Ο Κώστας Τσόκλης στο Λονδίνο ύστερα από σχεδόν πενήντα χρόνια. Το 1975 είχε πραγματοποιηθεί η ιστορική πλέον ομαδική έκθεση, που συγκέντρωσε την πρωτοπορία στην ελληνική τέχνη. Παρουσιάστηκε στο ίδρυμα τεχνών Institute of Contemporary Arts με τίτλο Eight Attitudes, Eight Greeks (Οκτώ στάσεις, οκτώ Έλληνες). Συμμετείχαν οι κορυφαίοι Στέφανος Αντωνάκος, Βλάσσης Κανιάρης, Χρύσα, Γιάννης Κουνέλλης, Παύλος, Λουκάς Σαμαράς, Τάκης και Κώστας Τσοκλής.

Αυτή τη φορά θα παρουσιαστεί στο Hellenic Centre (Ελληνικό Κέντρο) ανάμεσα στα μέλη της ελληνικής κοινότητας για μία εξομολογητική ομιλία.

Επιστρέφει λοιπόν στο Λονδίνο για να ιχνηλατήσει την πορεία της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα και πέρα από τα ελληνικά σήμερα μέσα σε αυτόν τον μισό αιώνα που μεσολάβησε. Το μακροσκοπικό προκύπτει μέσα από τη μικρή κλίμακα. Διότι ο Κώστας Τσόκλης θα επικεντρωθεί στο προσωπικό του ταξίδι. Και μέσα από αυτό, εξ αντανακλάσεως, θα φανερωθούν οι μικρές και μεγάλες αλλαγές που χαρακτήρισαν το καλλιτεχνικό πεδίο στο ίδιο διάστημα.

Περιθώριο ή Εξέλιξη;

Ο Κώστας Τσόκλης βέβαια ξεκίνησε μέσα από το φυτώριο της ΑΣΚΤ. Η τότε γενιά πρότασσε την τέχνη για την τέχνη, την ζωγραφική για τη ζωγραφική. Καμία άλλη έγνοια δεν θα αμαύρωνε αυτά τα πούρα κίνητρα.

Αλλά όπως διέκρινε και ο δαρβινισμός, αν δεν προσαρμόζεται κανείς, αφανίζεται, εκμηδενίζεται.

Έτσι, ακόμη και ένας βασικός ανανεωτής της ζωγραφικής, όπως ο Κώστας Τσόκλης έπρεπε να αποδεχτεί τη σύγχρονη ψηφιακή εποχή. Ή να κάτσει στη σκιά του περιθωρίου. Πράγμα που δεν ταίριαζε στο πάντα ανήσυχο πνεύμα του.

Έτσι, από τον καιρό της επιβίωσης στο όνομα της Τέχνης, ο Κώστας Τσίκλης μεταπήδησε στην ψηφιακή, ιλιγγυώδη ταχύτητα των NFT -και όχι μόνο.

Στο Λονδίνο, σε αυτή τη χοάνη νέων τάσεων, θα αναρωτηθεί: Σήμερα η τέχνη ταυτίζεται με την ψηφιακή επεξεργασία; Ή μήπως όχι; Τη συζήτηση που θα πραγματοποιηθεί στο Κέντρο Πολιτισμού θα συντονίσει η καλλιτεχνική διευθύντρια του FutureEverything, Ειρήνη Μιρένα Παπαδημητρίου. Στη συζήτηση συμμετέχουν η διευθύντρια του Μουσείου Κώστα Τσόκλη Χρυσάνθη Κουτσουράκη και ο Σπύρος Γαλάνης από τον οργανισμό Nelum.

Nelum: Ψηφιακή γέφυρα

Το Nelum αποτέλεσε τη γέφυρα. Ώθησε τον Κώστα Τσόκλη να περάσει από το παραδοσιακό, φυσικό υλικό στο αχαρτογράφητο, άυλο, αέναο ψηφιακό σύμπαν. Η Nelum προσπαθεί να βοηθήσει καταξιωμένους καλλιτέχνες να μεταπηδήσουν στην δημιουργία ψηφιακών συλλεκτικών έργων.

