ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η επανέκδοση του βιβλίου Κραυγή για το αύριο της Μπέρρυς Ναχμία για το κολαστήριο του Άουσβιτς–Μπιρκενάου, που επιμελήθηκε η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ, αποτελεί εκδοτικό γεγονός για πολλούς λόγους.
Ο πιο προφανής, ότι ενημερώνει πλέον νέες γενιές για το Ολοκαύτωμα, όταν η στιγμή που οι επιζώντες δεν θα υπάρχουν πια πλησιάζει όλο και περισσότερο. Όπως και στην πρώτη του έκδοση το 1989, όταν αναδύθηκε ως μία από τις πρώτες γυναικείες μαρτυρίες στην Ελλάδα. Τριάντα χρόνια αργότερα, η συγκλονιστική Κραυγή της Μπέρρυς Ναχμία (1924-2013) πρωτοπορεί και πάλι -παρότι αυτή τη φορά πρόκειται για post mortem έκδοση από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
«Πρόκειται για μια εντελώς άλλη εποχή. Προσωπικά θεωρούσα ότι δεν είναι δυνατόν σήμερα που το ενδιαφέρον και οι δράσεις έχουν αυξηθεί, να λείπει ένα τέτοιο βιβλίο», διευκρίνισε η Οντέτ Βαρών-Βασάρ κατά τη διάρκεια ωριαίας τηλεφωνικής συζήτησης.
Η γνωστή ιστορικός υπογράμμισε ακόμη περισσότερο τη σημασία της Μπέρρυς Ναχμία στην τραγωδία του Ολοκαυτώματος καθώς και σε ζητήματα σχετικά με την παγκόσμια Ημέρα Μνήμης θυμάτων Ολοκαυτώματος, στις 27 Ιανουαρίου. Στις 18 Ιανουρίου 1946 πραγματοποιήθηκε η εκκένωση του Άουσβιτς. Από τους συνολικά έξι εκατομμύρια Εβραίους της Γενοκτονίας των ναζί, περίπου το ένα εξοντώθηκε στο συγκεκριμένο στρατόπεδο.
Ας σημειωθεί ότι η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ, που συνεργάζεται και με το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, υπήρξε ανιψιά της.
Μαρτυρίες και στρατοπεδική λογοτεχνία
Η Μπέρρυ Ναχμία δεν έγινε ποτέ συγγραφέας, δεν έγραψε ποτέ κάτι άλλο. Παρότι το βιβλίο της εντάσσεται στις μαρτυρίες των ελληνοεβραίων επιζώντων και όχι στην επονομαζόμενη στρατοπεδική λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα το λεπτοδουλεμένο Μαουτχάουζεν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, η σπαρακτική αμεσότητα του κειμένου της αιχμαλωτίζει τον ανυποψίαστο αναγνώστη από την πρώτη κιόλας αράδα.
Τι να αναφέρει κανείς από τα γεγονότα που εξιστορεί με τόση συγκίνηση η Μπέρρυ; Ότι μπροστά στα μάτια των μανάδων τα νεογέννητα βρέφη πετάγονταν μέσα σε καυτό νερό ή στη Βούτα και άλλες ακόμη εικόνες φρίκης στο αναρρωτήριο; Ότι κοιμόντουσαν σε δωμάτια με σταλακτίτες; Τη στιγμή που η Μπέρρυ υποψιάστηκε πως ο άγγελος του θανάτου, γιατρός Γιόζεφ Μένγκελε μπορεί να της κόψει τα χέρια («θα μου κόψουν άραγε μόνο τα χέρια ή θα με σκοτώσουν για να μου τα πάρουν;»), αναρωτιόταν κάθε μέρα στους εφιάλτες της ακόμη και αφού ξέφυγε από τον κίνδυνο;
Ή όταν άκουγε το καθημερινό, πένθιμο τραγούδι του κρατούμενου στο κρεματόριο IV: «Κορίτσια Ελληνίδες/ που μ’ ακούτε/ τρα-λα-λα-λα-λα-λα/ Για να καταλάβετε σας τα λέω τραγουδιστά/ Εδώ οι καμινάδες/ που βλέπετε ψηλά/ είναι η χειρότερη/ φάμπρικα θανάτου/ Χιλιάδες Εβραίοι/ γέροι, νέοι, μικρά παιδιά/ πέφτουν στης φλόγας/ την αγκαλιά…»;
Οι επιζώντες και οι μαρτυρίες τους τυλίγονται με την αχλύ της ιερότητας. Τα περισσότερα γεγονότα δεν γίνεται να αναδιατυπωθούν, χωρίς να υπονομευθεί η σημασία τους. Καλύτερα να παραμείνουν ανείπωτα.
Ορθώς λοιπόν η Οντέτ Βαρών-Βασάρ επιλέγει να μην ανατυπώσει και πάλι τις φωτογραφίες του στρατοπέδου στο βιβλίο της Μπέρρυς. «Όλοι έχουμε δει την πύλη του Άουσβιτς», παρατηρεί χαρακτηριστικά. Παραθέτει μόνο εικόνες της ίδιας της συγγραφέως, από την πλούσια σε εμπειρίες ζωή της πριν και μετά.
Η φωνή του Ολοκαυτώματος
Η παραστατικότητα στις περιγραφές της κρύβει την τραγική αλήθεια: Ότι η ανάμνηση του εφιάλτη παρέμεινε αναλλοίωτη και ανεξίτηλη στη μνήμη της. Αρκούσε να κλείσει τα μάτια της για να βιώσει εκ νέου τη βαρβαρότητα και να τη μεταδώσει.
