολίας στην Αρκτική
- Κωτσόβολος: Στηρίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συμμετέχοντας στο πρόγραμμα «Ψηφιακά Εργαλεία για ΜΜΕ Β’»