Χρησιμοποιώντας την blockchain τεχνολογία, ο οργανισμός ψηφιοποιεί σπάνια έργα τέχνης. Εξασφαλίζει έτσι την αιωνιότητά τους. Ότι μεταλαμπαδεύονται σε «ατόφιους» ψηφιακούς θησαυρούς.

«Βοηθάμε τους καλλιτέχνες να εξερευνήσουν τις δυνατότητες των νέων μορφών τέχνης για να συμμετέχουν στην αναπτυσσόμενη αγορά ψηφιακής τέχνης και συλλεκτικών αντικειμένων. Καθώς κάθε έργο παραμένει μοναδικό και σπάνιο, ότι η αξία του θα πολλαπλασιαστεί με την πάροδο του χρόνου».

Αβάν γκαρντ

Ο Κώστας Τσόκλης καταξιώθηκε με τη ζωγραφική του. Αλλά στην πιο αβάν γκαρντ έκφανσή της. Σήμερα πια τολμάει και τα NFTs.

Η τέχνη του Κώστα Τσόκλη αποδείχθηκε ιδιαίτερα εύπλαστη. Η πλαστικότητά της, οι πάλλουσες πτυχές της φύσης μέσα και πέρα από το κάδρο του, αναπτύχθηκε παράλληλα με τα ταξίδια του. Ο ζωγράφος μεταμορφώθηκε στην περίοδο της Ρώμης και ύστερα στο Παρίσι και το Βερολίνο. Το φερώνυμο Μουσείο που ίδρυσε στην Ελλάδα σημείωσε άλλη μια καθοριστική στιγμή της καριέρας του.

Σε ένα από τα διασημότερα έργα του με τίτλο Living Painting (1985), η στατικότητα της ζωγραφικής συνδυάζεται με το δυναμικό, ζωντανό στοιχείο της φωτισμένης προβολής μέσα στο ίδιο κάδρο. Από τότε είχε αποδειχθεί διορατικός. Το διαδραστικό στοιχείο παραμένει χαρακτηριστικό του ψηφιακού περιβάλλοντος.

Παραπλανημένοι κομμουνιστές

Για την εμφάνισή του στο Κέντρο Πολιτισμού ετοίμασε το παρακάτω εκπληκτικό κείμενο (εδώ σε ελεύθερη ελληνική μετάφραση):

«Γεννήθηκα το 1930 και έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε μια Αθήνα με τα κόκκινα καλοκαιρινά μεσημέρια – μια πόλη κίτρινη, ξερή, επικίνδυνη, φτωχή, ελληνοκεντρική, φασιστική.

Μεταξύ δέκα και δέκα πέντε ετών, γνώρισα τον πόλεμο από πρώτο χέρι — τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο, τον απεγνωσμένο αγώνα για επιβίωση σε έναν κόσμο νεκρών και ανάπηρων, εξαθλιωμένων και ανήθικων.

Ταπεινωμένοι ζητιάνοι και προδότες, αλλά και περήφανοι, παραπλανημένοι κομμουνιστές αγωνιστές.

Σε ηλικία δέκα τέσσερα έως δέκα οκτώ χρονών, υπηρετούσα ως τεχνίτης που ειδικευόταν στον στολισμό κινηματογράφων. Στα δέκα οκτώ μου μπήκα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου επί έξι χρόνια διδάχτηκα την τυπική ακαδημαϊκή τέχνη, απαλλαγμένη από καλλιτεχνική έξαρση.

Έζησα σε ακραία φτώχεια

Έζησα σε ακραία φτώχεια, αλλά γνώρισα την αγάπη και τη φιλία και εξύμνησα τις αρετές τους με απέραντο ενθουσιασμό και πάθος.

Στα είκοσι τέσσερα με επιστράτευσαν και έχασα δύο από τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου.

Αλλά έκανα δύο ή τρεις υπέροχους πίνακες σε αυτά τα δύο χαμένα χρόνια. Έμαθα ιταλικά και κέρδισα μια τριετή κρατική υποτροφία που μου επέτρεψε να φύγω από την Ελλάδα ως πολιτιστικός μετανάστης.