«Πολλοί από εμάς τους ομήρους κλείσθηκαν στον εαυτόν τους, δεν μιλάν για το παρελθόν μας και στην πραγματικότητα βρίσκονται εκεί ακόμα στα συρματοπλέγματα του Άουσβιτς», σημειώνει η Μπέρρυ σε ανέκδοτο χειρόγραφό της.
Έτσι, η Μπέρρυ αρχίζει να γράφει τριάντα οκτώ χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα (το 1985) και θα δει το βιβλίο της να εκδίδεται το 1989, από τις πρώτες μαρτυρίες που γράφονται στα ελληνικά. Το 1981 είχε ήδη κάνει το πρώτο ταξίδι της στο Ισραήλ. Το 1987 κατάφερε να πραγματοποιήσει και το πρώτο της ταξίδι στο Άουσβιτς οργανωμένο από το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος.
Αρχίζει να έρευνα συστηματικά, να διασταυρώνει επίσημα στοιχεία, να διαβάζει άλλες μαρτυρίες για να τις παραθέσει στο corpus της δικής της. Σταδιακά αναδεικνύεται σε εμβληματική φυσιογνωμία στη μνήμη του Ολοκαυτώματος.
Η αγάπη τα πάντα νικά
Η Μπέρρυ Ναχμία εκτοπίστηκε από την Καστοριά για το Άουσβιτς τον Απρίλιο του 1944. Από τους χίλιους σεφαραδίτες της Καστοριάς επιστρέφουν τριάντα πέντε. Όλοι νεαροί, όλοι εικοσάρηδες, οι οποίοι δεν οδηγήθηκαν κατευθείαν στο θάλαμο αερίων όπως οι οικογένειές τους.
Τις κακουχίες του στρατοπέδου λοιπόν τις έζησαν μόνο εκείνοι που κρατήθηκαν για καταναγκαστική εργασία. Η συντριπτική πλειοψηφία πήγε κατευθείαν στους θαλάμους των αερίων και δεν είδε το Άουσβιτς, δεν γνώρισε τι σημαίνει στρατόπεδο.
Μια άλλη θεματική που αναδεικνύει Η κραγή για το αύριο, σχετίζεται με την ανθεκτικότητα της ανθρώπινης φύσης. Και έχει σημασία σήμερα που γίνεται πολύς λόγος για τη θετική ψυχολογία.
«Αυτό βρίσκεται στον πυρήνα του βιβλίου διότι χωρίς αυτή τη δύναμη δεν επιβιώνεις. Στα στρατόπεδα δεν υπήρχαν μόνο αυτοί που δολοφονούνταν με μία σφαίρα ή στο θάλαμο των αερίων. Υπήρχε και μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων που παραιτούνταν ψυχικά, διαλύονταν. Και σε αυτούς είχε αποδοθεί ένα όνομα από τους άλλους κρατούμενους. Τους ονόμαζαν “Μουσουλμάνους”. Αυτοί οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν από την πείνα αλλά παραιτούνται. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το να έχεις έναν πολύ δικό σου άνθρωπο, την ξαδέλφη, την αδελφή, μια συντροφική σχέση, μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο».
Για αυτό ίσως έχει ειπωθεί ότι η αγάπη αποτελεί πράξη αντίστασης. Η Μπέρρυ ξανασυνάντησε στην εξοντωτική κούρσα θανάτου (πριν από την τελική απελευθέρωσή τους στο Μάλχοβ τον Μάιο του 1945) την κατά δύο χρόνια μικρότερη και πολυαγαπημένη ξάδελφη της Γκίτα Ζαχαρία. Εκείνη απεβίωσε πρόσφατα στο Λος Άντζελες.
«Αν δεν το έχεις αυτό, βυθίζεσαι και δεν θέλεις πια να αντισταθείς. Οπότε αυτοί οι άνθρωποι διαλύονταν. Το ψυχικό σθένος είναι πολύ σημαντικός παράγοντας επιβίωσης. Δηλαδή οι επιζώντες είναι όλοι τρομερές περιπτώσεις».
Στην επιβίωσή της έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Ότι η Μπέρρυ έφτασε στο στρατόπεδο τον Απρίλιο του 1944 και αποχώρησε τον Ιανουάριο του 1945. Γλίτωσε δηλαδή έναν χρόνο σε αντίθεση με τους Θεσσαλονικείς που είχαν οδηγηθεί στο Άουσβιτς από την άνοιξη του 1943: Τρομακτικό να αντέξει κανείς δύο ολόκληρα χρόνια μέσα στο κολαστήριο. Οι περισσότεροι εξ αυτών δεν τα κατάφεραν. Καταγράφονται περίπου χίλιοι επιζώντες που επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη αλλά από τους περίπου πενήντα χιλιάδες.
Και έτσι η Μπέρρυ Ναχμία ολοκλήρωσε το στόχο που έθεσε στην αρχή του βιβλίου της: «Να γράψω κάτι που να μπορούν να το διαβάζουν οι μεταγενέστεροί μου, και να τους χαρίσω τη γεμάτη πειρα ζωή μου που ακούσια και με τη βία άλλων συνανθρώπων μου απέκτησα κάποτε».