Το 1957 παντρεύτηκα μια ενδιαφέρουσα και όμορφη γυναίκα, τη Φανία Καπλανίδου, πολύ πιο ανεπτυγμένη ακαδημαϊκά και κοινωνικά από εμένα και στην οποία οφείλω πολλά. Μέχρι τον θάνατό της το 1968, με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου και μου χάρισε τη μοναχοκόρη μας, δηλαδή τη φυσική συνέχεια της ύπαρξής μου. Για έντεκα χρόνια ζήσαμε το θαύμα που ήταν η Ρώμη και το Παρίσι μαζί.

Κάτι άλλαξε μέσα μου

Αλλά εκεί, γύρω στο 1964-65, κάτι άλλαξε μέσα μου – κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω (θα μπορούσαν να ήταν οι πατρικές μου ευθύνες;).

Και ενώ όλα στη ζωή και την τέχνη ήταν για μένα συμπτωματικά και αυθόρμητα μέχρι τότε, θα ήταν συνειδητά και σκόπιμα από εδώ και πέρα. Άρχισα να ελέγχω τα συναισθήματά μου, τις επιθυμίες μου, τη δουλειά μου. Και μετά, εκ των πραγμάτων, ήρθε η επιτυχία.

Μια επιτυχία που οφείλω στον Michael και την Ileana Sonnabend και σε μερικούς άλλους εμπόρους τέχνης που πίστεψαν σε μένα. Το Βέλγιο, η Ιταλία και η Γερμανία με στήριξαν και άρχισαν να αγοράζουν τα έργα μου, να γράφουν για μένα, να κάνουν εκθέσεις, να γίνονται φίλοι. Οι Γάλλοι, από την άλλη, διατηρούσαν ακόμη τις επιφυλάξεις τους. Πράγματι, ολόκληρη η τεράστια καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού απέφερε μόνο δύο φίλους: τον José Pierre στην αρχή της καριέρας μου και, αργότερα, τον Pierre Restany. Όλοι οι άλλοι ήταν απλώς γνωστοί.

Το 1971 έφυγα για το Βερολίνο, όπου έζησα, δούλεψα και εξέθεσα σε μια διαφορετική πραγματικότητα επί δέκα οκτώ μήνες. Και εκεί παρέμεινα από το 1971 ως το 1972, ζώντας με την Ελένη (την ώριμη αγάπη της ζωής μου και συνεργάτιδα στη δουλειά μου) και την κόρη μου Μάγια, οικογενειακώς, με υποτροφία DAAD.

Όταν επέστρεψα στο Παρίσι, εισχώρησε στη ζωή μου ο Αλέξανδρος Ιόλας. Ήταν μια μοιραία συνάντηση, που θα είχε τεράστιο αντίκτυπο στη διεθνή μου καριέρα και θα παρέμενε κοντά μου μέχρι το 1986, λίγο πριν το θάνατό του.

Θα με βασανίζει πάντα

Το 1973, η Ελένη και η Μάγια επέστρεψαν στην Αθήνα και για δώδεκα χρόνια μοίραζα το χρόνο μου μεταξύ Παρισιού και Αθήνας, μετατοπίζοντας σταδιακά την επικέντρωσή μου μακριά από τη διεθνή μου παρουσία και προς την παρουσία μου στην Ελλάδα.

Λάθος μου; Από μια άποψη, οπωσδήποτε. Από μια άλλη, ίσως όχι. Τι θα έκανα ζώντας ως αιώνιος εξόριστος στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη; Και τι πέτυχα πραγματικά στην Ελλάδα, ανάμεσα σε πραγματικούς φίλους και εχθρούς;

Πρόκειται για μια ερώτηση που δεν έχει απάντηση, αλλά θα με βασανίζει για πάντα.

Έκτοτε δημιούργησα πολλή τέχνη».

Πληροφορίες

Costas Tsoclis: From the Early Days to Living Painting, NFTs and Beyond

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

The Hellenic Centre

16-18 Paddington Street

Marylebone

London W1U 5AS
[email protected]
+44 (0)20 7487 5060